Eπιμέλεια και Φωτογραφία Γιώργος Σιαμπανόπουλος
Μεγάλη Τρίτη των Καθολικών στις Βρυξέλλες. Από το Palais de Justice κατηφορίζουμε προς την Place du Jeu de Balles στο κέντρο όπου βρίσκεται η marche aux puces, το υπαίθριο παζάρι με τα παλιά αντικείμενα. Επικρατεί το βορειοαφρικανικό στοιχείο και είναι Ιδανικό μέρος για μετανάστες, φοιτητές, επίδοξους συλλέκτες και φωτογράφους. Μία βόλτα στην αγορά για σουβενίρ, μια στάση για μια βέλγικη μπίρα κι έπειτα σπίτι για τις απαραίτητες ετοιμασίες.
Είναι 7 το πρωί της Τετάρτης και οι καιρικές συνθήκες είναι ιδανικές. Βγαίνουμε από την πόλη και μετά από λίγο μπαίνουμε στην εθνική οδό με κατεύθυνση Λουξεμβούργο για να κάνουμε την πρώτη στάση για καφέ και ανεφοδιασμό. Το αυτοκίνητο είναι μικρό, κατασκευασμένο ώστε να ξεγλιστράει μέσα στον αστικό ιστό, να χωράει παντού. Οι διαστάσεις του το κάνουν σχεδόν απαρατήρητο. Η ίδια φιλοσοφία και στο εσωτερικό του, οι επιβάτες του πραγματικά κολλημένοι στα τζάμια.
Mέχρι τη Γερμανία το ίδιο μοτίβο. Σχεδόν ευθεία, με καταπράσινα λιβάδια δεξιά κι αριστερά και τις όφεις από τα διάσπαρτα βουστάσια να διακόπτουν το απέραντο στο βλέμμα. Που και που κανένας λοφίσκος. Ίδιο σκηνικό και στην Autobahn στο Μπάντεν – Βούτεμπεργκ προς Βαυαρία. Από εκεί και μέχρι την Αυστρία η διαδρομή έχει πραγματικό ενδιαφέρον με τους θεόρατους, απότομους και κοφτερούς βράχους των Άλπεων. Λίγη ώρα μετά παίρνουμε την έξοδο για το Σάλτσμπουργκ, όπου και θα περάσουμε το πρώτο βράδυ.
Στην παλιά πόλη όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο μας απαγορεύονται τα αυτοκίνητα πλην των μόνιμων και δικαίως καθώς η πόλη μοιάζει σαν να έχει βγει μέσα από παραμύθι. Οριακά προλάβαμε ανοιχτή την κουζίνα ενός εστιατορίου για να φάμε ένα σνίτσελ στην γενέτειρα χώρα του ακούγοντας τον αγριεμένο Salzach. Ακόμη μια μικρή βόλτα το πρωί στην πόλη ήταν απαραίτητη πριν αναχωρήσουμε για τον επόμενο σταθμό μας, στο Νόβι Σαντ της Σερβίας μέσω Ουγγαρίας.
Ο ορεινός όγκος είχε ενδιαφέρον αλλά δεν διήρκησε πολλή ώρα γιατί από νωρίς πιάσαμε ισιάδι που θα μας πήγαινε μέχρι τη Σερβία κάνοντας τη διαδρομή μουντή, μονότονη και κουραστική. Αξιοσημείωτα σημεία της διαδρομής το δάσος από τις ανεμογεννήτριες στην πεδιάδα της Αυστρίας πριν τα σύνορα, τα κοπάδια από ελάφια που βοσκούσαν αμέριμνα δίπλα σε αγροκτήματα στην Ουγγρική ύπαιθρο και φυσικά η τιμή της βενζίνης περίπου στο 1,20 του Ευρώ κάνοντας τη μετατροπή από το Φιορίνι. Φτάσαμε σούρουπο στα σύνορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να ξεμπερδέψουμε αργά σχετικά λόγω της μεγάλης ουράς και να πιάσουμε τον αυτοκινητόδρομο για το Νόβι Σαντ. Οριακά δεν προλάβαμε ανοιχτό εστιατόριο για να καταλήξουμε να τρώμε ελληνικό γύρο σε γυράδικο με την επιγραφή γραμμένη στα ελληνικά : Όλα καλά.
Αφιερώσαμε λίγο χρόνο για μια βόλτα στο Νόβι Σαντ το επόμενο πρωί. Ιστορικό κέντρο, απλωμένο, με όμορφα café κι εστιατόρια και φυσικά ο Δούναβης. Ήρεμος, επιβλητικός, κυρίαρχος. Με αρκετή ζέστη μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, λίγο πριν το μεσημέρι για να συνεχίσουμε το ταξίδι προς τη Βουλγαρία, αφού πρώτα θα κάναμε μια μικρή στάση στο Najlon flea market για αναζήτηση ρετρό ποδοσφαιρικών εμφανίσεων. Εργαλεία, ανταλλακτικά, παιχνίδια, ρούχα από δεύτερο χέρι και απομιμήσεις, κόσμος έφερνε να πουλήσει τα παλιά κι αγόραζε πάλι παλιά. Διαφορετικές φιλές, πολυκοσμία, αντικείμενα χωρίς λογική και χρήση … με λίγα λόγια Βαλκάνια. Η χαρά του φωτογράφου.
Πάλι απέραντη ευθεία, πιο βαρετή από την χθεσινή. Φτάσαμε στη Φιλιππούπολη, στο Plovdiv δηλαδή στη μια περίπου τη νύχτα. Ευτυχώς μας περίμενε ο Mitro, ο ιδιοκτήτης μιας μικρής πανσιόν στην παλιά πόλη για να μας δώσει τις απαραίτητες οδηγίες. Μας σχεδίασε σε ένα χάρτη τη διαδρομή που θα ακολουθήσουμε για να φτάσουμε στην περιοχή Καπάνα όπου θα βρίσκαμε σίγουρα κάποιο fast food ανοιχτό. Κι ευτυχώς μας σχεδίασε τη διαδρομή μέσα από την παλιά πόλη, ίσως κι επίτηδες, γιατί μόνο έτσι θα είχαμε την ευκαιρία να τη δούμε έστω και βράδυ. Κατεβήκαμε στην Καπάνα, βρήκαμε ανοιχτό ένα μαγαζί με βρώμικο, στην κυριολεξία, και καταλήξαμε για μπίρα στο μπαρ Art Club Nylon εκεί κοντά. Η Φιλιππούπολη αξίζει σίγουρα μια δεύτερη επίσκεψη. Και το Nylon επίσης.
Παρασκευή μεσημέρι περάσαμε τη γέφυρά του Μαρίτσα δηλαδή του Εβρου που διασχίζει την πόλη, σχετικά γρήγορα φτάσμαε στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα και με μια μικρή καθυστέρηση στο σταθμό μπήκαμε Ελλάδα από την Νυμφαία με κατεύθυνση Αλεξανδρούπολη. Σάββατο αναχώρηση, Εγνατία οδός και στον αυτόματο για Κοζάνη.
Κάτι περισσότερο από 3000 χιλιόμετρα μέσα σε ένα 500αράκι. Όλα καλά.