Σχέδιο τεσσάρων σημείων για τη διασφάλιση ενεργειακής επάρκειας σε λογικές τιμές -δηλαδή χαμηλότερες από τις τρέχουσες- προέκυψε από τη χθεσινή σύσκεψη στο Μαξίμου υπό τον πρωθυπουργό.
Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης με την Επιτροπή Διαχείρισης Ενεργειακών Κρίσεων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ετέθη στο επίκεντρο η αύξηση της λιγνιτικής παραγωγής της χώρας σε διπλάσιο επίπεδο από το τρέχον, δηλαδή στις 10 τερραβατώρες.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου (ΑΠΕ – ΜΠΕ) το σχέδιο για τον διπλασιασμό της λιγνιτικής παραγωγής που παρουσίασε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης περιλαμβάνει:
- Την κατά προτεραιότητα ένταξη των λιγνιτικών μονάδων στον ημερήσιο προγραμματισμό για την κάλυψη του φορτίου, δεδομένων των τεχνικών τους χαρακτηριστικών που δεν επιτρέπουν την συνεχή αυξομείωση της παραγωγής τους.
- Τη διασφάλιση επαρκούς χρονικού ορίζοντα ώστε να αποπληρωθούν οι επενδύσεις που θα απαιτηθούν για την εντατική εκμετάλλευση των υφιστάμενων λιγνιτωρυχείων και τη διάνοιξη νέων. Πρόκειται για επενδύσεις οι οποίες σύμφωνα με τις εκτιμήσεις προσεγγίζουν, αν δεν ξεπερνούν τα 150 εκατ. Ευρώ.
- Την εγγύηση κάλυψης των δαπανών ΔΕΗ και εργολάβων στην (απίθανη με τα σημερινά δεδομένα) περίπτωση που ανατραπεί το σκηνικό στην διεθνή αγορά ενέργειας και καταρρεύσουν οι τιμές του φυσικού αερίου.
- Την κατάργηση της ρήτρας που προβλέπει ότι η ΔΕΗ ως το 2023 θα διαθέτει το 40 – 50 % της λιγνιτικής παραγωγής ως αντιστάθμισμα για την υπόθεση της μονοπωλιακής πρόσβασης της ΔΕΗ στον λιγνίτη (Anti-Trust Case), της περιόδου του 2007.
Ουσιαστικά η λιγνιτική παραγωγή θα υποκαταστήσει μεγάλο μέρος της παραγωγής με φυσικό αέριο, η οποία εκτός από ακριβή ενδέχεται να μην είναι και διαθέσιμη στην περίπτωση που η Ρωσία προχωρήσει σε διακοπή του εφοδιασμού.
Δεδομένου ότι από τις αρχές του Ιουλίου έχει επιβληθεί πλαφόν στην αποζημίωση των ηλεκτροπαραγωγών, κάθε λιγνιτική μεγαβατώρα αποζημιώνεται με 208 ευρώ ενώ η αντίστοιχη ποσότητα ενέργειας από τις μονάδες φυσικού αερίου με τις σημερινές διεθνείς τιμές του καυσίμου εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 400 ευρώ.