Το πρώτο πράγμα που έκανε η -με καταγωγή από την Ιαπωνία και την Αμερική- συγγραφέας Ruth Ozeki το πρωινό μετά τη νίκη του Γυναικείου Βραβείου μυθοπλασίας Women’s prize for fiction, για το τελευταίο της βιβλίο, ήταν διαλογισμός. Ήταν τόσο πεπεισμένη ότι δεν επρόκειτο να κερδίσει που είχε σχεδιάσει ένα πλήρες πρόγραμμα για την επόμενη ημέρα μη λαμβάνοντας υπόψη την προοπτική ενός βραβείου.
Η 66χρονη Ozeki κέρδισε το βραβείο για το τέταρτο μυθιστόρημά της, The Book of Form and Emptiness, στο οποίο αφηγείται την ιστορία του 14χρονου Benny, ο οποίος αρχίζει να ακούει φωνές καθημερινών αντικειμένων μετά το θάνατο του πατέρα του. Η μητέρα του, Annabelle, έχει γίνει συλλέκτρια ποικίλων (περιττών ως επί το πλείστον) πραγμάτων (κατά μία έννοια της μιλούν επίσης άψυχα πράγματα) και παρά το αντικείμενο της εργασίας της- αρχειοθέτης- η Annabelle αφήνει το σπίτι τους να ξεχειλίσει από άχρηστα πράγματα με αποτέλεσμα να πνίγονται στη θλίψη, τα σκουπίδια και την πληροφορία.
Φιλοσοφικά σοβαρό αλλά την ίδια στιγμή παιχνιδιάρικο, αυτό το μυθιστόρημα σε αρκετά σημεία φαίνεται τόσο φορτωμένο όσο οι συλλογές της Annabelle. Όπως συμβαίνει με όλα τα μυθιστορήματα της Ozeki, το The Book of Form and Emptiness δεν γυρνά την πλάτη σε αληθινά ζητήματα όπως η παγκόσμια κλιματική κρίση, ο καταναλωτισμός, οι ψυχικές ασθένειες ενώ θέτει μεγάλα ερωτήματα όπως: τι είναι πραγματικό; Υπάρχει όριο στις ανθρώπινες επιθυμίες για ακόμη περισσότερα; Ίσως γι’ αυτό η Πρόεδρος της Επιτροπής έδωσε στο βιβλίο τον χαρακτηρισμό “a complete joy” ενώ οι κριτικοί συμφώνησαν στην άποψη ότι “το ήρεμο και καλό μεθοδικό χιούμορ της κάνουν τη διαφορά” . Και είναι αλήθεια ότι αυτή η ιστορία μιας μητέρας και ενός γιου που βρίσκουν απροσδόκητο διέξοδο από το χάος της ζωής τους είναι βαθιά συγκινητική και αναζωογονητική.
Όντας παθιασμένη με το περιβάλλον και τον φεμινισμό, η Ozeki μεγάλωσε διαβάζοντας Rachel Carson (Αμερικανίδα βιολόγος, περιβαλλοντολόγος και συγγραφέας. Μέσα από τα βιβλία της θεωρείται ότι έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη του παγκόσμιου περιβαλλοντικού κινήματος) ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να ενισχύσει την πολιτική συνείδηση της.
Τα δύο πρώτα μυθιστορήματά της, My Year of Meats (1998) και All Over Creation (2003) προήλθαν από τις ανησυχίες της για την κλιματική αλλαγή και τη βιομηχανική γεωργία (η οικογένεια του πατέρα της ήταν αγρότες στο Ουισκόνσιν). Τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά της: A Tale for the Time Being και The Book of Form and Emptiness επηρεάζονται ρητά από τον Βουδισμό. Συγκεκριμένα μετά τη δημοσίευση του δεύτερου μυθιστορήματός της και τον θάνατο και των δύο γονιών της, κατέρρευσε και έτσι στράφηκε στον Βουδισμό. “Η αρρώστια, τα γηρατειά και ο θάνατος – σε ξυπνούν. Αυτό ήταν που με ξύπνησε. Απλώς συνειδητοποιείς ότι η ζωή έχει να κάνει με την παροδικότητα και δεν υπάρχει το για πάντα” . Σε ερώτηση δημοσιογράφου της Guardian σχετικά με το τελευταίο της βιβλίο: “Μπορούν τα αντικείμενα να μας διδάξουν την πραγματικότητα;” απαντά: “Φυσικά και η απάντηση είναι ναι”.
Το βιβλίο χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να γραφτεί – “κάθε νέο μυθιστόρημα μου παίρνει όλο και περισσότερο χρόνο – και αυτό δεν είναι καλό”. Οι ρίζες του πηγαίνουν πίσω, στον θάνατο του πατέρα της το 1998. Για ένα χρόνο μετά, η Ozeki τον άκουγε να της μιλάει . “Θα έκανα κάτι στο σπίτι, θα έδινα ρούχα ή οτιδήποτε άλλο, και τον άκουγα να καθαρίζει το λαιμό του και μετά να λέει το όνομά μου. Γύριζα και δεν ήταν κανείς εκεί. Κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, ήταν λίγο σοκ”.
Καθαρίζοντας το σπίτι των γονιών της στο New Haven το 2002, αφού η μητέρα της διαγνώστηκε με Αλτσχάιμερ, βρήκε δώρα και βραβεία που είχαν δοθεί στους γονείς της (γλωσσολόγοι και οι δύο) αλλά και συλλογές από βότσαλα. “Ήξερα ότι αυτά τα πράγματα είχαν ιστορία την οποία εγώ δεν ήξερα. Και αυτό ήταν κάπως σπαρακτικό”.
“So start with the voices, then,” , αρχίζει το βιβλίο και συνάμα και η παράλληλη πορεία της ίδιας με τους ήρωες.
Όπως ο Benny, ο οποίος υπέφερε από βαριά κατάθλιψη και άγχος, ως παιδί η Ozeki πέρασε αρκετές εβδομάδες σε ψυχιατρικό θάλαμο αφού υπέστη νευρικό κλονισμό. Ακολουθώντας τα χνάρια της Sylvia Plath (Αμερικανίδα ποιήτρια) πήγε στο Smith College, ένα από τα παλαιότερα κολέγια αποκλειστικά για γυναίκες στις ΗΠΑ, όπου έμαθε ιαπωνικά (η μητέρα της δεν τη δίδαξε ποτέ) και κέρδισε τα πρώτα της βραβεία για μυθοπλασία. Μετά την αποφοίτησή της από το κολλέγιο, πέρασε μερικά χρόνια στην Ιαπωνία μελετώντας κλασική ιαπωνική λογοτεχνία ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στη Νέα Υόρκη όπου ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο. Αυτή η ενασχόληση της δίδαξε πώς να αφηγείται μια ιστορία. Επέστρεψε στο Smith για να διδάξει δημιουργική γραφή το 2015 εστιάζοντας στον διαλογισμό. Την ίδια χρονιά χειροτονήθηκε ως ιέρεια του Βουδισμού. Σήμερα ζει στη Μασαχουσέτη με τον σύζυγό της.
Σε ερώτηση της δημοσιογράφου σχετικά με το τι πιστεύει ότι ήταν αυτό που κέρδισε τους κριτές η ίδια απαντά: “Έχω απλώς μια περίεργη αίσθηση του χιούμορ. Η άλλη πλευρά του θλιβερού είναι συνήθως κάτι αστείο. Όλα είναι αστεία και όλα είναι επίσης πολύ λυπηρά. Υπάρχουν και τα δύο ταυτόχρονα”. Ακριβώς όπως το βιβλίο The Book of Form and Emptiness.
Source | The Guardian