Όλες οι γέφυρες αποτελούν αξιοθέατα και αυτό είναι ενδεικτικό της σημασίας τους. Μικρές γέφυρες, μεγάλες γέφυρες, παραδοσιακές γέφυρες, σύγχρονες γέφυρες. Δείχνουν την ικανότητα του ανθρώπου να επεμβαίνει στη φύση, σε μια προσπάθεια να γεφυρώσει το φυσικό χάσμα που καλείται να αντιμετωπίσει.
Το Γεφύρι του Ανθοχωρίου
Το γεφύρι του Ανθοχωρίου είναι το μεγαλύτερο σε μήκος πέτρινο γεφύρι της Μακεδονίας, φθάνοντας τα 49 μέτρα, ενώ το πλάτος του είναι 2,7 μέτρα. Αποτελείται από 4 τόξα, εκ των οποίων το μεγαλύτερο έχει ύψος 9 μέτρα και άνοιγμα 15. Το βορινό ακρόβαθρο στηρίζεται σε βραχώδες και σχεδόν κατακόρυφο πρανές. Το γεφύρι συνέδεε εμπορικά τα Γρεβενά με το Τσοτύλι και αποτελούσε πέρασμα για τα κοπάδια της Βόρειας Πίνδου που ξεχειμώνιαζαν στη Θεσσαλία. Αργότερα, αποτελούσε τμήμα του παλιού χωματόδρομου που ένωνε τις δύο πόλεις, ενώ ο σημερινός ασφαλτοστρωμένος δρόμος το έχει παρακάμψει ακριβώς από δίπλα. Συνηθίζεται να αποκαλείται και Γεφύρι Τσακνοχωρίου, όπως ήταν η παλιά ονομασία του Ανθοχωρίου, αλλά και Γεφύρι Πραμόριτσα.
Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του είναι άγνωστη, όμως σύμφωνα με μαρτυρίες έχει χτιστεί πριν το έτος 1770. Ο θρύλος το θέλει να χτίστηκε με τη χορηγία κάποιου μεγαλοκτηνοτρόφου. Όταν αυτός προσπάθησε να διαβεί με το κοπάδι και την οικογένειά του τον ποταμό, μια απότομη και ορμητική ροή έπνιξε τη μονάκριβη κόρη του. Ο τραγικός πατέρας το θεώρησε σημάδι του Θεού που ήθελε να τον τιμωρήσει για την πλεονεξία του, γιατί η περιουσία του ήταν μεγάλη. Τη νύχτα είδε στον ύπνο του έναν άγγελο, ο οποίος τον πρόσταξε να κατασκευάσει ένα γεφύρι στο σημείο όπου πνίγηκε το κορίτσι.
Το γεφύρι επισκευάστηκε για πρώτη φορά το έτος 1937 και μία δεύτερη στη δεκαετία του ’70, όταν και χαρακτηρίστηκε ως Διατηρητέο Μνημείο. Βρίσκεται σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το Ανθοχώρι στο δρόμο που το συνδέει με το Κληματάκι καιτο εγκαταλελειμμένο Παρόχθιο.
Το Γεφύρι της Σβόλιανης
Αναμφισβήτητα είναι ένα από τα ομορφότερα και εντυπωσιακότερα από άποψη στατικής πέτρινα γεφύρια της Ελλάδας. Βρίσκεται μόλις 1,5 χιλιόμετρο νοτιοανατολικά του οικισμού της Αγ. Σωτήρας, στον άνω ρου του ποταμού Πραμόριτσα. Μπορεί κανείς να το επισκεφθεί, είτε ξεκινώντας από το κέντρο του χωριού, είτε διανύοντας τη μισή απόσταση με αφετηρία τη μεγάλη στροφή της εθνικής οδού που βρίσκεται από κάτω. Κατηφορίζοντας περίπου 300 μέτρα μετά την εθνική οδό, προσφέρεται η δυνατότητα εγκατάλειψης για λίγο του μονοπατιού δεξιά προς το γκρεμό από όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει τη θέα του γεφυριού και της απότομης κοιλάδας από ψηλά.
Το δίτοξο γεφύρι χτίστηκε το έτος 1851, αφού είχε προηγηθεί κοντά στην ίδια τοποθεσία το χτίσιμο ενός νερόμυλου. Ένα πολύ μεγάλο τόξο πατάει σε ψηλό βράχο, δημιουργώντας την αίσθηση ότι είναι φυσική συνέχειά του και μαζί με ένα μικρότερο δίνουν απότομη κλίση στο γεφύρι. Το μέγιστο ύψος του φθάνει τα 8,5 και το μήκος του τα 26 μέτρα. Ένωνε την Αγ. Σωτήρα με το Δίλοφο, το Δασύλλιο, τη Χρυσαυγή, αλλά και το βουνό της Τσούκας, όπου οι χωριανοί είχαν τους κήπους και τα δέντρα τους.
Στην είσοδό του συνδέεται με παλιό καλντερίμι, το οποίο με νέες προσθήκες συνεχίζεται μέχρι την είσοδο του οικισμού. Το τοπίο γύρω από το γεφύρι συμπληρώνουν μοναδικά δύο πανύψηλες λεύκες σαν πιστοί φρουροί που το προστατεύουν. Αποτελεί σταθμό του μεγάλου μονοπατιού Το Ταξίδι του Ποταμού Πραμόριτσα, που κατεβαίνει από την περιοχή του Πενταλόφου.
Το Γεφύρι της Τσούκας – Μόρφης
Από τη Μόρφη μπορεί κανείς να επισκεφθεί το δίτοξο γεφύρι της Τσούκας επάνω στον ποταμό Πραμόριτσα, χτισμένο σε μια πανέμορφη τοποθεσία. Το γεφύρι παλιά συνέδεε τους οικισμούς της Μόρφης, της Κορυφής, της Χρυσαυγής και της εγκαταλειμμένης σήμερα Τσούκας. Στην περιοχή του βουνού της Τσούκας οι Μορφιώτες είχαν τα χωράφια και τα βοσκοτόπια τους. Επίσης, το γεφύρι παλιότερα αποτελούσε τμήμα της βλαχόστρατας.
Πρόκειται για το παλαιότερο χρονολογημένο γεφύρι του Βοΐου. Από προφορικές μαρτυρίες είναι γνωστό, ότι χτίστηκε από πληρωμένους τεχνίτες και από τις Σαββατιάτικες αγγαρείες των κατοίκων της Μόρφης μεταξύ των ετών 1720 και 1730. Η χρηματοδότηση έγινε από τις φορολογίες που επέβαλε το αρματολίκι της περιοχής στα γύρω χωριά, εφόσον είχε ζητηθεί βοήθεια από τους κατοίκους της Μόρφης, μιας και για ένα τόσο πολυδάπανο έργο δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στα έξοδα ένα μόνο μικρό χωριό.
Παρουσιάζει πολλές ομοιότητες ως προς την κατασκευή με εκείνο της Σβόλιανης, που βρίσκεται λίγο πιο πάνω. Είναι δίτοξο με μία μεγάλη καμάρα στη Βόρεια όχθη, η οποία εδράζεται με εντυπωσιακό τρόπο σε κατακόρυφο βράχο. Έτσι δίνεται στο γεφύρι μια ελαφριά κλίση από Βορρά προς Νότο. Το μήκος του φθάνει τα 27 και το μέγιστο ύψος του τα 7 μέτρα.
Γίνεται εύκολα επισκέψιμο μέσω του σηματοδοτημένου μονοπατιού που συνδέει τη Μόρφη με τη Χρυσαυγή, είτε από την πλατεία της Μόρφης σε 35΄, είτε από την εθνική οδό που βρίσκεται πιο χαμηλά σε μόλις 25΄.
Το Γεφύρι της Χρυσαυγής
Κάτω από τη Μόρφη ο Πραμόριτσα ενώνεται με το Παλιομάγερο, ένα ρέμα πλούσιο σε νερά που πηγάζει από τον Τάλιαρο και διέρχεται πολύ κοντά στη Χρυσαυγή. Σύμφωνα με την παράδοση, το μονότοξο γεφύρι που βρίσκεται εδώ κτίστηκε το έτος 1854 με τη χορηγία ενός ληστή, του Νικόλαου Ζάμπρου, από το Πολυνέρι Γρεβενών. Ο ληστής είχε τη φήμη του τρομερού και αδίστακτου και αποτελούσε μάστιγα για τα χωριά του Βοΐου και των Γρεβενών. Σε μια καταδίωξή του από τα τούρκικα αποσπάσματα δεν κατάφερε να περάσει το ρέμα, που εκείνη τη μέρα ήταν πλημμυρισμένο, και ζήτησε από τους Χρυσαυγιώτες να τον κρύψουν στα σπίτια τους. Όταν οι Τούρκοι ήρθαν στο χωριό, οι κάτοικοι αρνήθηκαν τα πάντα. Ως αντάλλαγμα ο ληστής υποσχέθηκε να χρηματοδοτήσει το χτίσιμο του γεφυριού και επιθεωρούσε πιθανό ο ίδιος το έργο κρυμμένος στον παρακείμενο νερόμυλο. Αρχιμάστοράς του θεωρείται ο Διλοφίτης Νικόλαος Αναγνώστης Τζιούφας, ο οποίος λέγεται ότι κατασκεύαζε ακόμα και τα εργαλεία του. Τα στηθαία φτιάχτηκαν από τους Χρυσαυγιώτες, Ευθύμιο Ζιούλα και Αθανάσιο Πούλιο αν και μια άλλη εκδοχή θέλει τους δύο τελευταίους αποκλειστικούς δημιουργούς ολόκληρης της κατασκευής.
Το γεφύρι είναι εντυπωσιακό λόγω του ύψους του, το οποίο φθάνει τα 9 μέτρα. Στηρίζεται και από τις δύο πλευρές σε βραχώδη πρανή εκεί όπου η κοίτη του Παλιομάγερου στενεύει αρκετά. Το μήκος του φθάνει τα 25 μέτρα, το πλάτος του τα 3 και το άνοιγμα του τόξου του τα 14,2 μέτρα. Το έτος 1984 έγινε επισκευή του γεφυριού.
Βρίσκεται σε απόσταση 10 λεπτών κατηφορικής διαδρομής από την πλατεία της Χρυσαυγής επάνω στο μονοπάτι που ένωνε το χωριό με τη Μόρφη και τον Πεντάλοφο. Το περιβάλλων τοπίο έχει διαμορφωθεί κατάλληλα και αποτελεί σήμερα χώρο αναψυχής. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει παράλληλα και τον παλιό νερόμυλο, ο οποίος είναι πρόσφατα ανακαινισμένος. Πίσω από το νερόμυλο υπάρχει μεγάλη δέση, όπου δημιουργείται ένας εντυπωσιακός καταρράκτης.
Το χτίσιμο της δέσης γίνονταν σε βράχους και θεωρούνταν ένα από τα πιο δύσκολα έργα. Οι πέτρες τοποθετούνταν η μία κοντά στην άλλη χωρίς συνδετικό υλικό και έφραζαν την κοίτη του ποταμού. Όλο το φράγμα αγκιστρώνονταν σε πασσάλους από σκληρό ξύλο, οι οποίοι έμπαιναν σε τρύπες που ανοίγονταν στους βράχους σε βάθος περίπου ενός μέτρου και διάμετρο έως 20 εκατοστά. Με μία κλίση 45 περίπου μοιρών η δέση ανάγκαζε τα νερά του ποταμού να πάρουν μία ορισμένη κατεύθυνση, ώστε να φτάσει το νερό στο μύλο. Αυτά τα έργα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, σε πείσμα του χρόνου και της αγριότητας των ποταμών, διατηρούν μια αξιοθαύμαστη αντοχή και μια παραμυθένια γοητεία.
Γεφύρι Καγκέλια
Στη νότια πλευρά του χωριού Τρικώμου και σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από αυτό βρίσκεται το πέτρινο γεφύρι, το επονομαζόμενο γεφύρι του Τρικώμου ή αλλιώς Καγκέλια. Το γεφύρι του Τρικώμου, που γεφυρώνει τον Βενέτικο ποταμό, εξυπηρετούσε τη μετακίνηση των κατοίκων του Μοναχιτίου και του Μικρολίβαδου προς τα Γρεβενά. Είναι δίτοξο με συνολικό μήκος 40,50 μ., πλάτος 2,80 μ. και ύψος 10,30 μ. Χτίστηκε από τον πρωτομάστορα Στέργιο Λάζο από το μαστοροχώρι Αγ. Κοσμάς Γρεβενών, σε χρονολογία που δεν είναι γνωστή.
Η δεύτερη μικρότερη καμάρα του έπεσε γύρω στα 1914 και επισκευάστηκε με έξοδα του τσέλιγκα Τασιούλα Αναγνώστου Αποστολίδη από το Τρίκωμο. Το 1989 έγινε επισκευή του με μπετόν. Η μετάβαση στο γεφύρι προσφέρει την ευκαιρία για μια σύντομη πεζοπορία (για ένα περίπου χιλιόμετρο), στο οποίο περπατάς σε χωματόδρομο απολαμβάνοντας τη θέα και τη φυσική ομορφιά.
Λίγα μέτρα πριν το γεφύρι, αντικρίζεις ένα μαγευτικό τοπίο, όπου ειδικά την Άνοιξη οι καταπράσινες πλαγιές τυλίγουν με μοναδικό τρόπο το γεφύρι, προσφέροντας στον επισκέπτη την ευκαιρία να δει τη φύση στα καλύτερά της!
Το Γεφύρι του Κουσιουμπλή
Πίσω από τον Τάλιαρο, στην τοποθεσία Φράξο, στα πρώτα χιλιόμετρα του δρόμου που ενώνει το Επταχώρι με τη Ζούζουλη βρίσκεται στα δεξιά το πανέμορφο γεφύρι του Κουσιουμπλή. Γεφυρώνοντας το Ζουζουλιώτικο ρέμα, συνέδεε παλιά τη Ζούζουλη με το Επταχώρι. Εκεί οδηγεί επίσης, μέσω της ράχης των Αμπελώνων και ένα σηματοδοτημένο πεζοπορικό μονοπάτι διάρκειας περίπου 45 λεπτών που ξεκινάει από την πλατεία του Επταχωρίου, δίνοντας την ευκαιρία να θαυμάσει κανείς τη γύρω περιοχή και το γεφύρι από ψηλά.
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, το γεφύρι χτίστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, ή στις αρχές του 19ου αιώνα. Για την κατασκευή του εργάστηκαν ο Γεώργιος Δήμος, ο Τσιαμοχρήστος, και οι αδερφοί Γαλάνη, όλοι τους μάστορες από το Επταχώρι.
Το συνολικό του μήκος είναι 33 μέτρα, το πλάτος του 2,4, το άνοιγμα του τόξου του 14 και το ύψος του 8 μέτρα. Στο κλειδί, τη μεσαία πέτρα της καμάρας που κρατάει όρθιο το γεφύρι υπάρχει λιθανάγλυφη κεφαλή. Επίσης, τη διάβασή του βοηθούν μια σειρά από πέτρινα ζωνάρια, οι αρκάδες.
Αναστηλώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 με δαπάνη των Επταχωριτών. Πρόσφατα επισκευάστηκαν και οι νεότερες φθορές του εξαιτίας της διάβρωσης που είχαν υποστεί τα εκεί χαλαρά εδάφη, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει ολόκληρο με κατάρρευση. Δίπλα στο γεφύρι υπήρχε και νερόμυλος. Ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο αποτελεί ένα μικρό ανακουφιστικό παράθυρο στη Δυτική πλευρά του.