Δεν ήξερα ότι υπάρχει στα πορτογαλικά ηπου μυρίζει σαν τη φρέσκια μαρμελάδα ροδάκινο, που έτρωγα για πρωινό τις τυχαίες και συνηθισμένες πρωινέςκαλημέρες του καλοκαιριού στην αυλή.
Νόμιζα πως δε θα μπορούσα να μιλήσω ποτέ για τα μεσημέρια που με έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά της γιαγιάς μου, όταν μου χάϊδευε τα μαλλιά και μου μιλούσε για τη ζωή της όταν ήταν νέα.
Δεν ήξερα ότι μπορεί η άγνωστη μου λέξη να ακούγεται σαν το τραγούδι, που έπαιζε για ώρες χαμηλόφωνα στο ράδιο, εκείνα τα βράδια στο μπαλκόνι, που συζητούσαμε όλες μαζί για τα όνειρά μας και το μέλλον.
Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτή η λέξη μπορούσε να γίνει η φωτογραφία μιας τυχαίας στιγμής. Εκείνης της τελευταίας φοράς που κοίταξα το σπίτι, που έγινε σπίτι μου, πριν φύγω από κει και ολοκληρωθεί η φοιτητική μου ζωή. Της τελευταίας φοράς που κοίταξα τη θάλασσα από το κιόσκι των ανέμων, πριν επιστρέψω σπίτι, μετά από ένα γεμάτο χρώματα, τραγούδια, παρέες. Δεν ξαναπήγα εκεί, συνήθισα, όμως, να μου λείπει.Της τελευταίας βραδινής προσευχής, της πιο κατανυκτικής, πριν πάμε για ύπνο.
Δεν μπόρεσα ποτέ να εκφράσω σε λέξεις εκείνες τις ώρες που όλοι μαζί τραγουδούσαμε με μια κιθάρα, δίπλα στη θάλασσα. Ή τις ώρες που οδηγούσαμε, για να φτάσουμε εκεί. Τις θεωρούσαμε απλά διαδικαστικές. Δεν μπόρεσα αλλιώς να εκφράσω σε λέξεις τις στιγμές που ξεχάσαμε την αυστηρότητα των υποχρεώσεων μας και απλά χορέψαμε ή παίξαμε στο δρόμο. Ή τη στιγμή που ζήσαμε λίγο πριν ανάψουν τα φώτα, όταν τελείωσε η πιο ωραία ταινία που είδαμε μαζί.
Κι όταν έψαξα όλα αυτά να τα εκφράσω με τραγούδια, κανένα δεν ήταν το κατάλληλο.
Οι φυλακισμένες πιο δυνατές στιγμές μας, εκείνες που ανασύρουμε τυχαία και συνειρμικά δεν έχουν ημερομηνία. Στο χάος της συνειδητής και ασυνείδητης σκέψηςό,τι δεν έβρισκε μια λεκτική διέξοδο κατάφερε να συμπυκνωθεί σε μια αμετάφραση, άγνωστη, απροδιόριστη λέξη. Ήξερα πριν ψάξω τη μετάφραση της, ότι βρήκα τη λέξη των στιγμών, που θα ήθελα να ξαναζήσω. Τη λέξη, για να θυμάμαι το τελευταίο χαμόγελο όσων έφυγαν από δίπλα μου. Ήταν η παρηγορητική, γλυκόπικρη χροιά της που τελικά σαν να γιάτρεψε την τρικυμία αυτού του χάους. Μαλάκωσε την αδυναμία μου να αποδεχτώ ότι οι δεδομένες και συνηθισμένες ώρες που πέρασαν μου λείπουν. Ελάφρυνε την αναπνοή μου.
Στις στιγμές, τις εικόνες, το άρωμα, τους ήχους που βρήκαν καταφύγιο στην πιο δυνατή λέξη του μυαλού μου.