Στις 17 Αυγούστου 1944, πριν ακόμη χαράξει η μέρα, η Κοκκινιά βρέθηκε πολιορκημένη από γερμανικά στρατεύματα και γερμανοτσολιάδες. Μέσα σε λίγα λεπτά έκλεισαν όλα τα περάσματα που οδηγούσαν προς τον Πειραιά, το Κερατσίνι και το Αιγάλεω. Κανείς πλέον δεν μπορούσε να διαφύγει στις γύρω περιοχές. Οι εισβολείς -που οι μαρτυρίες τούς υπολογίζουν σε 3.500-4.000 άνδρες- είχαν οργανώσει πολύ καλά την επιχείρηση έχοντας μαζί τους ελαφρά μηχανοκίνητα. Ακόμα κι ένα μικρό κανόνι («Ριζοσπάστης» 17/8/1978).
Σε λίγο ακούστηκαν τα χωνιά των ταγματασφαλιτών: «Προσοχή-Προσοχή! Σας μιλάνε τα Τάγματα Ασφαλείας. Ολοι οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Οσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου» («Η Κοκκινιά μας», 17/8/1945).
Η συγκέντρωση των κατοίκων ξεκίνησε αλλά υπήρχαν κι εκείνοι που κρύφτηκαν στις σκεπές των σπιτιών, στις ταράτσες, στα υπόγεια, σε πηγάδια κι όπου αλλού ήταν δυνατό. Αλλοι με χίλιες προφυλάξεις προσπάθησαν να βρουν κενά στο Μπλόκο και να διαφύγουν στις γύρω συνοικίες. Οταν ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση στην πλατεία και στους γύρω δρόμους είχαν συγκεντρωθεί γύρω στα 25.000 άτομα κι ανάμεσά τους πάρα πολλοί Εαμίτες, άνδρες και γυναίκες.
Τι ήταν τα «Μπλόκα»
Τα «Μπλόκα» ήταν ένα από τα κλασικά μέτρα μαζικής τρομοκρατίας που εφάρμοσαν στην Ελλάδα οι κατακτητές και οι συνεργάτες τους. Αυτά εφαρμόστηκαν κυρίως στην πρωτεύουσα και ιδίως προς το τέλος της τριπλής φασιστικής κατοχής.
«Κατά την ενέργειαν των άγριων διώξεων των SS εναντίον των κατοίκων ολόκληρων συνοικιών και συνοικισμών της περιφερείας Αθηνών -γράφει ο Δ. Μαγκριώτης- αι οποίαι έμειναν γνωσταί με το απαισίας μνήμης όνομα ‘‘Μπλόκο’’ διεπράττοντο πρωτοφανείς αγριότητες υπ’ αυτών… Περικυκλούντο κατά την ενέργειαν αυτών ολόκληρα τετράγωνα των συνοικιών της πόλεως από δυνάμεις των SS και συνελαμβάνοντο χιλιάδες αθώων προσώπων, πολλά των οποίων και εφονεύοντο επί τόπου ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους, χωρίς καμμίαν απολύτως διαδικασίαν.
»Εληστεύοντο δε προσέτι αι οικίαι και τα καταστήματα των κυκλωμένων τετραγώνων, τινές εκ των οποίων και επυρπολούντο διά της χρήσεως ειδικής αναφλεκτικής κόνεως. Συνελαμβάνοντο δε προσέτι κατά εκατοντάδας και ενίοτε κατά χιλιάδας όμηροι εκ του πλήθους, εκ των οποίων άλλοι μεν εστέλλοντο εις το Στρατόπεδον Χαϊδαρίου και άλλοι εις Γερμανίαν διά αναγκαστική εργασίαν. Αι δραματικώτεραι και χαρακτηριστικότεραι τούτων ήσαν της Νικαίας (Ν. Κοκκινιάς), του συνοικισμού Βύρωνος και της Καλλιθέας» (Δ. Ι. Μαγκριώτη: «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα κατοχής 1941-1944», Αθήναι 1949, σελ. 114- 115).
Μόνιμο εφιάλτη πολλών Αθηναίων ώς την απελευθέρωση χαρακτηρίζει τα «Μπλόκα» ο Mark Mazower και δεν έχει άδικο (Mark Mazower: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ – Η εμπειρία της κατοχής», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 371). Τα κριτήρια επιλογής των συνοικιών στις οποίες γίνονταν τα «Μπλόκα» δεν ήταν καθόλου περίπλοκα. Στόχος των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους ήταν -πράγμα απολύτως αντιληπτό- η συντριβή του αντιστασιακού εαμικού κινήματος και φυσικά του ΚΚΕ που αποτελούσε τον καθοδηγητικό του νου. Ετσι, τα «Μπλόκα» γίνονταν εκεί όπου το εαμικό κίνημα αντίστασης ήταν πιο ισχυρό και πιο απειλητικό για τις δυνάμεις κατοχής.
Μ’ αυτά τα κριτήρια επιλέχτηκε και η Κοκκινιά, που σημειωτέον δοκίμασε τρία «Μπλόκα» στην ιστορία της. Το πρώτο στις 7 Μάρτη του ’44, το δεύτερο στις 17 Αυγούστου του ίδιου έτους και το τρίτο περίπου 40 ημέρες μετά, στις 24 Σεπτεμβρίου. «Η Κοκκινιά -γράφει ο M. Mazower- ήταν ένας λαβύρινθος από βρόμικα δρομάκια και παράγκες που είχαν ξεφυτρώσει στον Μεσοπόλεμο στα νοτιοδυτικά της πόλης για να στεγάσουν τους πρόσφυγες από τη Μικρασία. Με τους ανοιχτούς υπονόμους της, τους σωρούς σκουπιδιών και τις βρομερές καλύβες, ήταν το τυπικό παράδειγμα προσφυγικής συνοικίας. Οι κάτοικοί της είχαν τραβήξει τα πάνδεινα στον λιμό του 1941-1942 και είχαν κερδίσει τη φήμη μιας απ’ τις ‘‘κόκκινες’’ γειτονιές της πρωτεύουσας» (M. Mazower, στο ίδιο, σελ. 370).
Λεηλασίες και φόνοι
Στο μπλόκο της 17ης Αυγούστου του 1944 στην Κοκκινιά, ταυτόχρονα με τη συγκέντρωση του πληθυσμού, οι ορδές των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους περνούσαν από τα σπίτια δολοφονώντας και πλιατσικολογώντας. Στη συνέχεια ακολούθησε το ξεδιάλεγμα των συγκεντρωμένων. Οι προδότες Μπατράνης, Βακαλόπουλος, Βερύκογλου, Γρ. Ιωαννίδης, ο Σγούρης και ο γιος του πιάσανε δουλειά υποδείχνοντας έναν έναν τους επικίνδυνους για τον κατακτητή αγωνιστές της εθνικής αντίστασης. Το γενικό πρόσταγμα στους προδότες είχε ο «συνταγματάρχης» των ταγματασφαλιτών Πλυτζανόπουλος.
Η επικρατέστερη εκδοχή λέει πως ξεχώρισαν 200 άτομα. Τόσους αναφέρει και η ανακοίνωση της Αχτιδικής Επιτροπής της Κομματικής Οργάνωσης του ΚΚΕ που κυκλοφόρησε εκείνη την τραγική ημέρα. Μια άλλη εκδοχή μιλάει για 90. Οσοι κι αν ήταν, εκτελέστηκαν αμέσως με συνοπτικές διαδικασίες μπροστά στα μάτια των δικών τους («Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945», εκδόσεις Αυλός, τόμος 4ος, σελ. 1.424).
Ο Δ. Μαγκριώτης (στο ίδιο, σελ. 115) γράφει για το θέμα: «Πολλαί οικίαι επυρπολήθησαν με όλμους κατά την ημέραν εκείνην και εφονεύθησαν εις αυτάς αρκετά πρόσωπα. Υπολογίζεται ότι 170 οικίαι κατεστράφησαν την ημέρα εκείνην εις Ν. Κοκκινιάν. Κατόπιν συνελήφθησαν υπό των Γερμανών 7.000 κάτοικοι της Ν. Κοκκινιάς ως όμηροι και οδηγήθησαν πεζή εις το Χαϊδάρι. Και άλλοι μεν εξ αυτών εκρατήθησαν εις το Στρατόπεδον τούτο, άλλοι δε απεστάλησαν εις Γερμανία ίνα εργασθούν αναγκαστικώς εις τας πολεμικάς βιομηχανίας της, και ολίγοι αφέθησαν ελεύθεροι. Την ίδιαν ημέραν, 90 εκ των συλληφθέντων κατοίκων εφονεύθησαν ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους της Ν. Κοκκινιάς χωρίς καμμίαν διαδικασίαν».
Ο Σπ. Κωτσάκης (Νέστορας), καπετάνιος του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ, δίνει τη δική του μαρτυρία: «Περνάνε ανάμεσα οι χαφιέδες. Εδώ πολλοί χωρίς μάσκα… και υποδείχνουν τους αγωνιστές, τα στελέχη της αντίστασης, του κόμματος, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, της ΟΠΛΑ. Τους παίρνουν, τους πηγαίνουν στη μάντρα και τους εκτελούν. Μέχρι να τους πάνε στον τόπο της εκτέλεσης τους βασανίζουν απάνθρωπα για να προδώσουν. 72 εκτέλεσαν στη Μάνδρα της Οσίας Ξένης, 42 στη μάνδρα στ’ Αρμένικα, 40 στο Σκιστό. Αφού τους εκτέλεσαν με ριπές, τους έριξαν βενζίνη και τους έκαψαν. Πολλούς μισοζώντανους.
»Στον 4ο Καραβά (Αρμένικα) από τα 90 σπίτια έκαψαν τα 80. Συνολικά σ’ όλο το μπλόκο οι σκοτωμένοι είναι πάνω από 200 και τα καμένα σπίτια ξεπερνάνε τα 100. Η λεηλασία και το πλιάτσικο χωρίς προηγούμενο. Χιλιάδες χρυσές λίρες δόθηκαν από συγγενείς των συλληφθέντων για ν’ αφεθούν ελεύθεροι οι δικοί τους. Οκτώ χιλιάδες έκλεισαν στο Χαϊδάρι και χίλιους μετέφεραν στη Γερμανία, απ’ όπου λίγοι γύρισαν πίσω. Τελευταίους εκτέλεσαν οι Γερμανοί και τους προδότες, όργανά τους» (Σπ. Α. Κωτσάκη (Νέστορα): «Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 213).
Τραγικός επίλογος
Το μεγάλο «Μπλόκο» της Κοκκινιάς, της 17ης Αυγούστου του ’44, πέρασε στην Ιστορία ως μία από τις τραγικότερες αλλά και ηρωικότερες στιγμές της φασιστικής κατοχής στην Ελλάδα. «Θα μείνει στην ιστορία της Αντίστασης -γράφει ο Σπ. Κωτσάκης- για τον μαζικό ηρωισμό και την καρτερία που έδειξε ο λαός της (Κοκκινιάς) και η εαμική αντιστασιακή ηγεσία του» (Σπ. Κωτσάκη, στο ίδιο, σελ. 213).
Το ίδιο βράδυ των γεγονότων η Αχτιδική Επιτροπή της ΚΟΚ του ΚΚΕ κυκλοφόρησε προκήρυξη που έλεγε μεταξύ άλλων: «Διακόσια διαλεχτά παλληκάρια, διακόσιοι πρωτοπόροι στον καθημερινό αγώνα για ζωή και λευτεριά, διακόσια μέλη και στελέχη, οπαδοί και συμπαθούντες του κόμματός σας του Κομμουνιστικού δεν υπάρχουν πια… Χαρά στον τόπο που βγάζει τέτοια παλληκάρια, τιμή στο κόμμα που τ’ ανάθρεψε με τέτοια πίστη και παλληκαριά, τιμή και δόξα στο γονιό πούθρεψε τέτοιους λεβέντες… Το αίμα σας θα το πάρουμε πίσω.
Ορκιζόμαστε να συνεχίσουμε με πιότερη ορμή το μισοτελειωμένο σας έργο για τη λευτεριά του τόπου μας… Μονάχα όταν δώσουμε τα πάντα και τη ζωή μας ακόμα για τη συντριβή του κατακτητή θα νικήσουμε…» («Η Κοκκινιά μας», 17/8/1945).
Ανάμεσα στους ηρωικούς νεκρούς ήταν ο Αποστόλης, γραμματέας της ΚΟΒ Κιλικιάνων του ΚΚΕ, που ενώ τον έσερναν για τον θάνατο τον κομμάτιαζαν σιγά σιγά. Ηταν ο Παναγιώτης Ασμάνης που τον σκότωσε ο ίδιος ο Πλυτζανόπουλος. Ηταν ο Στέλιος Καζακίδης που τον έσερναν μέσα στο πλήθος με βγαλμένο το ένα μάτι καλώντας τον να προδώσει. Ηταν η θρυλική Διαμάντω Κουμπάκη, στέλεχος της ΕΠΟΝ Πειραιά. Ηταν η Κατίνα, η Καλλιόπη, η Αθηνά. Ηταν… Ηταν αυτοί στους οποίους η Ελλάδα χρωστάει την τιμή και τη λευτεριά της από τον φασισμό.
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1944 ο λαός της Κοκκινιάς αλλά και της Αθήνας και του Πειραιά κλήθηκε να αποτίσει φόρο τιμής στους ήρωες-νεκρούς του μεγάλου «Μπλόκου» αλλά βρέθηκε και πάλι κάτω από τα πυρά των κατακτητών με αποτέλεσμα στον κατάλογο των απωλειών να προστεθούν 9 νεκροί και 32 τραυματίες (Δ. Μαγκριώτη, στο ίδιο, σελ. 115).
Μια έκδοση του 1945 της ΕΠΟΝ Πειραιά μάς δίνει το χρονικό κείνης της ημέρας: «Ανταριάζουνται οι γειτονιές και τα εργοστάσια κείνα τ’ απογέματα του Σεπτέμβρη. Τα ‘‘Χωνιά’’ βουίζουν. Ενα μεγάλο φόρο ευγνωμοσύνης χρωστούμε στους Ηρωες της Μάντρας και θα τον ανταποδώσουμε με το μνημόσυνο. Σαββατόβραδο 23 του Σεπτέμβρη. Ολος ο Πειραιάς προετοιμάζεται. Επονίτες της Κοκκινιάς στολίζουν τη μαρτυρική μάντρα, φτιάχνουν το κενοτάφιο. Επονίτικες επιτροπές σ’ όλες τις συνοικίες ετοιμάζουν στεφάνια, για να στεφανώσουν τους ήρωες της Κοκκινιάς. Γεμίζουν οι τοίχοι προκηρύξεις και συνθήματα, οι δρόμοι ασπρίζουν από τα τρυκ και τα χωνιά φωνάζουν ώς τα μεσάνυχτα.
»24 Σεπτέμβρη 1944. Η Κοκκινιά σού φαίνεται σήμερα πειό ώμοφη, πειό λαμπρή. Το μνημόσυνο αθέλητα σου φέρνει στο νου τη ματωμένη πορεία αυτής της μεγάλης γειτονιάς που 3 ½ χρόνια πότισε τα χώματά της με το καλύτερο αίμα της, που θυσίασε χιλιάδες παιδιά της στα φασιστικά κάτεργα, στα Χαϊδάρια, στα Νταχάου, και στα Μαϊντανέκ, πολεμώντας για τη λευτεριά και τη Δημοκρατία.
Οι δρόμοι μαυρίζουν, ατελείωτες σειρές από μαυροφορεμένες μανάδες. Τραβάν ολόισα στην Οσία Ξένη κι όσο προχωράει η ώρα γεμίζει η πλατεία, γεμίζουν οι δρόμοι. Εκατοντάδες στεφάνια έρχουνται. Δεκάδες αντιπροσωπείες απ’ τις γειτονιές του Πειραιά.
Η λαοθάλασσα
»Κι απ’ την Αθήνα κατεβαίνουν επιτροπές. Τα ταξί που τους μεταφέρουν είναι γεμάτα στέφανα. Ρίγη συγκίνησης απέραντης σε κυριεύουνε. Ατρόμητες γειτονιές της Αθήνας, η Καισαριανή, ο Βύρωνας, το Παγκράτι, του Ζωγράφου, το Περιστέρι με τα πιο διαλεκτά τους παιδιά έρχουνται να δώσουν όρκο πως θα εκδικηθούν το αίμα των εκατοντάδων νεκρών της 17 Αυγούστου 1944. Σε λίγο αρχίζει η παρέλαση του ΕΛΑΣ και των ΕΠΟΝίτικων τμημάτων. Επονίτες, Επονίτισσες κι αετόπουλα παρελαύνουν στην οδό Κοτζιά. Είναι τα ηρωικά βλαστάρια της λεβεντογέννας Κοκκινιάς. Η πλατεία είναι κοσμημένη με καλλιτεχνικά πλακάτ από το δράμα της 17-8-44.
»Σαν τελείωσε η επιμνημόσυνη δέηση η λαοθάλασσα ξεχύνεται με τα λάβαρα στην πλατεία. Σφίγγουνε οι γροθιές και το πένθιμο εμβατήριο συγκλονίζει τις λεύτερες ψυχές. Οταν ο ομιλητής κλείνοντας το λόγο του είπε “πρέπει να δικαιώσουμε το αίμα πούχυσαν τ’ αδέλφια μας στις 17 Αυγούστου”, τότε σαν από ένα στόμα δίνει λαός και νεολαία την απάντηση “θέλουμε όπλα-όπλα” και τα χέρια σηκώνονται κι οι γροθιές ξανασφίγγουνε…
»Οταν η λαοπλημμύρα ετοιμάζεται να προχωρήσει και τα χωνιά κατευθύνουν τις μάζες, τότε οι Ούννοι ταμπουρωμένοι στο λόφο της Δεξαμενής έστρεψαν τα πολυβόλα τους στο λαό, που μνημόνευε τους νεκρούς του, που ξεπλήρωνε μια θρησκευτική και εθνική υποχρέωση απέναντί τους και τον ξανασκότωσαν, τον ξαναβούτηξαν στο αίμα… Κροτάλιζαν τα πολυβόλα, το πυρωμένο σίδερο ξανατρυπούσε το κρέας του λαού, ξανάχυνε το άλικο αίμα του…
»Πέφτουν τα πτώματα στο χώμα, βογκάνε οι τραυματισμένοι, κοκκινίζουν τα στέφανα από το αίμα του λαού και της νεολαίας, πέφτει η επονίτισσα Γιαννούλα Γεροντογιάννη την ώρα που πήγε να σηκώσει έναν τραυματία. Πάνω στην πλατεία πλανιέται τώρα ο θάνατος. Σε λίγο αψηφώντας τα θανατερά βόλια λαός και νεολαία θα πάρουν τους νεκρούς και τους τραυματίες και θα κάνουν τον αιματηρό απολογισμό της ημέρας» (ΕΠΟΝ-Συμβούλιο Περιοχής Πειραιά «Σπάμε την άτιμη την αλυσσίδα», εκδόσεις Ν. Λ. Βουτεράκου, Πειραιάς, Ιούλης 1945, σελ. 7-8).
Source| efsyn.gr