-Οι γονείς, η μάνα, ο πατέρας
-Κι αν γονιός με βία φέρεται στο παιδί, ποιος το προστατεύει; Ποιος το προσέχει; Η κοινωνία;
-Ποια κοινωνία; Η κοινωνία κλειδώνει τα βράδια την πόρτα της και σβήνει τα φώτα. Έχει δικές της έγνοιες να νοιαστεί, έχει δικά της προβλήματα να ασχοληθεί.
-Και το παιδί τι κάνει; Αντιδρά; Έχει δύναμη να αντιδράσει; Κι αν μιλήσει…
-Μεγαλύτερη βία θα υποστεί. Αυτοί που έπρεπε να τον προστατεύουν, το βλάπτουν.
Αυτοί που όφειλαν να του δώσουν ζεστασιά, ασφάλεια, γκρεμίζουν το πρώτο του σπιτικό.
-Πώς χτίζει με σταθερά θεμέλια τις βάσεις του εγώ όταν αυτά απ’ την παιδική ηλικία κλονίζονται; Ποιους να εμπιστευτεί εφόσον αυτοί που έπρεπε να το προστατεύσουν, το βλάπτουν; Πώς και τι προσφέρει, εφόσον είναι γεμάτο από βία;
-Βία θα βγάλει. Κι η βία η άτιμη, μεταφέρεται, μεταδίδεται, περνάει από τον έναν στο άλλο, σταματημό δεν έχει.
-Η αγάπη μπορεί να της βάλει φρένο; Πόση αγάπη χρειάζεται για να τη σβήσει;
-Ίσως τη σχωράει μα, δε τη σβήνει, δεν την ξεχνά. Η αγάπη ασκεί δύναμη στην καρδιά, όχι στον νου, στη μνήμη. Η μνήμη είναι πλημμυρισμένη από συνειρμούς κι οι συνειρμοί με το παραμικρό μπορούν να ξυπνήσουν κακές αναμνήσεις, να ξυπνήσουν τη βία που λαγοκοιμάται.
-Αν την αγάπη από τους πρώτους σου ανθρώπους δεν πάρεις, πώς να αγαπήσεις το εγώ; Και μετά, το εγώ πώς να δώσει στο εσύ;
-Το εγώ τραυματισμένο, θα χρειαστεί χρόνια για να γειάνει κι άμα καταφέρει να γειάνει ποτέ. Αυτά τα τραυματισμένα εγώ γεννούν παιδιά κι αυτά τα παιδιά γεννούν μια τραυματισμένη κοινωνία που εξακολουθεί να έχει σβηστά τα μάτια της στη βία.