Σύμφωνα με τα υπάρχοντα τεκμήρια το μαλλί της γριάς πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη, τον 18ο αιώνα. Ήταν πολύ ακριβό και μόνο για λίγους, γιατί η παρασκευή του γινόταν με το χέρι. Το «μαλλί της γριάς» έγινε προσιτό σε κάθε βαλάντιο, όταν πέρασε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Στο Νάσβιλ του Τενεσί, ο οδοντίατρος Γουίλιαμ Μόρισον και ο ζαχαροπλάστης Τζον Γουόρτον κατασκεύασαν, το 1897, το πρώτο μηχάνημα για την παρασκευή του.
Το παρουσίασαν με μεγάλη επιτυχία στην Διεθνή Έκθεση του Αγίου Λουδοβίκου (Σεντ Λούις), το 1904, όχι όμως και με το σημερινό του όνομα. "Νήματα νεράιδας" το ονόμασαν οι επιχειρηματίες Μόρισον και Γούορτον, που είδαν να σχηματίζεται το αδιαχώρητο μπροστά από το κιόσκι τους στην έκθεση, τόσο από μικρούς όσο κι από μεγάλους. Oι γιγάντιες αυτές λευκές ή κι έγχρωμες μπάλες αποτελούνται κυρίως από αέρα κοπανιστό και ζάχαρη, ένα κουταλάκι κάθε μπάλα. Η πρώτη αυτόματη μηχανή κατασκευάστηκε το 1972.
Αν και αμερικάνικη ανακάλυψη, το “μαλλί της γριάς” που γνωρίζουμε σήμερα, υπάρχουν κι άλλες εκδοχές που προηγήθηκαν χρονικά και διατηρούνται ως σήμερα. Υπάρχει π.χ. το περσικό “πασμάκ” και το τουρκικό “πισμανίγε”, τα οποία έχουν πιο στέρεα νήματα διότι αυτά περιέχουν και αλεύρι. Αυτά σερβίρονται σε μπουκιές και τρώγονται με πηρούνι. Η ευγενέστερη, όμως, εκδοχή είναι το “φόι τονγκ”, το οποίο είναι αρωματισμένο με άνθη γιασεμιού και αποτελείται από πολύ μακριές χρυσοκίτρινες υφές. Είναι σύμβολο μακροζωϊας και καταναλώνεται στις θρησκευτικές γιορτές της Ταϊλάνδης.