Με την είδηση του θανάτου του Μπέρναρντ Μάρσον, του αρχιτέκτονα που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην αστική εικόνα της περιοχής του Σόχο της Νέας Υόρκης στις αρχές Αυγούστου, ήρθε και η συνειδητοποίηση πώς ο 91 ετών αρχιτέκτονας ήταν ο πρωτεργάτης της μετάβασης της -δημοφιλούς σήμερα- γειτονιάς της Νέας Υόρκης από μια βιομηχανική, ερημική περιοχή σε περιοχή καλλιτεχνών. Ο ίδιος και η ομάδα του δημιούργησαν ένα πρότυπο για gentrification και έδωσαν μια ανάπτυξη που πολλές πόλεις προσπάθησαν να μιμηθούν με ανάμεικτα αποτελέσματα.
Η περιοχή του Σόχο -έκτασης 400 περίπου στρεμμάτων- οριοθετείται από την Houston Street, την Crosby Street, την Canal Street και την Sixth Avenue. Στα μέσα του 19oυ αιώνα αποτελούσε εμπορική και ψυχαγωγική περιοχή, με πολυκαταστήματα, μεγάλα ξενοδοχεία και θέατρα να συγκεντρώνονται στα φρεσκοανεγερμένα – τότε-κτίρια από χυτοσίδηρο. Σύντομα και σε κοντινή απόσταση εμφανίστηκαν οίκοι ανοχής και μικρές βιοτεχνίες δημιουργώντας μια κατάσταση ή οποία λειτούργησε απωθητικά για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις οι οποίες αποχώρησαν με αποτέλεσμα τα κτίρια του Σόχο να αφεθούν ακατοίκητα και ερειπωμένα.
Μέχρι τη δεκαετία του 1950, η περιοχή ήταν γνωστή ως Hell’s Hundred Acres -μια βιομηχανική ερημική περιοχή, γεμάτη αποθήκες, σχεδόν έρημη τη νύχτα. Ως τρόπο για να εξαλειφθεί η παραπάνω πραγματικότητα, ο πολεοδόμος Robert Moses υπέβαλε κάποια σχέδια- αμφιλεγόμενης αισθητικής και πρακτικότητας- για έναν υπερυψωμένο αυτοκινητόδρομο ο οποίος θα συνέδεε το Μπρούκλιν με το Νιου Τζέρσεϊ, πρόταση η οποία έπεσε στο κενό.
Λίγα χρόνια μετά, δειλά-δειλά καλλιτέχνες άρχισαν να μετακομίζουν εκεί, εκμεταλλευόμενοι τα χαμηλά ενοίκια, τα ψηλοτάβανα διαμερίσματα και τους ενιαίους εσωτερικούς χώρους. Εκείνη την εποχή, η πόλη βρισκόταν στο χείλος της οικονομικής κατάρρευσης και πλήττονταν από μεγάλα ποσοστά εγκληματικότητας. Παρόλα αυτά εξακολούθησε να αποτελεί μαγνήτη καλλιτεχνών όπως Andy Warhol, Gordon Matta-Clark, Louise Bourgeois, Sol LeWitt και Jean-Michel Basquiat σε πείσμα των αξιωματούχων της πόλης που προσπαθούσαν να διατηρήσουν την περιοχή ως βιομηχανική βάση.
Ο αρχιτέκτονας και απόφοιτος της Cooper Union Μπέρναρντ Μάρσον, παρακολουθούσε τη προσπάθεια “εξευγενισμού” του Σόχο ενώ αγόρασε κάποια πρώην βιομηχανικά κτίρια.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν η πόλη βρισκόταν σε οικονομική ύφεση, ο Μάρσον ήταν στην πρώτη γραμμή της ανακαίνισης πολλών παλαιών κτιρίων για τη δημιουργία μιας εντελώς νέας γειτονιάς.
Με άλλους επενδυτές, αγόρασε το 12όροφο κτίριο Little Singer του αρχιτέκτονα Ernest Flagg καθώς και τέσσερα άλλα κτίρια, συμπεριλαμβανομένου ενός πρώην εργοστασίου κόλλας.
Μετά από μια παρατεταμένη νομική σύγκρουση με τους αξιωματούχους της περιοχής και ορισμένους ιδιοκτήτες που προσπαθούσαν να αποτρέψουν το gentrification, το 1982 η Πολιτεία της Νέας Υόρκης ψήφισε έναν νόμο ο οποίος απαιτούσε από τους ιδιοκτήτες να επιμεληθούν τα κτίρια βασιζόμενοι σε συγκεκριμένα πρότυπα. Επίσης ο ίδιος νόμος προστάτευε τους καλλιτέχνες από την έξωση και παρείχε εξασφάλιση στη σταθεροποίηση ενοικίων.
“Ο Μάρσον ήταν σχεδόν ο μόνος υπεύθυνος για την ανάπτυξη του Σόχο της Νέας Υόρκης και τη μετατροπή του σε κοινότητα καλλιτεχνών και ιστορική συνοικία”, δήλωσε η Raquel Ramati, επικεφαλής του Urban Design Group επί θητείας του δημάρχου John V. Lindsay.
Το Σόχο σύντομα άρχισε να προσελκύει περισσότερους εύπορους κατοίκους, ερωτευμένους με το Loft Living, τις κομψές προσόψεις από χυτοσίδηρο, τους παράδρομους με το Βέλγικης αισθητικής cobblestone και τη φήμη του ως καταφύγιο καλλιτεχνών.
Επιπλέον προσέλκυσε μπουτίκ γνωστών οίκων κάτι που κατά συνέπεια προκάλεσε άνοδο των τιμών των ακινήτων – ένα μοτίβο εξευγενισμού που έγινε γνωστό ως “SoHo Effect”. Η φήμη του ως καλλιτεχνικού θύλακα μπορεί έκτοτε να έχει εξασθενίσει, αλλά πολλοί καλλιτέχνες έχουν μείνει στη θέση τους για δεκαετίες, παρά το γεγονός ότι η καλλιτεχνική σκηνή μετακόμισε ως επί το πλείστον στο Τσέλσι.
Αρχιτέκτονες και μηχανικοί προσπάθησαν έκτοτε να αναπαράγουν το SoHo Effect και σε άλλες περιοχές για να τονώσουν το gentrification, αλλά η αναβίωση του Σόχο ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν ενός ξεχωριστού τόπου και χρόνου με τον Μπέρναρντ Μάρσον να έπαιξε καταλυτικό ρόλο.
* Ο Bernard Aaron Marson γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1931 στο Μανχάταν από τον Alexander Marson, έναν μετανάστη από τη Ρωσία που έγινε έμπορος χρωμάτων. Μεγάλωσε στο Δυτικό Μπρονξ. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο DeWitt Clinton στο Μπρονξ, απέκτησε πτυχίο πολιτικού μηχανικού από το Κολέγιο Μηχανικών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης το 1951. Αφού έλαβε το δεύτερο πτυχίο του- αυτό της αρχιτεκτονικής- από την Cooper Union το 1961, συνεργάστηκε με τον Marcel Breuer κατά τη διάρκεια της κατασκευής του Μουσείου Αμερικανικής Τέχνης Whitney στο Upper East Side του Μανχάταν. Παντρεύτηκε την Έλεν Σου Ένγκελσον το 1978. Το ζευγάρι μετακόμισε στην Καλιφόρνια το 2017.
Source | Surface, The NYT – Didee.gr