Η φωτιά καίει συνέχεια πάνω σε πάγκο χτιστό, ρυθμικός ήχος από σφυριά πάνω στο αμόνι σε παραλλαγές μεταλλικών ηχητικών μοτίβων. Οι φλόγες στο καμίνι φτάνουν στο ύψος του στέρνου του ανθρώπου που όρθιος εργάζεται και οι τοίχοι είναι κατάμαυροι σαν το κάρβουνο. Πριν μπω στο εργαστήρι, διάβασα στη σκαλισμένη σε ξύλο πινακίδα «Χαλκουργεία Αφοί Κουντουρά 1850 Κοζάνη», κοντοστάθηκα να μετρήσω τα χρόνια και τις γενιές από τεχνίτες, αλλά τα παράτησα όταν έφτασα πίσω στην τουρκοκρατούμενη Κοζάνη.
Στο εργαστήρι παντού τριγύρω μου χαλκός. Χρώματα κόκκινα παλλόμενα, ιριδίζοντα, άλλοτε με αποχρώσεις καφετιές, άλλοτε με ροδαλές γήινες ανταύγειες. Σε ακίνητο μαύρο χρόνο, ταξινομημένα σε πάγκους, στο πάτωμα, στους τοίχους και σε ράφια που σχηματίζουν διαδρόμους, εκατοντάδες σειρές κατάκαπνα παλιά μαγειρικά σκεύη. Στοίβες μαγειρικής ιστορίας που φτάνουν στο ύψος της ξύλινης οροφής και ακουμπούν άλλες που κρέμονται από τη σκεπή, σταλακτίτες και σταλαγμίτες σε ορυχείο σφυρήλατου χαλκού με πράσινες οξειδωτικές αντιδράσεις.
Οι άνθρωποι με μύθους και αλληγορίες έδωσαν τον χαλκό στα χέρια των πρώτων τους θεών. Στο τέλος όμως, όπως γίνεται πάντα, ολομόναχοι, με αργούς αιώνες πάνω στη φωτιά και στη γνώση, κατάφεραν να γίνουν μεταλλουργοί. Στο εργαστήρι, τα χρόνια πάνω στη φωτιά και στον χαλκό φαίνονται ξεκάθαρα στον μεθοδικό τρόπο που τα δύο αδέρφια και τα μεγάλα τους αγόρια δουλεύουν το πυρωμένο μέταλλο στο σφυρί και στο αμόνι. Φαίνονται στις σύνθετες γνώσεις όπου οι αρχαίες μυθικές τέχνες κατανοούνται και ερμηνεύονται από την επιστήμη, για να αρχίσουν πάλι τα σφυριά και οι φλόγες να πλάθουν τις τέλειες κοιλότητες και καμπύλες κάποιου χάλκινου σκεύους. Τα ονόματα των δύο αδελφών χαλκουργών είναι Δημήτρης και Μιχάλης. Ματίνα η αδελφή τους. Τα δύο μεγάλα αγόρια τους έχουν το όνομα του παππού τους, Μάρκου.
Ωστόσο με είχε στοιχειώσει η ημερομηνία 1850 στην πινακίδα. Από τον Δημήτρη και τον Μιχάλη δεν μπορούσα να πάρω λέξη για την ιστορία της τέχνης τους πιο πίσω από τον πατέρα και τον θείο τους, που δούλευαν μαζί το χαλκουργείο, όπως αυτοί οι δύο.
Πιο κοντά στην ημερομηνία της πινακίδας με οδήγησε η Ματίνα, μέσα από ονόματα προγόνων και διηγήσεις για συντεχνίες μεταλλουργών. Οι ιστορίες της έφταναν σε εμένα τόσο μυθικές, σαν να μου μιλούσε για απογόνους του Ηφαίστου και των Κυκλώπων χαλκουργών, με τα τατουάζ του κυκλικού ήλιου στο μέτωπο. Είδα λοιπόν από τις αφηγήσεις της, στις παρυφές της τουρκοκρατούμενης Κοζάνης, μια συντεχνία τεχνιτών που έπλαθε τα μέταλλα στις φωτιές, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τιμή και περιφρόνηση στην πόλη, όπως όλοι οι μεταλλουργοί των αρχαίων μύθων. Στην καπνισμένη και θορυβώδη εκείνη γειτονιά, κάποιος Κουντουράς έφτιαξε το δικό του εργαστήρι μαθαίνοντας την τέχνη από έναν μάστορα της συντεχνίας, που τον ανέθρεψε σαν δικό του παιδί, καθώς είχε ορφανέψει από πατέρα.
Η φωτιά καίει στο καμίνι, όλα ξεκινούν από την αρχέγονη γνώση, ο χαλκός καίγεται και μαλακώνει. Στο πάτωμα, στο εργαστήρι, ακουμπισμένα σφυριά σιδερένια και ξυλόσφυρα, ψαλίδια, διαβήτες. Τα εργαλεία που κρατούν στα χέρια τους είναι ιδιόρρυθμα, πρέπει και αυτά να τα φτιάξουν μόνοι τους. Τα ψαλίδια τους
μοιάζουν με ατσαλένια εξωτικά πουλιά. Η εργασία τους είναι καταμερισμένη. Ο Μιχάλης σφυρηλατεί την επιφάνεια μιας μεγάλης χάλκινης κατσαρόλας με ακρίβεια κανονικών διαστημάτων. Τα διαστήματα ακολουθούν την οριζόντια διάταξη νοητών επάλληλων κύκλων και τη βαθιά υπομονή του τεχνίτη. Αμέτρητες μικρές λαμπερές σφυριές, κοιλώματα και πυρώματα, που μαρτυρούν τη μεθοδική και ακριβή επεξεργασία του κάθε αντικειμένου. Τα χερούλια καρφώνονται με περτσίνια κατακόρυφα στην κατσαρόλα.
Επιστροφή στη φωτιά, για να ενωθεί η χάλκινη επιφάνεια με ένα άλλο μέταλλο, τον κασσίτερο. Ο Δημήτρης ζεσταίνει πάλι το μεγάλο χάλκινο σκεύος πάνω στις φλόγες, περιστρέφοντάς το με μια μεγάλη τσιμπίδα. Σκορπίζει πάνω του ένα άσπρο σκόνημα που θα καπνίσει αλχημιστικά από τη θερμότητα, δείχνοντας πως ήρθε η ώρα για την ένωση των μετάλλων. Στον πυρωμένο χαλκό θα ακουμπήσει τότε μια ασημόχρωμη λεπτή ράβδος κασσίτερου, που θα λιώσει σαν το βούτυρο μέσα στη ζεστή κατσαρόλα, θα την απλώσει με γρήγορες κινήσεις και θα ασημίσει όλο το εσωτερικό του σκεύους.
Κόσμος μπαινοβγαίνει στο εργαστήριο, τα σφυριά ασταμάτητα και ρυθμικά, παραγγελίες για σκεύη μαγειρικά, για αποστακτήρες τσίπουρου, ο χτύπος του τηλεφώνου είναι συνδεμένος σε σειρήνα. Δίπλα στον Μιχάλη μαθητεύει στην πολύπλοκη τέχνη του ο γιος του. Αυστηροί και αιώνιοι οι εθιμικοί νόμοι των συντεχνιών. Απέναντι ο ανίσχυρος Αστικός Κώδικας που ρύθμιζε, το 1940, τη σύσταση και τη λειτουργία του Σωματείου Χαλκουργών Κοζάνης. Είκοσι πέντε εργαστήρια προστάτευε ο Άγιος Νικάνορας, μονομελές σωματείο δεν μπορεί να υφίσταται. Όλοι μιλούν για τον παππού τον Μάρκο, για την υπομονή του στο σφυρί και στη ζωή, και για τα μεράκια του. Ο άλλος Μάρκος της οικογένειας, γιος του Δημήτρη, είναι ήδη εξαιρετικά ικανός χαλκοτεχνίτης. Μου εξηγεί πώς κρυώνει ένα πυρωμένο μαντέμι και μου αραδιάζει και μια σειρά από ακατανόητες για μένα χημικές ορολογίες. Είναι σκυμμένος στις αλχημιστικές κατασκευές των αποστάξεων, δίπλα σε περίπλοκα σχέδια και ανοιχτά βιβλία. Σχεδόν ολοκληρωμένοι δίπλα του δύο εντυπωσιακοί αποστακτήρες. Ο ένας θυμίζει χάλκινη κλεψύδρα και ο άλλος, μια κατασκευή με επάλληλους αραβικούς τρούλους, φινιστρίνια και θερμόμετρα, μοιάζει περίτεχνο τέμενος και ατμομηχανή μαζί.
Εδώ, τα ονόματα όλων των πραγμάτων είναι για μένα παντελώς άγνωστα και πρωτάκουστα. Ονόματα που ταξιδεύουν στα χρόνια με τους χαλκοτεχνίτες, άλλοτε με χαλκουργούς αρχαίους Μακεδόνες και Άραβες, άλλοτε με μαστόρους Οθωμανούς, Ενετούς και Σλάβους. Η γλώσσα της τέχνης τους είναι ένας αφομοιωτικός οργανισμός, όπως το φαγητό που μπήκε στο τσουκάλι ολόκληρης της ιστορίας αυτού του τόπου.
Στις δυόμισι το μεσημέρι τα σφυριά και τα αμόνια σωπαίνουν. Κάθονται όλοι τους στον χώρο της μικρής κουζίνας του εργαστηρίου και στρώνουν πρόχειρο τραπέζι με κανόνες και συμπεριφορά επίσημου οικογενειακού γεύματος. Και μετά πάλι τα σφυριά και πάλι οι φωτιές έως αργά το απόγευμα.
Πήρε να σκοτεινιάζει, πρέπει να φύγω και εγώ. Δίπλα στην πόρτα της εξόδου είναι ένας μικρός πάγκος όπου γίνεται το σκάλισμα των σκευών με σφυρί και κοπίδι. Ο Δημήτρης κεντάει τα τελευταία γεμίσματα από λουλούδια σε ένα δικό μου χάλκινο τηγάνι. Σκέφτομαι μαγείρισσες και μάγειρες να δουλεύουν μεγαλοπρεπείς γεύσεις της φτώχειας στους καπνισμένους μεγάλους νταβάδες, σκέφτομαι το άρωμα της φωτιάς στα καζάνια με τα χοιροσφάγια, σκέφτομαι τη μητέρα που πλήρωσε με τα λιγοστά αυγά που είχε το γάνωμα του ταψιού που έψησε την πιο νόστιμη πίτα των Χριστουγέννων.
Του ζήτησα να σκαλίσει στο τηγάνι τα αρχικά Δ. Κ., αλλά αυτός χαμογελώντας αρνήθηκε. Δεν κάνει, μου είπε, να κουβαλάς και άλλους μαζί σου όταν δεν ξέρεις πού πας. Μου έδωσε το τηγάνι, τον ευχαρίστησα και αποχαιρέτησα.
*gastronomos.gr – τεύχος 200