Σαν σήμερα γεννήθηκε ο ποιητής των θαλασσών, Νίκος Καββαδίας!

 

Λύχνος του Αλαδίνου

Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν πειρατές Κινέζοι στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω απ’ το λαιμό
μας σπρώχναν προς την θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.Κόκκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά
και στείλε την «φιγούρα» μας στον πειρατή ρεγάλο
Πες μου, που βρέθηκε η στεριά στου πέλαου τ’ ανοιχτά
και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;Για το άστρο της ανατολής κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δε σου πρέπει!
Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί στο Κονακρί,
με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.Του ναύτη δος του στην στεριά κρεβάτι και να πιει.
-Όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες….-
Μεσ’ το μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί
κ’ έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
-Στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω.-
και πήδηξε ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,
στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ’ την ΣκύροΜεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν,
μα πρύμα πλώρα μόνη εσύ πατάς στοχαστικά,
κρατώντας στα χεράκια σου τον λύχνο του Αλαδδίνου.

Kuro Siwo

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος  για το Νότο
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.
Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου ’πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα.
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας  είναι που στρέφει ή το καράβι;»
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ’ έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που’ χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! …η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη
κ’ εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

Εσμεράλδα

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes.

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ’ το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής

Ο παπαγάλος σου’ στειλε στερνή φορά το γεια σου
κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «σε προδίνω»
κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το `πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.

Related Posts

Next Post

Highlights