Στις μέρες των νοσταλγών, των φαντασμάτων και της προκλητικής αποενοχοποίησης, ας θυμόμαστε, σαν αντίβαρο, την άλλη Ελλάδα, αυτή του Αγγελόπουλου. Ο κόσμος, μας έλεγε, θάταν καλύτερος αν σιωπούσαμε, αν ακούγαμε τη μουσική πίσω απ τη βροχή, αν ζητούσαμε ειλικρινά συγνώμη!
” Η αίθουσα της Βουλής, γεμάτη. Από μέρες έχει κυκλοφορήσει η φήμη ότι ο υπουργός θα κάνει σημαντική ανακοίνωση. Κατευθύνεται προς το βήμα. Κοιτάζει τα χαρτιά του, αλλά διστάζει να διαβάσει από αυτά. Σιωπά. Τα διπλώνει και τα βάζει στη δεξιά τσέπη του σακακιού του. «Yπάρχουν φορές που πρέπει να σωπαίνει κανείς, για να μπορέσει να ακούσει τη μουσική πίσω από τον θόρυβο της βροχής. Συγγνώμη». Κατεβαίνει από το βήμα και κατευθύνεται προς την έξοδο αφήνοντας σοκαρισμένους τους βουλευτές.
Αυτή η σκηνή από το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου το 1991 συνεχίζει να καταδιώκει τον χαμένο πολιτικό ρομαντισμό όλων όσοι πιστέψαμε ότι ενίοτε κάποιοι κυβερνητικοί θα σέβονταν τον εαυτό τους. Κάποιοι θα είχαν το σθένος να ανέβουν στο βήμα και να πουν «αντίο» όπως έκανε ο απαράμιλλος Μαρτσέλο Μαστρογιάνι υποδυόμενος τότε τον υπουργό…”
Το μετέωρο βήμα του πελαργού είναι ο τίτλος μιας δραματικής ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου με πρωταγωνιστή τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και μουσική Ελένης Καραΐνδρου, που γυρίστηκε το 1991. Ένας νεαρός ρεπόρτερ συναρπάζεται από τη φυσιογνωμία ενός ηλικιωμένου πρόσφυγα που ζει σχεδόν ασκητικά σε μια μικρή συνοριακή πόλη. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος φτιάχνει ένα έργο μεταίχμιο πάνω στην απελπισία του τέλους του 20ού αιώνα και τη διασταύρωση δύο όμορων πολιτισμών (Αλβανία- Ελλάδα).
Η συγκεκριμένη ταινία είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και του τύπου για μεγάλο χρονικό διάστημα και για άλλο λόγο, πέραν του κινηματογραφικού. Ο μητροπολίτης Φλώρινας Αυγουστίνος Καντιώτης θεώρησε ότι προσβάλλει το έθνος και τον Χριστιανισμό. Έτσι, απείλησε τον Αγγελόπουλο ότι θα τον αφορίσει και τον πρόσταξε να σταματήσει τα γυρίσματα. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Αγγελόπουλο, που δεν υποχώρησε. Το θέμα πήρε διεθνείς διαστάσεις. Ο Αγγελόπουλος στηρίχτηκε από πολιτικούς της Αριστεράς και είχε και την αρωγή του σκηνοθέτη και φίλου του, Ακίρα Κουροσάβα. Όταν επέστρεψε για τη συνέχιση των γυρισμάτων, μεγάλη μερίδα των χριστιανών της Φλώρινας είχε κατακλύσει την πόλη με μαύρες σημαίες, πλακάτ και καρικατούρες που παρίσταναν το σκηνοθέτη σαν ένα προδότη που κρατούσε ένα σακούλι με 600 εκατομμύρια δραχμές, ενώ εμφανίζονταν συνθήματα, όπως «αναρχία, ανθελληνισμός, αθεΐα, ακολασία», με τις καμπάνες να χτυπούν πένθιμα και παίζοντας παρόμοια εμβατήρια. Με την παρότρυνση του μητροπολίτη προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν την ολοκλήρωση και κυκλοφορία της ταινίας . Ο Καντιώτης έδωσε περιθώριο δύο χρόνων για να μετανοήσουν και να συγχωρεθούν! (κάτι που δεν έκανε κανένας συντελεστής της ταινίας). Τελικά, η ταινία ολοκληρώθηκε και έφτασε μέχρι τις Κάννες.
πηγές: efsyn Χριστίνα Κοψίνη, wikipedia