Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883 και πέθανε στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας στις 26 Οκτωβρίου 1957 σε ηλικία 74 ετών. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902-6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907-9). Ωστόσο, ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, αλλά αφοσιώθηκε σε όλη του τη ζωή στη συγγραφή. Τα έσοδά του προέρχονταν κυρίως από τη συγγραφή σχολικών αναγνωστικών, από μεταφράσεις και διασκευές παιδικών βιβλίων ή μεταφράσεις φιλοσοφικών και θεατρικών έργων. Σημαντική υπήρξε η συνεργασία του για μεγάλα διαστήματα ως ανταποκριτής εφημερίδων, μία εργασία που του έδινε τη δυνατότητα να ταξιδεύει στο εξωτερικό.
Κατά καιρούς απασχολήθηκε σε διάφορες θέσεις:Το 1919 ο Πρωθυπουργός Bενιζέλος διορίζει τον Kαζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Yπουργείου Περιθάλψεως, με συγκεκριμένη αποστολή τον επαναπατρισμό 150.000 Eλλήνων που υφίστανται διωγμό από τους Mπολσεβίκους στον Kαύκασο. Το 1945-1946 ορκίζεται Yπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην Kυβέρνηση Συνασπισμού του Σοφούλη και το 1947 εργάζεται σαν σύμβουλος λογοτεχνίας στην UNESCO. Καταπιάστηκε επίσης, αν και χωρίς επιτυχία, με την οργάνωση διάφορων επιχειρήσεων: Μεταφορά ξυλείας από το Άγιον Όρος, εκμετάλλευση λιγνιτωρυχείου στην Πραστοβά της Μάνης στην Πελοπόννησο και μια εταιρία εισαγωγών-εξαγωγών με Ελβετούς επιχειρηματίες.
Ο Νίκος Καζαντζάκης παντρεύτηκε δύο φορές. Πρώτη σύζυγός του ήταν η Γαλάτεια Αλεξίου, διανοούμενη από το Ηράκλειο. Με την Ελένη Σαμίου, δεύτερη σύζυγο και είκοσι χρόνια νεότερή του, παντρεύτηκαν το 1945 Η σχέση τους κράτησε συνολικά 33 χρόνια. Ο Καζαντζάκης δεν απέκτησε ποτέ παιδιά, όμως πνευματικά του παιδιά μπορούν να θεωρηθούν τα βιβλία του και το ευρύτερο οικουμενικό Έργο του.
«Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα» γράφει στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, ενώ διέμεινε μόνιμα στο εξωτερικό για αρκετά χρόνια, κυρίως στη Γαλλία, αλλά και τη Γερμανία, τη Σοβιετική Ένωση, την Τσεχοσλοβακία, την Αυστρία και την Αγγλία.
Εκτός από τα ελληνικά γνώριζε άλλες έξι γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά και ρωσικά. Επίσης, μπορούσε να συνεννοηθεί υποτυπωδώς στα ιαπωνικά και έμαθε τουλάχιστον κάποιες λέξεις σε εβραϊκά, κινεζικά, και ίσως αραβικά. Επιπλέον, μετέφρασε έργα από τα αρχαία ελληνικά, ενώ διάβαζε και λατινικά. Γνώρισε, με «διαβατήριο» τη γλωσσομάθειά του, σπουδαίους συγγραφείς, διαβάζοντάς τους από το πρωτότυπο και πολύ συχνά μεταφράζοντας έργα τους στα ελληνικά. Παράλληλα, προσέγγιζε ουσιαστικότερα τις χώρες στις οποίες συχνά έμενε αλλά και τους ανθρώπους τους.
“Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά,ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος.”
“Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξή σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.”
Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική, 1922,πρωτοδημοσιεύθηκε το 1927
Έγραψε 50 έργα, δεκάδες μεταφράσεις και άρθρα σε εφημερίδες. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πάνω από 50 γλώσσες και διαλέκτους
Ο Νίκος Καζαντζάκης ασχολήθηκε με τα περισσότερα είδη του γραπτού λόγου: πεζογραφία, ποίηση, θεατρικά έργα, σενάρια για τον κινηματογράφο, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, φιλοσοφικά δοκίμια, μεταφράσεις. Θεωρούσε ως έργο της ζωής του την Οδύσσεια, ένα έπος σχεδόν δύο φορές όσο η ομηρική Οδύσσεια που συνέθετε για 14 ολόκληρα χρόνια. Δεν πρέπει να παραγνωριστεί και η συνεργασία του με τη Γαλάτεια αλλά και την Ελένη για τη συγγραφή εκπαιδευτικών αναγνωστικών. Είναι ο πιο μεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας στο εξωτερικό.
Τα περισσότερα και πιο γνωστά μυθιστορήματά του (Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Καπετάν Μιχάλης, ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Αναφορά στον Γκρέκο, Αδερφοφάδες, ο φτωχούλης του Θεού) τα έγραψε την τελευταία δεκαετία της ζωής του. To Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, γραμμένο το 1941 στην Αίγινα μέσα στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής, έμελλε να γίνει το πιο διάσημο έργο του παγκοσμίως. Πολύ συχνά τα έργα του κυκλοφόρησαν αρχικά σε άλλη γλώσσα και όχι ελληνικά (Toda-Raba, Βραχόκηπος, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Ο Φτωχούλης του Θεού, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται). Το 1952 τα μυθιστορήματα του εξακολουθούν να εκδίδονται στην Μεγάλη Βρετανία, τη Σουηδία, τη Δανία, τη Nορβηγία, την Oλλανδία, τη Φινλανδία και τη Γερμανία αλλά όχι στην Eλλάδα.
Φορτωμένος με τη ρετσινιά του άθεου, του κομμουνιστή και του διαφθορέα των νέων, ο Καζαντζάκης εξακολουθούσε να θεωρείται από το μετεμφυλιακό, εσωστρεφές ελληνικό κράτος ως δημόσιος κίνδυνος.
Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν έλαβε ποτέ το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Σύμφωνα με το αρχείο για τα βραβεία Νόμπελ, προτάθηκε εννέα χρονιές, με συνολικά δεκατέσσερις διαφορετικές προτάσεις, τέσσερις από τις οποίες ήταν από την Ελλάδα και σε δύο από αυτές συνυποψήφιος με τον Άγγελο Σικελιανό. Κύκλοι εντός Ελλάδας στέρησαν από τη χώρα τους το πρώτο Νόμπελ λογοτεχνίας και το μοναδικό ως σήμερα σε Έλληνα μυθιστοριογράφο. Ευτύχησε να τιμηθεί με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη τον Ιούνιο του 1956 από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης για το φιλειρηνικό μήνυμα που διαπνέει το έργο του. Στην τελετή της απονομής δεν παρίστατο κανένας εκπρόσωπος από το επίσημο ελληνικό κράτος.
Ο Καζαντζάκης αντιμετώπισε την οργή εκκλησιαστικών κύκλων τόσο της ορθόδοξης, όσο και της καθολικής Εκκλησίας αλλά, παρόλο που υπήρχαν μεγάλες πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση, δεν αφορίστηκε επίσημα ποτέ. Ωστόσο η Ιεραρχία της ελληνικής Εκκλησίας τον καταράστηκε δίνοντας την «πατρική παραίνεση» στο ποίμνιό της να αποφεύγει να διαβάζει τα βιβλία του τα οποία «δια της σαγήνης της Τέχνης ανυπόπτως δηλητηριάζοντα τας ψυχάς».
«Δια του μυθιστορήματος “Καπετάν Μιχάλης” διασύρεται η Εκκλησία, διαπομπεύονται οι ιεροί αυτής θεσμοί και καθυβρίζεται το τριαδικόν του Θεού.
Το μυθιστόρημα “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, εκτός του παραδόξου και ασεβούς τίτλου του, περιέχει διάθεσιν ασεβούς χρησιμοποιήσεως ιστορικών αληθειών του Ευαγγελίου. Εξ άλλου, διά του βιβλίου τούτου γίνεται διδασκαλία σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών θεωριών και περιυβρίζονται οι ποιμένες της Εκκλησίας.
Ο εκδοθείς εις Γερμανίαν “Τελευταίος πειρασμός” θεωρείται βιβλίον σκανδαλώδες και επικίνδυνον διά κάθε Χριστιανόν και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται όπως -πάση θυσία- αποφευχθεί η εις την Ελληνικήν μετάφρασίς του».
Όσον αφορά το ζήτημα της αθεΐας, μολονότι δεν βρίσκεται εν ζωή για να απαντήσει ο ίδιος σε ένα τόσο σημαντικό και προσωπικό παράλληλα ερώτημα, η ασκητική ζωή του και το έργο του, τόσο γεμάτο με αναφορές στον Θεό, μάλλον υποδεικνύουν το αντίθετο. Άλλωστε στην Ασκητική παραθέτει το Πιστεύω του, το οποίο ξεκινά με την εξής φράση:
«ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ».