Γράφει η Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου
Φωτογραφία: Σούλα Παλέντζα
Ξεκίνησε με τρομακτικές μεταμφιέσεις και αγερμούς όπως σε όλα σχεδόν τα αγροτικά καρναβάλια, δέχτηκε επιρροές από τον αστικό τρόπο εορτασμού της σε άλλους τόπους, σιγά-σιγά έγινε πιο ανοιχτή και συμμετοχική, χάνοντας ταυτόχρονα κομμάτι της παλιάς τελετουργικής φύσης της και προσλαμβάνοντας στη θέση της όλο και περισσότερα στοιχεία αναψυχής.
Κι έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Αλλάζοντας συνεχώς μορφές για να «ντύσει» τις ανάγκες της κάθε καινούργιας κοινωνίας. Προσθέτοντας ομαλά, σταδιακά και ασυναίσθητα τις περισσότερες φορές κάποια νέα στοιχεία και απορρίπτοντας ξεπερασμένες πρακτικές.
Κράτησε όμως τον συνεκτικό ιστό της.
Τη λαϊκή της υπόσταση.
Μια στέρεα βάση για να πατήσει πάνω της και λειτουργήσει ως γιορτή της ανατροπής, της διαφυγής από την κανονικότητα, της αμφισβήτησης κάθε μορφής εξουσίας, της κατάργησης των συμβάσεων και των ταμπού.
Κι ύστερα ήρθε η Πανδημία!
Κι ενώ μέχρι τότε οι οποιεσδήποτε αλλαγές έμοιαζαν σαν ανεπαίσθητα γλιστρήματα στην περιφέρεια του πλέγματος των Αποκριάτικων εθίμων, το 2020 έφερε ένα ξεντράνταγμα! Σε όλο το φάσμα του λαϊκού πολιτισμού, όχι μόνο στην Αποκριά.
Θα μου πείτε εδώ ξεντραντάχτηκε όλη η υφήλιος! Κάθε πλευρά ανθρώπινης δραστηριότητας, οικονομική, κοινωνική, υγειονομική, εργασιακή, εκπαιδευτική… ψάχνει τις ισορροπίες της. Κι εσύ κοιτάς το λαϊκό πολιτισμό;
Ο λαϊκός πολιτισμός είναι η βαθιά ψυχή του κάθε τόπου. Είναι ο συνεκτικός ιστός, το υφάδι της κάθε κοινότητας. Είναι ο τομέας που καταφέρνει να εξασφαλίσει μια διαχρονικότητα ζωής και μετάβασης από τη μια μορφή κοινωνίας στην άλλη. Ένα όχημα μέσα από το οποίο παραδίδονται γνώσεις, ήθη, πρακτικές, έθιμα, αξίες, γλώσσα, τέχνη, αισθητική στην επόμενη γενιά. Κι εκείνη θα κρατήσει όσα της ταιριάζουν και θα βάλει στην άκρη τα υπόλοιπα. Ο λαϊκός πολιτισμός είναι η συνέχεια που μας χρειάζεται για να πατούμε και να κάνουμε άλματα προς την κάθε νέα εποχή. Μια συνέχεια που αποτελεί χώρο ασφάλειας και ισορροπίας ιδιαίτερα για τον μέσο άνθρωπο του 21ου αιώνα, ο οποίος βλέπει γύρω του ιλιγγιώδεις αλλαγές και τρέχει αλαφιασμένος να τις ακολουθήσει.
Η Αποκριά κοντά στους άλλους ρόλους που επιτελούν όλα τα λαϊκά έθιμα κρατάει για τον εαυτό της και έναν ακόμη, μοναδικό και αναντικατάστατο. Αυτόν της κοινωνικής βαλβίδας ασφαλείας μέσω της οποίας οι άνθρωποι εκτονώνουν τις καταπιεσμένες τους ανάγκες. Με έναν τρόπο ξέφρενο και αχαλίνωτο είναι αλήθεια, απόλυτα αποδεκτό όμως στο συγκεκριμένο γύρισμα του χρόνου, όπου ξαναγεννιέται η φύση. Μια μετάβαση που κουβαλάει από τα βάθη των αιώνων ποικίλα φαλλικά και γονιμικά σύμβολα, «νομιμοποιώντας» τις απροκάλυπτες σεξουαλικές αναφορές σε τραγούδια, μεταμφιέσεις, θέματα σάτιρας. Πρόκειται δηλαδή για μια «θεμιτή» παράβαση της κανονικότητας. Λες και είναι η Αποκριά μια επινόηση της κοινωνίας για να πετύχει την αυτοσυντήρησή της.
Τρία χρόνια αυτή η βαλβίδα ασφαλείας δεν λειτούργησε.
Φέτος γίνεται η επανεκκίνηση.
Με πολλές επιφυλάξεις γύρω από το αν θα ανταμώσουμε την Αποκριά του 2019 κι αν θα ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε.
Δύσκολο. Γιατί πρέπει πρώτα να εξαφανιστεί ο φόβος.
Ο φόβος να μπούμε στα Στέκια των Φανών όταν έχουν πολύ κόσμο. Με τις μάσκες να κρύβουν, χαμόγελα, γέλια και κυρίως εκφράσεις προσώπου, που κεντάνε την επικοινωνία.
Ο φόβος μήπως πιούμε καμιά κούπα παραπάνω κι αρχίσει να ελευθερώνεται η συμπεριφορά μας προκαλώντας … όλες τις μεταλλάξεις!
Ο φόβος μήπως πιαστούμε με άγνωστα χέρια στο χορό και ανταλλάξουμε ιούς!
Ο φόβος μήπως ξεχαστούμε τραγουδώντας τον Παπά τον Ραγκαβέλα και στριμωχτούμε λίγο παραπάνω στους κύκλους των τραγουδιστών.
Ο φόβος του συνωστισμού μπροστά στα κεραστάρια, όπου καρτερούν τα κιχιά ζεστά και λαχταριστά.
Ο φόβος να αγκαλιάσουμε αγαπημένους ανθρώπους που έχουμε να τους δούμε χρόνια. Που τους πλησιάζουμε με λαμπερά μάτια και γελαστά πρόσωπα για να σταματήσουμε σε απόσταση δέκα πόντων με τα απλωμένα χέρια να πέφτουν αμήχανα: «Τι γίνεται;» Τι να γίνεται… Παγωμάρα…
Ο φόβος να συμμετάσχουμε στο πανηγύρι της Παρέλασης. Κυρίως εκεί κοντά στο Εκκλησάκι, την ώρα της αναμονής. Που αν δεν το ζήσεις δεν νιώθεις τι εννοούμε όταν λέμε πως την Κοζανίτικη Αποκριά την κάνει ο κόσμος. Απόλυτη αναρχία. Ανάκατες μουσικές, ανάκατα πληρώματα από όλα τα άρματα, ανάκατες πόζες και φωτογραφίες. Κόσμος να πααίν΄ σιαπάν-σιακάτ καρτερώντας την έναρξη! Διορθώματα τελευταίας στιγμής στολών και μακιγιάζ. Τρακ των πρωτοεμφανιζόμενων! Κρασί «γιατί αλλιώς πώς θα ιρμηνεύσουμι!» Φωνές, οδηγίες, κασμέρια, γέλια…
Σιουρτζμός!
Άντε τώρα να το στριμώξεις σε πρωτόκολλα όλο αυτό…
Οι φετινές Αποκριές αποτελούν ένα μεγάλο στοίχημα για την πόλη μας. Καλούνται να μετρήσουν όχι μόνο τη δυναμική και την αντοχή των εθίμων που την συναπαρτίζουν αλλά και την κοινωνική συνοχή. Να αποδείξουν με άλλα λόγια πως οι κοινωνίες μπορούν να μην ελέγχονται πιά μέσα από το φόβο και τη συμμόρφωση όπως έγινε αναγκαστικά τα τελευταία τρία χρόνια, αλλά να αυτορυθμίζονται μέσα από την εκτόνωση.
Όταν όμως βλέπεις τα ξενιτεμένα παιδιά της πόλης να έρχονται από κοντά κι από μακριά, να ανταμώνουν με τις παρέες τους κι όλοι μαζί να ξεχύνονται στους δρόμους, στις πλατείες και στα σταυροδρόμια των Φανών για να πανηγυρίσουν εκρηκτικά το τέλος του χειμώνα, … ε τότε αισθάνεσαι πως τίποτα δεν χάθηκε. Τα έθιμα καλά κρατούν. Και δυναμώνουν τον κοινωνικό ιστό.
Μόνο αντάμα να είμαστε.
Μη χαλνάτι του χουρό!