«…Το ότι πλησίαζαν οι μέρες για να ετοιμαστεί ο Φανός το καταλαβαίναμε πάντα απ’ τις κινήσεις του Τρανού μας. Έφευγε νωρίς το απόγευμα για να βρει τους άλλους απ’ τον μαχαλά, για να μιλήσουν και να οργανωθούν. Γυρνούσε αργά με κόκκινα μάτια και πρόσωπο που γυάλιζε και βρίσκονταν αντιμέτωπος με τα βέλη της κυρά Λέν’ς.
- Είπιτι τίποτας για τουν Φανό, ή μούνκι ντιρλίκι[1];
Ξεφυσούσε ο Στέργιους, κρατιόταν, κρατιόταν αλλά αν η Λέν’ το τραβούσε, ξεσπούσε.
- Μούλωνι μαρ. Τ’ δ’λια σ’! Ια, τα ρουτήσουμι ισάς τς γυναίκ’δις, τι τα φκιάσουμι μι τουν Φανό…» (σελ. 391- 392)
«… Μικροί αλλά και μεγάλοι μεταμφιεζόμασταν οι περισσότεροι με ό,τι διαθέσιμο υπήρχε. Παλιά, τριμμένα, ανδρικά και γυναικεία ρούχα, χιλιομπαλωμένες πιτζάμες που ΄χαν χάσει το αρχικό τους χρώμα, πολυκαιρισμένες τραγιάσκες και μαντήλια τα βασικά υλικά μας. Για να βγούμε στο δρόμο πειράζοντας ο ένας τον άλλο, για να τρομάξουμε κάποιο περαστικό κορίτσι, να κάνουμε φάρσες σε συγγενικά σπίτια. Φυσικά αραιά και πού εμφανίζονταν και κάποιος καουμπόης με το ανάλογο καπέλο, τα πιστόλια κρεμασμένα στην μέση και το κίτρινο ή καφέ σιρίτι στο πλάι του παντελονιού του, καμιά κολομπίνα ή κυρία επί των τιμών, καρναβάλια που κοιτούσαμε με ζήλια αλλά και παράπονο που οι μάνες μας πάσχιζαν να το γλυκάνουν λέγοντας μας ότι ο μπαμπάκας τους ¨τ’ς πατάει[2], δεν είναι σαν τουν θ’κο μας μι του μιρουκάματου¨ ή πως η μάνα τους ¨είνι μουδίστρα κι τ’ς τα φκιάνει¨. Θέλοντας και μη πειθόμασταν και σε λίγο παρασυρμένοι απ’ το κλίμα των ωρών εκείνων το ξεχνούσαμε και απολαμβάναμε με την ψυχή μας και την δική μας ταπεινή μεταμφίεση, μέχρι να ΄ρθει το βράδυ της Κυριακής να ξεφαντώσουμε όλοι μαζί γύρω απ’ την φωτιά του Φανού μας, χορεύοντας και τραγουδώντας τα ¨μασκαραλίτκα¨ [3], που εμείς οι μικροί τα περιμέναμε κάθε χρόνο πώς και πώς καθώς οι στίχοι τους που αναφέρονταν ξεκάθαρα στην σεξουαλική πράξη εξήπταν και τροφοδοτούσαν την φαντασία και τις ονειρώξεις μας…» (σελ. 392- 393)
[1] Ποτό
[2] Έχει χρήματα. Είναι πλούσιος
[3] Άσεμνα αποκριάτικα τραγούδια