5:00am_ Βράδυ, λίγο πριν το ξημέρωμα
Ένοιωσε το βάρος της επάνω στην πλάτη του. Τον ακινητοποίησε με τα πόδια της μπλεγμένα κάτω από τους λαγόνες του, και με τα χέρια της περασμένα κάτω από τους ώμους του τού κρατούσε τον σβέρκο πατημένο στο μαξιλάρι. Το ξέρει πως αν ήθελε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από το σώμα που ήταν γαντζωμένο πάνω του, γιατί είναι πολύ πιο δυνατός απ΄ ότι εκείνη και να γίνει το παιχνίδι και πάλι δικό του, όμως προτιμούσε να αφήνεται σε μια αίσθηση πλήρους παράδοσης. Τώρα νοιώθει τα
σγουρά της μαλλιά στα πλευρά και στην πλάτη του. Ξαφνικά το κορμί του τινάχτηκε σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρική τάση έτσι όπως η γλώσσα της τον ακουμπούσε σε κάθε σπόνδυλο ξεχωριστά με κοφτές κινήσεις. Έναν τη φορά, αρχίζοντας από την πλάτη και καταλήγοντας στον αυχένα, όπως ένα αιλουροειδές που βγάζει τη γλώσσα του όταν πίνει νερό και σε κοιτάει στα μάτια. Ένας μαύρος πάνθηρας που του γλείφει της απολήξεις των νεύρων στην σπονδυλική του στήλη. Τον έχει κυριεύσει
μια άγρια επιθυμία να γυρίσει. Δεν αντέχει άλλο αυτή τη γλώσσα στον σβέρκο του, ούτε τα μαλλιά της που αρχίζουν να τον πνίγουν και δεν μπορεί να πάρει ανάσα, ούτε αυτά τα χέρια, που του κρατάνε
σφιχτά τους ώμους. Αν θέλει μπορεί να ανασηκώσει το σώμα του και απλά να γυρίσει και να την τινάξει από πάνω του. Βάζει δύναμη στα χέρια και προσπαθεί να σηκώσει τον κορμό του, αλλά είναι
αδύνατον να κουνηθεί. Το σώμα της τον πιέζει όλο και περισσότερο και τα χέρια της τον σφίγγουν, ενώ τα νύχια της καρφώνονται στο δέρμα του. Κάνει μια τελευταία προσπάθεια να την ρίξει αλλά δεν μπορεί να κουνηθεί. Εκείνη εξακολουθεί να είναι κολλημένη πάνω του. Κάθε φορά που τον έγλειφε άφηνε ένα παραλυτικό δηλητήριο που διαπερνούσε το κεντρικό νευρικό του σύστημα. Η μεγάλη της γλώσσα σέρνεται τραχιά πάνω στο δέρμα του. Τα σεντόνια έχουν μουσκέψει από τα σάλια της που τρέχουν στον λαιμό και στο στήθος του. Την ακούει να βγάζει κραυγές που τον κάνουν να φοβάται.
Ένας βρυχηθμός ακούγεται πάνω από το κεφάλι του και τα σάλια έχουν μπερδευτεί με αίμα. Δικό του είναι; Δεν μπορεί να το δει, όμως το νοιώθει να κυλάει. Η γούνα της του καίει την πλάτη και η ζέστη
του προκαλεί δυσφορία. Τα μάτια του τσούζουν από τον ιδρώτα που στάζει από το μέτωπό του. Θέλει να σηκωθεί αλλά ο πάνθηρας τον έχει δαγκώσει από τον σβέρκο και τον κουνάει με δύναμη. Το κορμί
του τραντάζεται από πόνο και από έναν απελευθερωτικό σπασμό.
Άνοιξε τα μάτια.
11:00 am_ Πρωί, την άλλη μέρα
Οι φωνές από τον δρόμο άρχισαν να δυναμώνουν μέχρι που του τρύπησαν το κεφάλι. Κάποιος μαχαίρωνε τα πάντα και κάποιος άλλος πουλούσε όσο – όσο. Ήταν Σάββατο και είχε λαϊκή στον πεζόδρομο από κάτω.
Χωρίς να σηκωθεί από το κρεβάτι, έπιασε τον σβέρκο του σαν να έψαχνε τα σημάδια από την προηγούμενη νύχτα. Αναρωτήθηκε ποια από τα χθεσινά γεγονότα τα είχε ονειρευτεί και ποια ήταν αλήθεια και πήρε το κινητό του. Κλειστό. Είχε μείνει από μπαταρία. Τι ώρα να ήταν άραγε; Το φως
που έμπαινε από το μισοκατεβασμένο παντζούρι της κάμαράς του, μαρτυρούσε άλλη μια μουντή μέρα στο τέλος της άνοιξης, όπως μουντή ήταν όλη η εβδομάδα που πέρασε.
Είχε μπροστά του μια ολόκληρη μέρα για να κάνει ό,τι θέλει. Έκανε ακριβώς τα ίδια πράγματα που έκανε κάθε Σάββατο και Κυριακή πρωί. Έβαλε μουσική, ετοίμασε καφέ και άραξε στον καναπέ με τον
υπολογιστή στα πόδια του. Μπήκε να χαζέψει στις ενημερωτικές σελίδες και στη συνέχεια διάβασε τα mail του. Έκανε ακριβώς τα ίδια πράγματα μόνο που δεν ήταν καθόλου τα ίδια πράγματα. Μια
ανεξήγητη αίσθηση απώλειας κυριαρχούσε. Κάτι έλειπε. Έψαξε το τηλέφωνο. Θυμήθηκε ότι το άφησε να φορτίζει στην κρεβατοκάμαρα.
Άνοιξε τη συσκευή και τα μηνύματα στο messenger άρχισαν να χτυπάνε. Τα περισσότερα ήταν από την ομαδική. Κάποιοι δεν είχαν κοιμηθεί σπίτι τους το προηγούμενο βράδυ. Γέλασε με τα σχόλια και έγραψε ότι θα αργούσε λίγο το μεσημέρι που θα πήγαιναν για μπίρες.
12:30 pm_Έξω από το σπίτι
Βγήκε από την σιδερένια πόρτα της πολυκατοικίας. Οι νεραντζιές είχαν ήδη ανθίσει, ενώ η καθημερινή εικόνα του ήσυχου πεζόδρομου με τις αστικές κατοικίες του ΄30 είχε μεταβληθεί σε ένα πολύβουο πανηγύρι. Ένοιωσε στο πρόσωπο και στα γυμνά του χέρια τη ζεστή και υγρή ατμόσφαιρα και έναν βαρύ αέρα που μπερδευόταν με το πλήθος και τα αρώματα της αγοράς. Πέρασε ανάμεσα από τους
πάγκους με τα φρούτα που είχαν στήσει οι πωλητές και διέσχισε τον δρόμο παρασυρμένος από το ποτάμι του κόσμου που ψώνιζε, όταν κάποιος φώναξε πίσω του “Έχεις φιλήσει ποτέ πάνθηρα;”
Έκανε απότομα μεταβολή και δύο κυρίες φορτωμένες με σακούλες στα χέρια έπεσαν πάνω του. Ζήτησε συγγνώμη, τις παραμέρισε ευγενικά και άρχισε να αναζητά την φωνή στα πρόσωπα του κόσμου που ερχόταν κατά πάνω του κρατώντας σακούλες και καρότσια λαϊκής. “ Έχεις φιλήσει ποτέ πάνθηρα;”, η φωνή ακούστηκε πάλι. Αυτή τη φορά όμως εντόπισε από που προερχόταν. Είδε έναν άντρα δίπλα από τους πάγκους, ανεβασμένο σε ένα πλαστικό αναποδογυρισμένο κασόνι. Τον
πλησίασε. Φορούσε ένα άσπρο καπέλο στο κεφάλι και από κοντά έδινε την εντύπωση άστεγου ή ζητιάνου. Μπροστά στα πόδια του είχε ένα μεταλλικό κύπελο με κέρματα. Ο άντρας τον κοίταξε για
λίγο αμίλητος για να τον ρωτήσει αμέσως μετά “Σας αρέσει ο Μπουκόφσκι;”, και δίχως να περιμένει απάντηση άρχισε να λέει δυνατά:
“Αυτή η γυναίκα νομίζει πως είναι πάνθηρας
και καμιά φορά όταν κάνουμε έρωτα
γρυλίζει και φτύνει
και τα μαλλιά της πέφτουν μπροστά και κοιτάζει μέσ΄απ΄τις τούφες
και μου δείχνει τους κυνόδοντές της
μα εγώ τη φιλώ όπως και να ΄χει και συνεχίζω τον έρωτα
έχεις φιλήσει ποτέ πάνθηρα;
έχεις δει ποτέ έναν θηλυκό πάνθηρα να απολαμβάνει
την ερωτική πράξη;
δεν έχεις αγαπήσει, φίλε.” **
Μπορεί να γέλασε με το πόσο αφελής φάνηκε, όμως κάτι έκανε το τρίχωμα στη βάση του κρανίου του να ανασηκωθεί. Ο μεταλλικός ήχος από το κέρμα που έριξε στο κύπελο ήταν το σύνθημα για τον
κήρυκα – ποιητή να αρχίσει μια νέα απαγγελία. Τον άφησε και συνέχισε το δρόμο του καθώς η φωνή του τον ακολουθούσε μέχρι που άρχισε να μπλέκεται με τις υπόλοιπες, μέχρι που χάθηκε τελείως από τα αυτιά και από το μυαλό του.
Στις 9 Μαρτίου 1994 πεθαίνει ο Τσαρλς Μπουκόφσκι.
*ο πρωτότυπος τίτλος προέρχεται από το ομώνυμο ποίημα του Τ. Μπουκόφσκι
** το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Για τον έρωτα, μτφ Λαμπράκος Γιώργος, εκδόσεις ΠΑΤΆΚΗΣ