Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τη μέρα που μισογύνης Andrew Tate ή TopG όπως είναι το nickname του, συνελήφθη στη Ρουμανία για trafficking, βιασμό και οργανωμένο έγκλημα. Οι εγκληματικές ενέργειες και η τρομακτική ιδεολογία του έχουν κερδίσει χιλιάδες οπαδούς στη Μ. Βρετανία, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από ευάλωτα νεαρά αγόρια. Ο Tate προβάλλει έναν υπερmacho κόσμο όπου φιγουράρουν τα γρήγορα αυτοκίνητα, το απόλυτα γραμμωμένο κορμί και, φυσικά, η ανδρική κυριαρχία. Χαρακτηριστικά, σε βίντεό του αναφέρει ότι οι γυναίκες είναι ιδιοκτησία των ανδρών, ότι δεν μπορούν να εργαστούν τόσο καλά όσο εκείνοι και ότι η θέση τους είναι στο σπίτι, ενώ πιστεύει ότι τα θύματα βιασμού πρέπει να «φέρουν την ευθύνη» για τις επιθέσεις εις βάρος τους.
Οι Andrew Tate του πλανήτη, όμως, μοιάζουν να μη χωράνε πια σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει και σταδιακά απομακρύνεται από το macho αρσενικό πρότυπο. Πράγματι, τα σύγχρονα πολιτισμικά πρότυπα μεταβάλλονται και τα τελευταία χρόνια ένα νέο «είδος» cisgender ανδρών έχει αρχίσει να κυριαρχεί, απέχοντας σημαντικά από την τοξική αρρενωπότητα του Tate και των ομοίων του. Πρωτεργάτης του, ο Harry Styles ο οποίος ενσαρκώνει το πρότυπο του “softboy”. Ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του 2010 για να περιγράψει ένα νέο είδος αρσενικού star που πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα από την προβολή των κοιλιακών του και του ιδρωμένου κορμιού του: Τολμάει να δείξει την ευαισθησία και την εύθραυστη όψη του, που μαζί με την gender fluid αισθητική του διαμορφώνουν τη δημόσια περσόνα του. Αν και πολλοί άνθρωποι του χώρου των κοινωνικών επιστημών έχουν αναρωτηθεί αν πράγματι τα softboys έρχονται σε αντίθεση με τα f*ckboys μια ξεπερασμένης γενιάς ή αν χρησιμοποιούν απλώς ως κάλυπτρο την εξευγενισμένη, συχνά θηλυπρεπή αυτή ταυτότητα, ο ρόλος των softboys στην αμερικανική και ευρωπαϊκή – σταδιακά – κουλτούρα, αποδεικνύεται καταλυτικός, καταφέρνοντας να κάνει cancel διάφορες macho και κακοποιητικές διασημότητες όπως ο Tate.
Φυσικά, δεν είναι μόνο ο star της indie Harry Styles που αγαπά τις αποχρώσεις του ροζ, το γκλίτερ, τα πούπουλα και τα φορέματα. Η κουλτούρα του softboy έχει κατακλύσει τη σφαίρα του mainstream τα τελευταία χρόνια, κερδίζοντας όλο και μεγαλύτερο έδαφος στην εποχή του MeToo. Το K-Pop σχήμα των BTS, αποτελεί το μεγαλύτερο συγκρότημα στον κόσμο αυτή τη στιγμή. Τα επτά μέλη του, μοιράζονται με τους θαυμαστές τους μυστικά περιποίησης δέρματος, αλλάζουν συχνά χρώμα στα μαλλιά τους, λατρεύουν το στρας και η ευαισθησία κατέχει κεντρική θέση στα κομμάτια τους. Στο hip-hop είδος, υπάρχει ο Jaden Smith, αλλά και ο Drake, ο ράπερ με πωλήσεις δισεκατομμυρίων που εναλλάσσει τη φαινομενικά σκληρή προσωπικότητά του με μια αφοπλιστική ευαισθησία η οποία ενθάρρυνε πολλούς άλλους ράπερ να έρθουν σε επαφή με τα συναισθήματά τους. Στην rock σκηνή, που παραδοσιακά έχει συνδεθεί με την επίδειξη της τεστοστερόνης, ο Damiano των Ιταλών glam rockers, Måneskin, κάνει τη διαφορά και ενσαρκώνει τα γνωρίσματα ενός softboy, φορώντας τακούνια και φούστες, φιλώντας συχνά στο στόμα τα άλλα αγόρια του γκρουπ και τραγουδώντας για την πιο εύθραυστη πλευρά της ψυχής του. Τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν και στον χώρο της υποκριτικής, όπου οι αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές του κάποτε κυρίαρχου αρσενικού Johnny Depp δεν γοητεύουν πια και δίνουν τη θέση τους σε πιο γλυκές και ευγενικές φυσιογνωμίες, όπως ο Timothée Chalamet και ο πρωταγωνιστής του After Sun, Paul Mescal.
Για δεκαετίες, τα “alpha male” icons καθόριζαν το τοπίο της μουσικής βιομηχανίας, των ΜΜΕ και του κινηματογράφου, πλασάροντας ένα οικείο αρχέτυπο: τον σκληρό τύπο με το δερμάτινο παντελόνι, που χρησιμοποιούσε τα ναρκωτικά και τις γυναίκες με την ίδια άνεση και ανεμελειά από βραδιά σε βραδιά και από πόλη σε πόλη. Εάν ζούσατε στην Αμερική των 90s, φεύγοντας από μια απογευματινή προβολή του macho φαινομένου Die Hard 2, θα συνεχίζατε τη βόλτα σας σε κάποιο δισκοπωλείο για να αγοράσετε τον τελευταίο δίσκο των Aerosmith. Εάν ζούσατε στα 80s, ο Bruce Springsteen θα σας μάγευε με το κολλητό του τζιν και το λευκό μπλουζάκι που τόνιζε τους ιδρωμένους κοιλιακούς του, ενώ ο σκληρός Tony Montana του Scarface μπορεί να ήταν το κινηματογραφικό σας πρότυπο. Ακόμη και η φαινομενικά «θηλυκή» εμφάνιση των hair-metal συγκροτημάτων, όπως των Poison, των Warrant ή των Motley Crue, ερχόταν συχνά σε αντίθεση με το ήθος των στίχων τους και τη θέση της γυναίκας σε αυτούς.
Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά. Η αμερικανική ποπ κουλτούρα – όπως και η πολιτική – υφίσταται σημαντική διάσπαση, με τα μουσικά charts να καταλαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό από R&B και pop καλλιτέχνες με τα χαρακτηριστικά ενός softboy. Το 2019, ερευνητές του Economist συνδύασαν τα εκλογικά στοιχεία με πληροφορίες που αφορούσαν στις πωλήσεις εισιτηρίων συναυλιών από το VividSeats. Κάποια ευρήματα δεν αποτέλεσαν έκπληξη για εκείνους, όπως ότι η κάντρι μουσική κυριαρχεί στον Νότο ή η Latin στα νοτιοδυτικά και τη Φλόριντα. Παράλληλα όμως, οι ερευνητές ανακάλυψαν πως, σε αντίθεση με τους ψηφοφόρους του Ομπάμα, εκείνοι του Τραμπ (ναι, είναι κυρίως άντρες) δεν έψαχναν στο VividSeats premium θέσεις για να δουν τους BTS ή τον Drake. Φάνηκε να προτιμούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία το είδος της rock που έφευγε από τη μόδα στην κυρίαρχη κουλτούρα, την εποχή που ο Τζορτζ Μπους ξεκινούσε τη δεύτερη θητεία του. Ο χώρος για την παραδοσιακή αρρενωπότητα στην κυρίαρχη κουλτούρα στενεύει.
Πώς φτάσαμε στην άνοδο των softboys;
Στις αρχές των 00s, οι προκάτοχοι των One Direction (της μπάντας του Harry Styles), Backstreet Boys, στέκονταν αξιοπρεπώς -αν και κάπως αμήχανα- στο Billboard Hot 100 δίπλα σε superstars που τροφοδοτούνταν από την τεστοστερόνη τους, όπως οι Puddle of Mudd ή οι Staind. Στο τέλος της ημέρας οι Staind και οι Backstreet Boys είχαν και οι δύο μια θέση στο εξώφυλλο του Rolling Stone. Πλέον, για τους πρώτους και τους όμοιούς τους, η κεντρική τους θέση στην αμερικανική κουλτούρα έχει αναμφισβήτητα συρρικνωθεί. Κομβικό ρόλο στη μετατόπιση αυτού του πολιτισμικού σκηνικού, πολύ πριν κάνει την εμφάνισή του το MeToo, διαδραμάτισε η έκβαση του φεστιβάλ Woodstock ‘99. Το δημοφιλές ντοκιμαντέρ της HBO “Woodstock 99: Peace, Love, and Rage”, απεικονίζει διεξοδικά τι συμβαίνει όταν το εκ διαμέτρου αντίθετο πνεύμα του softboy κυριαρχεί.
Το Woodstock ’99 προοριζόταν ως ένα φεστιβάλ που θα έφερνε κοντά τους «εναλλακτικούς» ήχους της δεκαετίας του 1990 με τις χίπικες ρίζες του, με περισσότερους από 400.000 φεστιβαλιστές να δίνουν το παρών σε μια πρώην βάση της Πολεμικής Αεροπορίας, στην πόλη Rome της Νέας Υόρκης. Το φεστιβάλ μετατράπηκε σύντομα σε έναν εφιάλτη ανδρικής κυριαρχίας και επιθετικότητας: Παρά τις κατευναστικές προσπάθειες από καλλιτέχνες όπως ο αστέρας της folk-pop, Jewel και το punk icon, SoCal Dexter Holland των Offspring, την τρίτη ημέρα, το φεστιβάλ κατακλύστηκε από εμπρησμούς, βανδαλισμούς και λεηλασίες, με αποκορύφωμα αρκετές καταγγελίες για σεξουαλικές επιθέσεις και βιασμούς, κάτι που το ντοκιμαντέρ αφηγείται με λεπτομέρειες και τεκμήρια.
Η επιδρομή της αρρενωπής κυριαρχίας στο Woodstock ‘99 έχει μείνει στην ιστορία της αμερικανικής κουλτούρας ως η πιο αποκρουστική περίπτωση εκδήλωσης παρορμήσεων, που ήταν λανθάνουσες στη rock μουσική για δεκαετίες. Χαρακτηριστικά, ο Fred Durst των Limp Bizkit, κατά τη διάρκεια της εμφάνισής τους, ενθάρρυνε το πλήθος να «αφήσει τον εαυτό του να ξεφύγει, γιατί δεν υπάρχουν κανόνες για τη μητέρα-φύση εκεί έξω», ενώ οι Red Hot Chili Peppers ενθάρρυναν σιωπηρά τις καταστροφικές φωτιές του Σαββατοκύριακου. Η δυστοπική κατάληξη του Woodstock ’99 οδήγησε σε μια αργή, αλλά μακρά απομάκρυνση από την κιθαριστική ροκ που κυριαρχούσε στην αμερικανική κουλτούρα για περίπου τέσσερις δεκαετίες. Η ακόλουθη επανάσταση του garage rock και του indie pop/rock στις αρχές της των 00s, είδε την άνοδο μιας πιο κομψής και φιλικά προσκείμενης στις καταβολές της rock μουσικής. Η aggro φύση του «σκληρού ήχου» περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο αμερικανικό mainstream, στον απόηχο της τρομακτικής αποθέωσής της στο Woodstock ‘99.
Για να μην παρεξηγηθούμε, σίγουρα υπάρχουν aggro-rock icons με ευαισθησίες και καρδιές που αιμορραγούν, όπως και softboys που κάτω από το γκλίτερ μπορεί να κρύβουν μια σκληρή – ακόμη και παραβιαστική – στάση προς το γυναικείο φύλο. Αρκετοί ειδικοί ψυχικής υγείας έχουν επισημάνει πως τα softboys συχνά παρασύρουν τις γυναίκες σε μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας σχετικά με τη συμπεριφορά τους, η οποία μπορεί να τις θαμπώσει όταν πλασάρονται ως «καλά παιδιά», αλλά στην πορεία αρχίζουν να συμπεριφέρονται με έναν αρκετά διαφορετικό τρόπο. Φυσικά υπάρχουν και αυτοί. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε επίσης ότι σε πολλές περιπτώσεις ένας άνδρας μπορεί να παρουσιαστεί ως softboy, επιχειρώντας να επιβάλλει καταναγκαστικό έλεγχο σε μία γυναίκα, ο οποίος ορίζεται ως «ένα μοτίβο εκφοβισμού, υποβάθμισης, απομόνωσης, ελέγχου και χειραγώγησης, με τη χρήση ψυχολογικής, συναισθηματικής, ακόμη και σωματικής βίας». Παράλληλα, το πόσο εύκολα μπορεί να γοητευτούμε και να νιώσουμε ασφάλεια με ένα softboy, φανερώνει αρκετά και για τα δικά μας πολιτισμικά στερεότυπα. Για παράδειγμα, τείνουμε να πιστεύουμε ότι οι άνδρες που ακούν indie μουσική ή βάφουν τα νύχια τους και φορούν θηλυπρεπή ρούχα είναι πιο πιθανό να μας συμπεριφέρονται με σεβασμό.
Έχοντας τα μάτια μας δεκατέσσερα, και εστιάζοντας σε όσα η άνοδος των softboys έχει φέρει στην mainstream κουλτούρα, δεν μπορούμε παρά να χαρούμε γι’ αυτή. Σίγουρα προτιμάμε τα αγόρια εκείνα που ασπάζονται μια πιο gender fluid ταυτότητα, που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και απενοχοποιούν το μακιγιάζ και τα τακούνια – ιδίως όταν αυτές οι κινήσεις τους ευθυγραμμίζονται με τα ψυχικά τους γνωρίσματα. Βέβαια, αν προσπαθείς να σκεφτείς κάποιο mainstream icon στην Ελλάδα που ενσαρκώνει τα χαρακτηριστικά ενός softboy, σίγουρα θα δυσκολευτείς, γεγονός που υποδεικνύει αρκετά για το πού βρίσκεται ακόμη η δική μας κυρίαρχη κουλτούρα.
*propaganda.gr
Λουίζα Σολομών-Πάντα