Η κυρίαρχη λογική της ετεροκανονικότητας, ως ο μοναδικός δρόμος ενός «φυσιολογικού» σεξουαλικού προσδιορισμού καθόριζε και σε μεγάλο βαθμό καθορίζει και σήμερα, την αποδεκτή προσέγγιση ύπαρξης δυο μόνο φύλων, του αρσενικού και του θηλυκού, τοποθετώντας οτιδήποτε διαφορετικό από αυτό σε μια αποκλίνουσα συμπεριφορά, έξω από τους καθορισμένους ρόλους μιας κοινωνίας και καταδικάζοντας τη διαφορετικότητα αυτή στην αορατότητα. Αυτή η διπολική πρόσληψη άνδρας/γυναίκα, η οποία κυριαρχεί στη δυτική σκέψη, κατατάσσει τα υποκείμενα και κατά συνέπεια τα ιεραρχεί, εγκαθιδρύοντας, παράλληλα, την «αναγκαστική» κυριαρχία της ετεροφυλίας, ως έναν πρόσθετο παράγοντα αποκλεισμού, ο οποίος δεν μπορεί να «χωρέσει» την πολλαπλότητα της ανθρώπινης εμπειρίας και των κοινωνικών της εκφράσεων, μη επιτρέποντας τίποτα ενδιάμεσο του δίπολου (Μαλούτα, 2017).
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός ενός ατόμου όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται ως ένα στοιχείο της προσωπικότητας του, προστατευόμενο από την εθνική και τη διεθνή νομοθεσία που δεσμεύει και τη δική μας χώρα, (άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος), αλλά αντιθέτως άνθρωποι βιώνουν διακρίσεις λόγω της ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητας τους σε κάθε κομμάτι της δημόσιας σφαίρας, με σημαντικές επιπτώσεις για τη σωματική και ψυχική τους υγεία (FRA 2020).
Η Δημόσια Διοίκηση ως μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, φαίνεται να απέχει, ακόμη, από το να θεωρηθεί ένα Σύστημα Διοίκησης «Ανοικτών Θυρών» (Γκασούκα&Γεωργαλλίδου, 2018). Η λειτουργία της έχει δομηθεί στη βάση της ανδρικής εμπειρίας, με αποτέλεσμα τόσο η οργανωσιακή κουλτούρα που τη διέπει, όσο και η λήψη των αποφάσεων που λαμβάνει να είναι διαδικασίες ανδροκεντρικές.
Η ένταξη της διάστασης του φύλου σε όλες τις «από τα πάνω» πολιτικές αναγνωρίζεται από την παγκόσμια κοινότητα ως μια από τις σημαντικότερες στρατηγικές για την επίτευξη της ισότητας των φύλων σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Στην ελληνική πραγματικότητα η αλλαγή της νομοθεσίας με κατεύθυνση την προάσπιση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας είναι μια χρονοβόρα διαδικασία, με εμπόδια και αντιδράσεις που μπορεί να απορρέουν και από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και από το πολιτικό κόστος που δύσκολα επωμίζεται να σηκώσει το εκάστοτε κυβερνών κόμμα (Παπαθανασίου, Χριστίδη, 2020).
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της δέσμευσης των Δήμων της χώρας που υπέγραψαν (και είναι πολλοί) την «Ευρωπαϊκή Χάρτα για την Ισότητα των Φύλων στις Τοπικές Κοινωνίες», να καταρτίσουν ένα Τοπικό Σχέδιο Δράσης για την Ισότητα, στο οποίο να καθορίζονται οι προτεραιότητες, οι ενέργειες και τα μέσα για το σκοπό αυτό. Στην πραγματικότητα ελάχιστοι είναι οι Δήμοι που μπήκαν σε μια παρόμοια διαδικασία, μετρημένοι ίσως στα δάχτυλα του ενός χεριού (με φωτεινή εξαίρεση να αποτελεί ο Δήμος Κοζάνης).
Αντίστοιχα, σε πολλούς Δήμους και Περιφέρειες της χώρας, συγκροτήθηκαν οι Επιτροπές Ισότητας, αλλά ως «υποχρέωση» που απορρέει από τον ν. 3852/2010, με τη συντριπτική πλειοψηφία να παραμένουν ανενεργές.
Συμπερασματικά, το φύλο όπως θα έπρεπε να νοείται, ως αναλυτική κατηγορία, ως παραπομπή σε «κοινωνικά και πολιτισμικά συγκροτημένες, μεταβαλλόμενες αλλά σταθερά ιεραρχικές σχέσεις» (Αβδελά, 2010), που εμπεριέχουν αποκλεισμούς, αντιφάσεις, αμφισημίες και ποικίλες βιωμένες υποκειμενικότητες, είναι απόν από τη μέχρι σήμερα συζήτηση για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των ανωτέρω πολιτικών.
Ο συλλογισμός που αναπτύχθηκε, λίγο παραπάνω, για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των «από τα πάνω» πολιτικών είναι άμεσα συνυφασμένος με την έννοια της ιδιότητας του πολίτη και άρα κατ’ επέκταση, η απουσία της έννοιας του φύλου από τις πολιτικές αυτές φαίνεται να συνδέεται ακόμη και με την ίδια την έννοια της δημοκρατίας. Η έννοια της ιδιότητας του πολίτη συνδέεται άμεσα με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ένταξη ή τον αποκλεισμό των ανθρώπων στην πολιτική, θεσμική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή, αλλά και στη δυνατότητα πρόσβασης στο κοινωνικό κράτος.
Στην παγιωμένη κανονικότητα, της Δημόσιας Διοίκησης, αυτοί που χαίρουν ιστορικά την ιδιότητα του πολίτη είναι καταρχήν, οι λευκοί άνδρες και στη συνέχεια οι γυναίκες, που απέκτησαν την ιδιότητα του πολίτη, αν και όχι ολοκληρωτικά, μετά την κατάκτηση του δικαιώματος στην ψήφο (Μαλούτα, 2002).
Τέλος, σε όλη αυτήν την κουβέντα καθοριστικό ρόλο στη σχέση της Δημόσιας Διοίκησης με τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας διαδραματίζει η ίδια η χρήση της γλώσσας. Ο Κανάκης (2011) αναφέρει πως η σύζευξη γλώσσας και κοινωνικού πλαισίου αναφοράς, προσεγγίζει τόσο τον τρόπο με τον οποίο το κοινωνικό εγγράφεται στο γλωσσικό, όσο και το ανάποδο, τον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο το γλωσσικό κατασκευάζει μια «εντόπια αίσθηση για το κοινωνικό περιεχόμενο των γλωσσικών τύπων». Η γλώσσα, αναπαράγει κοινωνικές πραγματικότητες, οι οποίες διαμορφώνουν ιεραρχικές αντιλήψεις, έμφυλες ανισότητες και διακρίσεις, διαιωνίζοντας, ουσιαστικά, ανάλογα με τις ιστορικές και πολιτιστικές κάθε φορά συνθήκες, τις έμφυλες προκαταλήψεις και τα στερεότυπα. Έγιναν διάφορες απόπειρες από τη Δημόσια Διοίκηση, για την αποφυγή της σεξιστικής γλώσσας, οι οποίες είναι ακόμη στα σπάργανα, με αποκορύφωμα ίσως το άρθρο 12, του ν. 4604/2019 «Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων, πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας και άλλες διατάξεις», στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά στην «απαγόρευση στη χρήση διατυπώσεων που υποκρύπτουν ή εμπεριέχουν έμφυλη διάκριση κατά τη σύνταξη των διοικητικών εγγράφων», αλλά, δεν γίνεται να μην το σχολιάσουμε, πως ακόμη και αυτός ο νόμος των εκατό τριάντα οχτώ άρθρων, δεν κατάφερε να αποφύγει το γλωσσικό σεξισμό και χρησιμοποιεί τόσο συντακτικά, όσο και γραμματικά φαινόμενα που αναπαράγουν τη συντριπτική κυριαρχία του αρσενικού γένους και λόγου και μη καταφέρνοντας τελικά, να απομακρύνει τις παγιωμένες πρακτικές και νοοτροπίες αναπαραγωγής φυλετικών διακρίσεων, όπως διατείνονταν (Δαλεζίου, 2011).
Και για του λόγου του αληθές, όλων αυτών που συζητάμε, ας δούμε, ενδεικτικά, τι πιστεύουν τα ίδια τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, μέσα από τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος FAROS, η οποία αποτέλεσε μια προσπάθεια χαρτογράφησης της πραγματικότητας που βιώνουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα στο πλαίσιο της Δημόσιας Διοίκησης.
- Τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα φαίνεται πως σε μεγάλο βαθμό παραμένουν αόρατα για τις δημόσιες υπηρεσίες, με τη συντριπτική πλειοψηφία (77%) να δηλώνει πως το προσωπικό των υπηρεσιών υποθέτει συχνά ή πάντα πως είναι ετεροφυλόφιλα.
- Η συντριπτική πλειοψηφία (88%) πιστεύει πως δεν έχουν δοθεί καθόλου ή έχουν δοθεί σε μικρό βαθμό οδηγίες για τις εξειδικευμένες ανάγκες των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στις δημόσιες υπηρεσίες.
- Το 75% νιώθει ότι οι δημόσιοι φορείς δεν είναι καθόλου ή είναι λίγο ενημερωμένοι για τις πρόσφατες θεσμικές αλλαγές που αφορούν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα.
- Το 50% δηλώνει πως ως ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο αισθάνεται καθόλου ή λίγη ασφάλεια και άνεση κατά την επίσκεψή του σε δημόσιους φορείς.
- Το 19% δηλώνει πως αποφεύγει συχνά ή πάντα να επισκεφτεί δημόσιους φορείς, ακόμα και σε περιπτώσεις που είναι αναγκαίο, λόγω της ανησυχίας που έχει για την αντιμετώπιση που θα λάβει από το προσωπικό ως ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο.
- Το 58% αναφέρει πως δεν δέχεται ποτέ ή δέχεται σπάνια θετική αντιμετώπιση από τους/τις υπαλλήλους.
- Το 22% δηλώνει πως οι υπάλληλοι στις δημόσιες υπηρεσίες χρησιμοποιούν σπάνια ή ποτέ το όνομα και τις αντωνυμίες με τις οποίες τους συστήνονται τα άτομα, και 10% ανέφερε πως τις χρησιμοποιούν μερικές φορές.
- Το 13% δέχεται συχνά ή πάντα ειρωνικά σχόλια ή «αστεία» για τη ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητα του από το προσωπικό δημόσιων φορέων, με το 23% να αναφέρει πως ακούει αντίστοιχα σχόλια για το σεξουαλικό προσανατολισμό ή/και την ταυτότητα φύλου άλλων ατόμων συχνά ή πάντα.
- Περίπου 1 στα 3 ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα έχει δεχτεί προσβολές ή εξύβριση λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού ή/και της ταυτότητας φύλου του από επαγγελματίες στο δημόσιο τομέα έστω και μια φορά.
Κλείνοντας, ας αναλογιστούμε τόσο εμείς, όσο κυρίως αυτοί και αυτές που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης, αν είναι στις προτεραιότητες της Δημόσιας Διοίκησης η προσπάθεια κατάργησης της διχοτομικής λογικής που διέπει τα φύλα, ούτως ώστε να οδηγηθεί σταδιακά σε μια πιο δημοκρατική θεώρηση των δημοσίων πολιτικών, διευρύνοντας τις παραδοχές και προς άλλες κατευθύνσεις όπως είναι αυτές που αφορούν το σώμα, την οικογένεια, τον ερωτισμό, τις σχέσεις οικειότητας, την επιθυμία, εκείνες τις παραμέτρους, δηλαδή, που διαμορφώνουν τις ταυτότητες των υποκειμένων και που συνδέονται άμεσα με την σεξουαλικότητα τους ή τελικά δεν «το σκέφτεται καν» καθώς η σταθερότητα της καθημερινής πρακτικής είναι τόσο παγιωμένη παρά τις όποιες φαινομενικές αλλαγές (Καντσά, 2007).
Η περίοδος που διανύουμε με τις απανωτές εκλογικές διαδικασίες τόσο σε κεντρικό, όσο και τοπικό επίπεδο, είναι μια καλή αφορμή να τοποθετηθούν οι πολιτικές παρατάξεις και οι υποψήφιοι/ες γύρω από ένα τόσο σημαντικό θέμα, που αφορά μια μεγάλη μερίδα των πολιτών αυτής της χώρας.
Αναμένουμε με ενδιαφέρον!
Πηγές:
Αβδελά, Ε. (2010). Η ιστορία του φύλου στην Ελλάδα. Από τη διαταραχή στην ενσωμάτωση, στο Καντσά. Β, Μουτάφη, Β. &Παπαταξιάρχης Ε. (Επιμ.), Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα, Αλεξάνδρεια.
Δαλεζίου, Μ. (2021). Από τις θεωρίες του φύλου στο gendermainstreaming: Ελλείμματα «συνομιλίας» και η «αόρατη βιωμένη εμπειρία, άρθρο: Φεμινιστικά, τεύχος 4, διαθέσιμο στο: https://feministiqa.net/apo-theories-fylou-sto-gender-mainstreaming/, προσπελάστηκε 12/04/2023
Μαλούτα, Μ. (2017), Από τη σκοπιά του φύλου: όψεις της κρίσης. Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.12681/hpsa.14534, προσπελάστηκε 12/04/2023
Γκασούκα, Μαρία &Γεωργαλλίδου, Μαριάνθη (2018). Οδηγός Χρήσης μη Σεξιστικής Γλώσσας στα Διοικητικά Έγγραφα, Υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων (Γ.Γ.Ι.Φ.). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.
Παπαθανασίου, Ν. & Χρηστίδη, Ε. (2020). Συμπερίληψη και ανθεκτικότητα: Βασικές αρχές ψυχοκοινωνικής στήριξης σε θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας, έκφρασης και χαρακτηριστικών φύλων, Αθήνα: Gutenberg
Μαλούτα, Μ. (2002). Το φύλο της δημοκρατίας. Ιδιότητα του πολίτη και έμφυλα υποκείμενα, Αθήνα: Σαββάλας
Κανάκης, Κ. (2007). Εισαγωγή στην πραγματολογία: Γνωστικές και κοινωνικές όψεις της γλωσσικής χρήσης, Αθήνα: Εικοστός Πρώτος
Καντσά, Β. (2007). Σχέσεις οικογενειακές, σχέσεις ομόφυλες. Διευρύνσεις και επανασημασιοδοτήσεις της οικογένειας, στο Χατζητρύφων Ν. και Παπαζήση Θ. (επιμ.), Το φύλο και η συμπεριφορά του, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο