Όταν φτάνουν οι διακοπές και αρχίζει η φυγή από τις μεγάλες πόλεις, η Ελλάδα του καλοκαιριού αναδεικνύει το πραγματικό της πρόσωπο. Εκείνο μιας “πατρίδας” που της λείπει ο αυτοσεβασμός, που διαψεύδει με τις πράξεις ό,τι εξυμνεί με λόγια υποκριτικά και μεγάλα. Πράγματι. Το εκτυφλωτικό φως του καλοκαιριού δεν αφήνει περιθώρια ψευδαισθήσεων: ολόκληρα νησιά βυθίζονται υπό το βάρος της υπερβολικής δόμησης, ενώ η τουριστική αλλοτρίωση διαπερνά —την καθημερινή τους ζωή. Η αισθητική που κυριαρχεί πληγώνει τα μάτια και την ψυχή. Γύρω και μακριά, τα μνημεία αιώνων υπάρχουν, όχι ως φύλακες, αλλά ως μάρτυρες της καταστροφής. Όταν, άλλωστε, το βραδινό φως απαλύνει τους όγκους, στους δημοφιλείς προορισμούς μια κακόγουστη κοινωνία εκδράμει σε κέντρα διασκεδάσεως και μπαρ. Έτσι μετατρέπει την Ελλάδα του καλοκαιριού σε επίδειξη «ελληνάδικης» ύβρεως.
Τα κρυφά σχολειά του καλοκαιριού: Είναι χώροι που διατηρούν ακόμη το μέτρο και την αισθητική
Μέσα σε αυτό το τοπίο της απόγνωσης, δεν παύει ωστόσο να αναδύεται το θαύμα. Κάπου απλώνεται μαγευτικός ένας οικισμός, που κτίσθηκε παλιά από σπουδαίους μαστόρους· αλλού πάλι, υπάρχει ακόμα μια παραλία ομηρικής ομορφιάς, ή ένα ταβερνάκι που μιλά με τη θάλασσα και τους ανθρώπους· λίγο πιο πέρα, υψώνονται βράχοι υπερήφανοι και φθάνουν εξαίσια αρώματα από το βουνό. Οι αιώνιες εναλλαγές του φωτός αιχμαλωτίζουν παντού τις αισθήσεις και το βλέμμα μας. Τώρα όμως το θαύμα ενεργεί ως μέτρο του τι χάνεται, ως καταγραφή της Ελλάδας που άλλα άξιζε.
Η οδύνη γίνεται αγανάκτηση: πώς άραγε φτάσαμε ώς τη σημερινή έκπτωση, από πού αντλείται το δικαίωμα της αλώσεως ό,τι πολυτιμότερου διέθετε η χώρα; Είναι ίσως ανάγκη να τονιστεί ότι ο υποφαινόμενος δεν ανήκει στην πολυπληθή αλλά και συμπαθή εκείνη κατηγορία των Ελλήνων που εξυμνούν μια χαμένη γραφικότητα ή τις παραδόσεις μας. Γνωρίζει ότι η «ανάπτυξη» υπήρξε και απαραίτητη, και σε πολλά βελτίωσε την καθημερινότητά μας. Άλλο όμως ανάπτυξη με κάποια φροντίδα για ό,τι μας κληρονόμησε η φύση και η διαδρομή των πολιτισμών, κι άλλο αυτή η ασίγαστη μανία καταστροφής, που περιφρονεί το «ήθος» και τη μοναδικότητα του τόπου.
Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι η περιφρόνηση αυτή εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους. Πρώτα και κύρια, με μια πολεοδομική αυθαιρεσία που έχει προσλάβει τον χαρακτήρα επιδημίας. Και όπου όμως υπάρχει πολεοδομική «νομιμότης», είναι συνήθως φανερή η απουσία της αρχιτεκτονικής ματιάς, ενός ελάχιστου σεβασμού στο τοπίο και τα «μέτρα» του. Συνοδός, αλλά και σε μεγάλο βαθμό γενεσιουργός αιτία αυτής της καταστάσεως, είναι ένας τουρισμός μαζικός – all inclusive!– με εκφυλισμένη την ποιότητα και τις αναζητήσεις του. Η σταθερή, τέλος, κάποτε ύπουλη και άλλοτε καταιγιστική αλλοίωση των αξιών της τοπικής ζωής και του κοινωνικού ιστού της δεν άφησε να δημιουργηθούν τα αναχώματα μιας άλλης προοπτικής.
Έτσι, τα νησιά του Αιγαίου, τα Ιόνια νησιά και η Κρήτη παρουσιάζουν, από χρόνο σε χρόνο, μια σταθερή εκποίηση του δομημένου ή του φυσικού τους περιβάλλοντος. Από κοντά και όσοι τόποι ελληνικοί, παραλίες και πόλεις, έτυχε να έχουν ευνοηθεί από τον Θεό και την αγάπη των ανθρώπων τους. Η πικρή λοιπόν αλήθεια είναι ότι κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια μια παραζάλη αξιών, με κύριο άξονα το κέρδος. Όπου μάλιστα υπάρχει ακόμα ζωογόνα η ανάσα της θάλασσας ή του τοπίου, ο επισκέπτης μένει με ένα σφίξιμο στην καρδιά: εκεί, του χρόνου, ίσως φυτρώσει ένα θηριώδες ξενοδοχείο ή μικρά αυθαίρετα εξαμβλώματα. Ύστερα ο χώρος θα γεμίσει από μαγαζάκια με πανομοιότυπη τουριστική πραμάτεια και παράγκες για τη βραδινή μας διασκέδαση.
Τα ελληνικά νησιά, λοιπόν, τόποι μαγικοί της αλήθειας και του μύθου, ομφαλοί του πελάγους και της ιστορίας μας, λίγες μνήμες διατηρούν από το παρελθόν και τη φυσική τους ομορφιά. Κάποια από αυτά -όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Πάρος- υπάρχουν κυρίως ως σκελετοί έμφορτοι από ασβεστωμένο τσιμέντο και ως σημεία επιδείξεως της κοσμικής μας παραλυσίας. Άλλα πάλι βρίσκονται στο μεταίχμιο. Ενώ διατηρούν την εσωτερική τους ζωή, έχουν εκχωρήσει μέρος των ευλογημένων εδαφών τους στη διεθνή τουριστική αλητεία. Έτσι, ολόκληρες περιοχές στην Κρήτη, στην Κέρκυρα ή στη Ρόδο ζουν το καλοκαίρι υπό μια βάναυση κατοχή. Ενώ ο χειμώνας μοιάζει σαν να θρηνεί για τα όσα έζησε και είδε. Τα πολυπληθή, ωστόσο, κατασκευάσματα διαμονής και ψυχαγωγίας υπενθυμίζουν ότι το κακό δεν πέρασε, ότι θα υπάρχει ίσως οδυνηρότερο και το επόμενο καλοκαίρι.
Όπου μάλιστα απομένει ακόμα ένας όρμος αναλλοίωτος, θωπευτικός της ψυχής μας, είναι βέβαιο ότι έχει ήδη γραφεί -και ίσως έχει υποβληθεί «αρμοδίως»- το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου του.Υπάρχει, βέβαια, πάντα το ερώτημα για τα αίτια και τις ερμηνείες του φαινομένου. Οι γνωστές γενικότητες που επιστρατεύονται για την ερμηνεία του δεν επαρκούν. Η έλλειψη προγραμματισμού και ο φόβος του πολιτικού κόστους, η πολεοδομική ασυναρτησία και η στρεβλή ανάπτυξη, το ανύπαρκτο κράτος» και η επιδημία του εύκολου πλουτισμού -και τόσα άλλα- είναι λίγο ή πολύ σωστά. Εξαντλούνται όμως σε φαύλους κύκλους. Υποπτεύομαι λοιπόν ότι κάποια παράμετρος διαφεύγει, που ίσως είναι καθοριστική. Είναι, φοβούμαι, ο επιφανειακός «πατριωτισμός» μας…
Είναι, φοβούμαι, ο επιφανειακός «πατριωτισμός» μας.
Δεν ξέρω για τους πολέμους. Ο πατριωτισμός, όμως, όταν τα πράγματα είναι ειρηνικά, είναι υπόθεση δύσκολη. Χρειάζεται να πειθαρχεί κανείς σε αξίες που αναφέρονται στο μέλλον και να συλλαμβάνει, έστω και διαισθητικά, την ουσία του τόπου και της Ιστορίας του. Σε μας, από τα σχολικά μας χρόνια, αναπτύσσεται ένα υπόγειο μίσος -ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο κυνισμός- προς τις αισθητικές συντεταγμένες του τόπου, προς τις διαδρομές της Τέχνης και της κουλτούρας του. Στη διαμόρφωση του συλλογικού αυτού υποσυνείδητου, σημαντικό ρόλο παίζει ένα «ύφος» σχολικής παιδείας που παραμένει στην εθνική ομφαλοσκόπηση. Δεν διδάσκει, αλλά απωθεί. Είναι λοιπόν λογικό ότι το σύνδρομο καταστροφής που μας κατέχει συνοδεύεται και από τα απαραίτητα αισθήματα ενοχής. Ενώ οι δυνάμεις καταστροφής κυριαρχούν, η επίκληση της παραδόσεως, του πολιτισμού και των ψυχικών μας αρετών είναι κοινός τόπος. Οι γενικεύσεις βέβαια είναι πάντοτε άδικες, και είναι διπλά σωστό να αναζητά κανείς τις εξαιρέσεις. Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι -Έλληνες του καλοκαιριού- που στέγασαν με γούστο και μεράκι τις οικιστικές φιλοδοξίες τους, και άλλοι πάλι που αγωνίζονται να σώσουν ό,τι μπορούν από το περιβάλλον γύρω τους.
Ένα αξιοσημείωτο άλλωστε φαινόμενο δεν φαίνεται να χάνει καθόλου τη λάμψη του στην καλοκαιρινή Ελλάδα. Είναι μια ιδιότυπη πολιτιστική έκρηξη. Όπως η Μεγάλη Έκρηξη που δημιούργησε το Σύμπαν, εκδηλώνεται ταυτόχρονα και παντού. Σε πόλεις και μικρά νησιά, σε δήμους και οικισμούς. Ο δυναμισμός μάλιστα του φαινομένου είναι αξιοθαύμαστος. Εκδηλώνεται με θεατρικές παραστάσεις και μουσικές κάθε είδους, ομιλίες αλλά και πρωτότυπες «πολιτιστικές» συλλήψεις. Δεν λείπει ασφαλώς και η επιδρομή τηλεοπτικών θιάσων ή λαϊκότροπων τραγουδιστών από την Αθήνα. Λίγο όμως επηρεάζουν το γενικό κλίμα που έχει μιαν αυθεντικότητα, κρύβει αναζητήσεις και μόχθο. Ανεξάρτητα λοιπόν από την ποιότητά τους, που είναι λογικό να ποικίλλει, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις του καλοκαιριού, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, αναδεικνύουν ένα αναπάντεχο πάθος, μια κρυφή και γνήσια λαχτάρα δημιουργίας.
Ποικίλες άλλωστε «οικολογικές» κινήσεις δίδουν μια δύσκολη μάχη ανά την επικράτεια. Είναι βέβαια γεγονός ότι συχνά καλύπτουν κρυφές ιδιοτέλειες. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις υπερασπίζονται με πάθος και επιμονή τα ίχνη αιώνων και τη μοναδικότητα ενός περιβάλλοντος, που την επιβουλεύονται τα ρεύματα της εποχής. Υπάρχουν ακόμα επιχειρηματίες που προσέχουν τα κτίσματα και τις υπηρεσίες τους, ενώ δεν λείπουν από το φάσμα το πολιτικό ή της δημόσιας διοίκησης οι άνθρωποι που έχουν συλλάβει την ανάγκη μιας διαφορετικής πορείας. Παρ’ όλο λοιπόν τον ασφυκτικό εναγκαλισμό τους από αντίρροπες δυνάμεις και τη γραφειοκρατία, αγωνίζονται να πραγματώσουν το μικρό ή το μεγάλο τους όνειρο. Όσο όμως και αν πληθύνονται παρόμοιες αιχμές ανθρώπων και ομάδων -κι έχω την αίσθηση ότι πληθύνονται- δεν αρκεί. Όπως έλεγαν οι παλαιότεροι, η «κυριαρχούσα» ιδεολογία είναι άλλη.
Η κυριαρχία αυτής της ιδεολογίας θα φαινόταν πικρή, αλλά ίσως φυσιολογική, αν δεν ορκιζόμασταν ταυτόχρονα, ο καθένας μόνος του αλλά και όλο το έθνος μαζί, στη μοναδικότητα του τόπου και της ψυχής του. Σε κάθε ευκαιρία οι αρετές της θάλασσας ή του πολιτισμού μας εξυμνούνται με πάθος, ενώ οι τηλεοπτικές κάμερες αρέσκονται να μεταδίδουν δηλώσεις των επιφανών της πολιτικής και του θεάματος από τις ειδυλλιακές περιηγήσεις τους ανά τα ελληνικά νησιά. Σπάνια ακούγεται από την ηγέτιδα αυτή τάξη του τόπου κάποια έγνοια, κάποια ανησυχία για την ορατή σημερινή τους έκπτωση. Η υποψία, λοιπόν, ότι τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό χαρακτηρίζει ένας επιδερμικός πατριωτισμός, αλλά και μια βαθύτερη έλλειψη ευαισθησίας, υπονομεύει τις ελπίδες για μια αλλαγή πλεύσεως.
Ίσως όμως οι επόμενες γενιές, έντρομες από τη δική μας αναλγησία και τις κυρίαρχες αξίες, αναζητήσουν, πάλι, μια διαφορετική ποιότητα ζωής. Είναι λοιπόν ευτύχημα ότι λειτουργούν ακόμη, σε τόπους απομακρυσμένους και σε παραλίες, σε καταλύματα καλοκαιρινά και σε παρέες, τα κρυφά σχολειά του καλοκαιριού. Είναι χώροι που διατηρούν ακόμη το μέτρο και την αισθητική, που αντιμετωπίζουν τον επισκέπτη του καλοκαιριού ως ανθρώπινη μονάδα και όχι ως αριθμό. Εκεί, στα κρυφά σχολειά του καλοκαιριού, υπάρχει ακόμα αγάπη για τον τόπο και τις μυστικές φωνές του.
Ο ρόλος τους λοιπόν, όπως σε κάθε κρυφό σχολειό, είναι να διασώσουν το κριτήριο και το δίδαγμα. Κριτήριο για το πώς ήτανε κάποτε ή πώς έπρεπε να είναι οι θάλασσες και η φύση της χώρας. Και δίδαγμα, με την ελπίδα ότι θα υπάρξουν γενιές καλύτερες από τη δική μας, που θα υποστείλουν το εθνικό υποσυνείδητο καταστροφής και θα περιορίσουν στα ανεκτά όρια τη μικρόνοια και το συμφέρον. Τότε, μαζί με τον λυγμό του καλοκαιριού, θα ακουσθούν και πάλι τα θεσπέσια τραγούδια του. Αυτά που ανέδιδαν, αιώνες τώρα, τα βουνά και οι θάλασσες, οι φιλόξενες ψυχές και η ιστορία του τόπου.
Ο Γιώργος Γραμματικάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 21 Μαΐου 1939) είναι Έλληνας φυσικός, πανεπιστημιακός ομότιμος καθηγητής, πρώην πρύτανης, συγγραφέας και πρώην ευρωβουλευτής