Πριν από πέντε χρόνια ένας άσημος συγγραφέας κατέκτησε το πολυπόθητο βραβείο Πούλιτζερ. Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί τρομερή είδηση: πολλοί συγγραφείς γίνονται γνωστοί μετά από τη βράβευσή τους με κάποιο προβεβλημένο λογοτεχνικό βραβείο. Η είδηση όμως ήταν με τι είδους μυθιστόρημα ο εν λόγω συγγραφέας Άντριου Σων Γκρίερ κατέκτησε το Πούλιτζερ: με μια γλυκόπικρη γκέι ρομαντική κομεντί! Στη μακρόχρονη ιστορία των Πούλιτζερ εγώ δεν θυμάμαι να βραβεύονται κωμικά έργα, πόσο μάλλον ανάλαφρες ρομαντικές κομεντί.
Πέντε χρόνια αργότερα λοιπόν ο Γκρίερ επιστρέφει με τη συνέχεια του βραβευμένου του μυθιστορήματος με τον τίτλο Η Πλάνη του Πλην. Η συνταγή είναι η ίδια. Άλλωστε ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος για τον Γκρίερ να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο που του έφερε φήμη και εμπορική επιτυχία, αλλά αυτό συνεπάγεται το να θυσιάσει την εξέλιξή του ως συγγραφέα, το να τολμήσει να αλλάξει και να ωριμάσει, να εμπλουτίσει τη γραφή του με μεγαλύτερο βάθος. Έστω κι έτσι, η ίδια συνταγή δεν σημαίνει ότι είναι εξ’ ορισμού και αποτυχημένη.
Και πάλι το μυθιστόρημα δομείται πάνω σε ένα ταξίδι. Ο πρωταγωνιστής Άρθουρ Πλην, ο «ελάσσων Αμερικάνος συγγραφέας», όπως ο ίδιος ο Γκρίερ αποκαλεί με αυτοσαρκασμό το alter ego του, έρχεται αντιμέτωπος με μια οικονομική κρίση που τον οδηγεί να κάνει ένα ταξίδι στην Αμερική από άκρη σε άκρη, από τη δυτική στην ανατολική ακτή, προκειμένου να βγάλει χρήματα για να πληρώσει παλιά χρέη. Αυτή τη φορά λοιπόν, το ταξίδι δεν είναι σε άλλες ηπείρους, όπως στο πρώτο μυθιστόρημα, αλλά μέσα στην ίδια την Αμερική, τη χώρα του, μια χώρα που όπως αποδεικνύεται δεν γνωρίζει και τόσο καλά και η οποία κρύβει αναρίθμητες εκπλήξεις. Το ταξίδι του τον οδηγεί από το Σαν Φρανσίσκο στην Αριζόνα, το Νιου Μέξικο, το Τέξας, την Αλαμπάμα, την Τζόρτζια και τέλος στο Ντέλαγουερ.
Εδώ λοιπόν βρίσκεται η βασική διαφορά με το προηγούμενο βιβλίο. Το ότι η οδύσσεια του Πλην αυτή τη φορά είναι αμερικάνικη, οδηγεί τον Γκρίερ να προχωρήσει σε κάποια σχόλια γύρω από την κατάσταση του έθνους, κάτι που είχε αποφύγει ολοκληρωτικά στο πρώτο βιβλίο. Οι ίδιοι οι τόποι που επισκέπτεται απέχουν πολύ από τους μικρόκοσμους των φιλελεύθερων ελίτ αστικών κέντρων της ανατολικής και δυτικής ακτής. Έτσι, ο Πλην, θέλοντας και μη έρχεται αντιμέτωπος με τη μέση Αμερική που φοβάται, την Αμερική που (θεωρητικά τουλάχιστον) δεν αποδέχεται την ομοφυλοφιλία του, μια Αμερική μυστηριώδη και μυστηριακή, μια Αμερική αντιφατική και πληθωρική.
Όμως ο Γκρίερ δεν είναι συγγραφέας με διαπεραστική πολιτική ή κοινωνική ματιά. Οι φορές που αγγίζει τέτοιου είδους ζητήματα είναι σχετικά λίγες και πάλι αποφεύγει να δώσει βάθος, πιθανότατα επειδή δεν μπορεί, είναι εκτός του δικού του ρεπερτορίου (η άβολη σκηνή σε ένα τουρ μιας αριστοκρατικής έπαυλης με βαμβακοφυτείες και καλύβες σκλάβων στο νότο είναι η πιο πετυχημένη). Ο Γκρίερ είναι στο στοιχείο του όταν μιλάει για τη βιοπάλη των συγγραφέων και διανοούμενων, όταν εκφράζει τις ανασφάλειες και τα άγχη του, όταν αποτυπώνει το τι σημαίνει να νιώθεις παντού ξένος και ασύνδετος, όταν περιγράφει τις ατέλειες αλλά και τις ξαφνικές εκλάμψεις ενός χαρακτήρα.
Ένα δεύτερο στοιχείο που προσπαθεί ο Γκρίερ να προσδώσει στο μυθιστόρημα, ώστε να το ξεχωρίσει από το προηγούμενο είναι ότι αυτή τη φορά ο Πλην προχωράει σε μία εξερεύνηση όχι μόνο της Αμερικής αλλά και του εαυτού του μέσα από τις ίδιες του τις ρίζες. Εν ολίγοις, ο Πλην στρέφεται, θέλοντας και μη, προς την οικογένειά του, κάτι για το οποίο γνωρίζαμε λίγα πράγματα στο πρώτο βιβλίο.
Οι βασικές αρετές του Γκρίερ κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους. Το χιούμορ και πάλι υπάρχει, όπως και στο πρώτο βιβλίο, το ίδιο και η μελαγχολία. Τίποτα από τα δύο δεν είναι ισοπεδωτικό, δεν είναι υπερβολικό. Ο Γκρίερ ουσιαστικά μας παρουσιάζει και πάλι τον εαυτό του, έναν εαυτό που μοιάζει με το ελάφι μπροστά στους προβολείς ενός επερχόμενου αυτοκινήτου. Και η σουρεαλιστική γεύση επιστρέφει. Πολλές σκηνές μοιάζουν βγαλμένες από ένα πολύχρωμο όνειρο, έχουν μια παραισθησιογόνα διάσταση, άλλοτε με στοιχεία φαρσοκωμωδίας και άλλοτε με πιο νηφάλια, σχεδόν αποκαλυπτική.
Όμως εκεί που χάνει είναι στο πόσο αγκιστρωμένος είναι στα κλισέ της ρομαντικής κομεντί. Η εξέλιξη της πλοκής του είναι προβλέψιμη, κάτι όχι απαραίτητα κακό αν δεν ακολουθούσε τόσο πεπατημένες οδούς. Όλα μοιάζουν βγαλμένα από μια μέτρια χολιγουντιανή ταινία. Στο μόνο σημείο που ο Γκρίερ πειραματίζεται ελαφρώς είναι στην αφηγηματική φωνή, την οπτική γωνία δηλαδή, η οποία διατηρεί μια απόσταση από τον αντιήρωα και μια φρεσκάδα.
Όσοι απόλαυσαν το Πλην θα απολαύσουν και την Πλάνη του Πλην, όλα τα κύρια συστατικά είναι εδώ. Όμως όσοι ήλπιζαν να δουν την εξέλιξη του Γκρίερ ως συγγραφέα, να δουν κάποιον που, επιτέλους έχοντας εξασφαλιστεί επαγγελματικά μπορεί πλέον να αλλάξει πίστα και να δοκιμάσει ως πού μπορεί να φτάσει, θα απογοητευτούν. Ίσως η προκαταβολή του εκδότη να νίκησε την καλλιτεχνική φιλοδοξία. Ίσως πάλι αυτή η φιλοδοξία πολύ απλά να μην είναι εκεί.