Η έννοια της γενιάς έχει μπει για τα καλά στη δημόσια συζήτηση και στην Ελλάδα. Με αρκετή καθυστέρηση βέβαια, αν σκεφτούμε ότι σε πολλές χώρες αυτές οι περίεργες ονομασίες –γενιά Χ, millennials, γενιά Ζ– αποτελούν εδώ και πολύ καιρό ένα βασικό «κλειδί» με το οποίο επιχειρείται να ερηνευθούν οι μετασχηματισμοί και οι συγκρούσεις του χαοτικού μας κόσμου. Στα καθ’ ημάς, μέχρι πολύ πρόσφατα, η μοναδική γενιά που ως τέτοια μας είχε απασχολήσει, τόσο στην επιστημονική όσο και στη δημόσια σφαίρα, ήταν η «γενιά του Πολυτεχνείου», δηλαδή η ελληνική εκδοχή της γενιάς των boomers, των παιδιών της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η έννοια της γενιάς αρχίζει να αναδύεται ως ερμηνευτικό εργαλείο με ευρύτερη αποδοχή και χρησιμότητα. Βιβλία, άρθρα, έρευνες κοινής γνώμης οργανώνονται γύρω από αυτό το μέχρι πρότινος ελάχιστα οικείο εργαλείο κατανόησης του κοινωνικού κόσμου και της σύγχρονης ιστορίας. Ασφαλώς, γνωρίζουμε πια ότι η γενιά ορίζεται μεν συμβατικά αλλά είναι κάτι παραπάνω από απλώς ηλικιακές «φέτες» ανθρώπων. Η ιστορικοποίηση του όρου είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ερμηνευτική του εμβέλεια.
Οι boomers δεν είναι απλώς τα παιδιά του μεταπολεμικού baby boom, που γεννήθηκαν μεταξύ 1945 και 1965. Είναι μια κατηγορία ανθρώπων που μεγάλωσαν και διαμόρφωσαν την ταυτότητά τους μέσα σε κοινές εθνικές και παγκόσμιες συνθήκες: στις συνθήκες της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, της πλήρους εργασίας και του κοινωνικού κράτους, της βιοτικής ασφάλειας που επέτρεψε τη διεύρυνση των αξιακών αναζητήσεων σε νέα πεδία, όπως η οικολογία, η ποιότητα ζωής, το αντιπολεμικό κίνημα, η ισότητα των φύλων, τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και αν για τη γενιά αυτή γνωρίζουμε κάποια ή αρκετά πράγματα, πλέον κάνουν την εμφάνισή τους στο προσκήνιο και οι επόμενες γενιές. Η μεταιχμιακή γενιά Χ και κυρίως οι millennials, οι γεννημένοι μεταξύ 1981 και 1996 συμβατικά – με πιο ιστορικούς όρους, τα παιδιά της νέας χιλιετίας, που διαμορφώθηκαν μέσα στους ανέμους αισιοδοξίας της χαρούμενης παγκοσμιοποίησης στη δεκαετία του 2000, που ήρθαν όμως αντιμέτωπα με τη ματαίωση των προσδοκιών που έφερε η κρίση του 2008 για μια γενιά εξαιρετικά μορφωμένη, διεθνοποιημένη, γεννημένη σχεδόν μέσα στον ψηφιακό κόσμο. Και βέβαια, ακολουθεί η περισσότερο αχαρτογράφητη γενιά Ζ, τα παιδιά των «πολυκρίσεων» που ξεκίνησαν με την παγκόσμια οικονομική κρίση και συνεχίζονται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα.
Το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολόπουλου Οι millennials στον δρόμο έρχεται να προστεθεί και να προσθέσει μια νέα διάσταση σε αυτή τη συζήτηση που ολοένα διευρύνεται και εμβαθύνει. Κυριολεκτικά ακούραστος μελετητής ο ίδιος της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων, όχι από καθέδρας αλλά μέσα στο πεδίο, με ματιά επιστημονικά ενήμερη αλλά και όσο χρειάζεται έκκεντρη ώστε να μην κλείνεται σε συμβατικές προσεγγίσεις, ο Παπανικολόπουλος μεταφέρει το βασικό αντικείμενο των ερευνητικών του ενδιαφερόντων στο πεδίο της γενιάς, με επίκεντρο τους Έλληνες millennials. Της γενιάς δηλαδή που στην αρχή της πιο παραγωγικής της φάσης έζησε την ελληνική κρίση, τη χρεοκοπία και τους πολιτικούς και κοινωνικούς κλυδωνισμούς που προκάλεσε, αλλά και τις κρίσεις που ακολούθησαν (μεταναστευτική, κλιματική, γεωπολιτική, υγειονομική και πάει λέγοντας).
Ως ερευνητικό εγχείρημα έχει μια διπλή αξία, τόσο για όσους ενδιαφέρονται γενικώς να κατανοήσουν αυτή τη γενιά όσο και για όσους θα το βλέπαμε ως μια άσκηση αυτογνωσίας καθώς ανήκουμε πάνω κάτω σε αυτήν. Από τη μία, το Οι millennials στον δρόμο εντάσσει την ελληνική γενιά της κρίσης στη διεθνή βιβλιογραφία, την πλαισιώνει με όσα ξέρουμε από τη διεθνή συζήτηση για τους millennials, δείχνοντας ότι ανταποκρίνεται στις αναμονές της «θεωρίας». Η ελληνική κινηματική γενιά των millennials δεν αποτελεί κομμάτι ενός υποτιθέμενου ελληνικού εξαιρετισμού αλλά εντάσσεται σε ένα υπερεθνικό παράδειγμα: ως digital natives, δικτυώνονται και κινητοποιούνται χρησιμοποιώντας το οικείο εργαλείο του διαδικτύου, προτιμούν τις οριζόντιες, αποκεντρωμένες και μη ιεραρχικές δομές οργάνωσης, ενσωματώνουν νέες, διαθεματικές αξίες και ρεπερτόρια δράσης, η πολιτικοποίησή τους (μας) εκκινεί από συνθήκες μιας διευρυμένης επισφάλειας αλλά και μιας καχυποψίας προς το πολιτικό σύστημα, αναπτύσσεται μέσα στις ανισότητες του σύγχρονου κόσμου, η συλλογικότητα συνυπάρχει και συγκρούεται ταυτόχρονα με την έντονη εξατομίκευση. Από την άλλη, οι millennials στην Ελλάδα, όπως και παντού, δεν είναι μια μονολιθική γενιά· διέπονται από εσωτερικές αντιθέσεις αλλά επίσης κατασκευάζουν την ταυτότητά τους σε σχέση (και αντίθεση) με άλλες γενιές.
Το βιβλίο συνοψίζει τα ευρήματα μιας εκτενούς έρευνας που συνδυάζει τη συμμετοχική παρατήρηση με μια σειράσ υνεντεύξεων με άτομα που συμμετέχουν σε μορφές συλλογικής δράσης στην Ελλάδα. Το υλικό είναι πλούσιο και επιτρέπει στον συγγραφέα να θέσει στο τραπέζι της έρευνας και του διαλόγου ένα ολόκληρο φάσμα ζητημάτων. Θα μπορούσε κανείς να εγείρει ορισμένες ενστάσεις, όπως για παράδειγμα το ότι η πειστική ποιοτική διάσταση της έρευνας συνοδεύεται από μια ποσοτική αποτύπωση που όμως θα χρειαζόταν μια αυτοτελή ποσοτική έρευνα για να είναι πλήρης – πάντως το βιβλίο ανοίγει πεδία ερωτημάτων και για αντίστοιχες προσεγγίσεις. Ή ότι η επιλογή να αφεθεί εκτός ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης συλλογικής δράσης, ο ακτιβισμός με συντηρητικό ή και ακροδεξιό πρόσημο, αφαιρεί από την πληρότητα του εγχειρήματος, ιδίως αν σκεφτούμε τη βαρύτητα που είχαν στην πρόσφατη πολιτική ιστορία μας οι κινητοποιήσεις λ.χ. για το «Μακεδονικό» με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Παρ’ όλα αυτά, το Οι millennials στον δρόμο παραμένει μια σημαντική συμβολή στο πεδίο της έρευνας για τις γενιές στην Ελλάδα, αλλά και ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα για όποιον και όποια θέλει να εντρυφήσει σε αυτή την σχετικά καινούρια στα καθ’ ημάς αλλά ουσιαστική συζήτηση. Ας το επαναλάβουμε: είναι και μια άσκηση αυτογνωσίας για όσους και όσες είχαμε την τύχη ή την ατυχία να ανήκουμε στη γενιά των μεγάλων ματαιωμένων προσδοκιών, που ακόμη αναζητά να κατασκευάσει την ατομική και συλλογική της βιογραφία.
* Πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας