Όλοι γνωρίζουμε πως ο Οδυσσέας πέρα από ευφυής και ικανός πολεμιστής, ήταν επίσης και χαρακτηριστικός τύπος άνδρα που του άρεσε ο ποδόγυρος σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και ο γίγαντας της σύγχρονης πολιτικής σκηνής και της λογοτεχνίας Μάρκος Μπόλαρης δακρύζει από συγκίνηση κάθε φορά που διαβάζει την ιστορία του μυθικού ήρωα.
Στον αντίποδα όμως δεν θα χαρακτηρίζονταν το ίδιο ικανός καπετάνιος, ο ορισμός του αρνητή χάρτη-πυξίδας, αφού κατάφερε ταξίδι ολίγων ημερών να το μετατρέψει σε μια άνευ προηγουμένου περιπέτεια, κατά τα λεγόμενά του πάντα.
Επιστρέφοντας λοιπόν από την Τροία στην Ιθάκη, αντί το πλήρωμά του που τον έφαγαν στη μάπα τουλάχιστον μια δεκαετία και τον ήξεραν σαν κάλπικη δεκάρα, να τον φιμώσουν και να τον πετάξουν στο αμπάρι όπως οι Γαλάτες τον Κακοφωνίξ ώστε να φτάσουν σπίτι στην ώρα τους, μαγεύτηκαν από το κατόρθωμά του με τον Δούρειο Ίππο, υπάκουσαν στις προσταγές του, καλά όχι και τόσο πιστά, με αποτέλεσμα σύντομα να μην μείνει κανένας τους ζωντανός.
Ο βασιλιάς της Ιθάκης όμως και πρωταγωνιστής της ιστορίας μας είχε άλλη διαδρομή. Πρώτα πέρασε από τα χέρια του κούγκαρ της Κίρκης η οποία του ρούφηξε καθώς φαίνεται μέχρι και τον νωτιαίο μυελό, ενώ έπεσε στη συνέχεια στη λυσσάρα την Καλυψώ. Φήμες κυκλοφορούν πως αργότερα έπαιξε και με το τόπι της Ναυσικάς πριν καταφέρει εντέλει να επιστρέψει σπίτι του.
Εκεί επανάφερε τις ρυθμίσεις άντρας, βασιλιάς, πολεμιστής και σύζυγος τα πήρε στην κράνα με την επερχόμενη αλλαγή που του σχεδίαζαν οι μνηστήρες στο Ε9 μαζί και το κέρατο που του ετοίμαζαν, δικαστήρια δεν είχαν στο νησί για να τα βρουν πολιτισμένα, οπότε κατά τα ειωθότα, τους έστειλε εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ εν τόπω αναψύξεως.
Όταν τελείωσε το «θεάρεστο» έργο του πάντα με την επιφοίτηση της προστάτιδός του Αθηνάς Παλλάδος, γυναίκα θεά μεν, παρθένα δε αρκετά μετά την εφηβεία της τι άλλες συμβουλές να του έδινε, πήρε στην αγκαλιά του την Πηνελόπη η οποία είχε να δει χαρά στα σκέλια της είκοσι χρόνια και απόλαυσαν την επανασύνδεσή τους με τρόπο που δεν μπορεί να περιγραφεί με λεπτομέρειες σε περιόδους νηστείας και προσευχής.
Αφού ποτίστηκε λοιπόν το χωράφι πολλάκις και πλειστάκις ξεκίνησε η Πηνελοπίτσα τις ερωτήσεις για την πολυετή απουσία του.
Γίγαντας ο Οδυσσέας, γνήσιο αρσενικό, αντί να πει την αλήθεια, πως δηλαδή στούκαρε το καράβι ο άμπαλος, δεν μπόρεσε να πειθαρχήσει τους άντρες του, ενώ δεν το είχε με τη ναυσιπλοΐα άρχισε τον πρόλογο, «Πηνελόπη μοναδική μου αγάπη» εξιστόρησε τα κατορθώματά του στην Τροία κι επινόησε την Οδύσσεια η οποία έχει πολλά, πάρα πολλά δικαστήρια με την αλήθεια.
Χαρούμενη, περήφανη για τον άνδρα της κι ικανοποιημένη η Πηνελόπη, μάλλον είχαν αποκρυφτεί τα κεφάλαια Κίρκη, Καλυψώ και Ναυσικά, που πλέον δεν θα αντιμετώπιζε μόνη τη ζωή δεν συνέχισε τις ερωτήσεις. Συνταξιούχος των μαχών ο Οδυσσέας άραξε την πέτσα του στο νησί. Βασιλικά καθήκοντα, παλάτι, ύπνο στον καναπέ, στα δωμάτια των υπηρετριών, καφενείο, κυνήγι, ψάρεμα, κτήμα και πανηγύρια, δηλαδή ζωάρα και ανεμελιά.
Έλα όμως που η Κίρκη η οποία ήταν η ιδρύτρια του κινήματος #άντρες_γουρούνια είχε αποκτήσει με τον Οδυσσέα τον Τηλέγονο, το όνομά του σήμαινε «αυτός που γεννήθηκε μακρυά», κάτι που ο Έλλην άνδρας και ήρωάς μας αγνοούσε. Μεγάλωσε το παλικάρι, άρχισε να ρωτά ποιος ήταν ο πατέρας του γιατί έπεφτε μπούλινγκ στο σχολείο και είχε γίνει κομμάτι οξύθυμος.
Σφίγγα όμως η κάρχια η Κίρκη, ληξιαρχείο, κινητά, τηλεόραση, φέισμπουκ και Νικολούλη δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή, απάντηση δεν έπαιρνε, τον έτρωγε η περιέργεια να μάθει την καταγωγή του.
«Μάνα θα φύγω να βρω τις ρίζες μου αφού δεν μου λες ποιος είναι ο πατέρας μου» κι έτσι ο λεβέντης πήγε στο μαντείο της περιοχής να μάθει όσα δεν γνώριζε.
«Πού πας παιδί μου;» αναφώνησε η κλασσική Ελληνίδα μάνα «ίδιος ο πατέρας σου κι ας μην τον ξέρεις» συνέχισε το κήρυγμα, «ζακέτα να πάρεις» κατέληξε, αφού είδε κι απόειδε πως το σπλάχνο της ήταν αμετάπιστο.
Καλά και πετυχημένα μαγαζιά τα μαντεία είχαν κύρος. Λίγο η αμορφωσιά του πλήθους, λίγο η ευπιστία, λίγο η ανάγκη να δοθούν άμεσα απαντήσεις έτοιμη η πελατεία.
Άλλωστε διαχρονικά είναι εξαιρετικά επικερδείς οι επιχειρήσεις που πουλάνε παπατζηλίκι κι ελπίδα.
Παίρνει χρησμό λοιπόν να μπει σε πλοίο και να ιδρύσει πόλη εκεί που θα συναντήσει στεφανωμένους αγρότες να χορεύουν.
Επιβιβάζεται ο Τηλέγονος στο καράβι, ναυαγεί όμως κι αυτός, δεν χρειάζονταν να κάνει τεστ DNA όλοι καταλάβαμε από που κληρονόμησε τις ικανότητες στο νερό. Σύμπτωση όμως το νησί που τον ξέβρασε η θάλασσα ήταν η Ιθάκη. Ντιλίβερι δεν είχε τότε εφευρεθεί, χρήματα δεν είχε μαζί του, άρχισε το στομάχι να παίζει μαντολίνο. Κλέβει μια φορά ένα πρόβατο για να κορέσει την πείνα του, κλέβει δεύτερη παρατήρησε ο Οδυσσέας το λογιστικό έλλειμα κι άρχισε να ψάχνει τι συμβαίνει. Συναντιούνται λοιπόν πατέρας και γιος χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλο, μαζί κι ο Τηλέμαχος ο έτερος γιος του Οδυσσέα από την Πηνελόπη.
Με το αρνί στην πλάτη ο Τηλέγονος, τον βλέπει ο Οδυσσέας κι έγινε έξαλλος.
«Πού πας με το αρνί ρε;» του φωνάζει αγριεμένα ο άρχων του νησιού και κτηνοτρόφος. «Ρε; Εγώ το ρε δεν το σηκώνω» του απαντάει ο νεαρός και χωρίς πολλά πολλά του καρφώνει το δηλητηριασμένο δόρυ που κρατούσε στο στέρνο.
Πεθαίνει άδοξα ο καημένος ο βασιλιάς της Ιθάκης όπως το είχε προβλέψει άλλωστε ο κακό ψόφο να ‘χει ο αρχιγκαντέμης ο μάντης Τειρεσίας που καλή κουβέντα δεν είχε πει ποτέ στη ζωή του. Χωρίς να γίνεται γνωστό πως και με πολλές λεπτομέρειες καταλαβαίνει το παλικάρι ποιον δολοφόνησε και μετατρέπεται ο μύθος από χολιγουντιανή περιπέτεια σε ελληνική δραματική ταινία του 60.
Γεμάτος τύψεις ο Τηλέγονος συγχωρείται από τον Τηλέμαχο πηγαίνουν στο παλάτι, με συνοπτικές διαδικασίες παίρνουν την Πηνελόπη για να μην επαναληφθούν έκτροπα με νέους μνηστήρες και μετακομίζουν όλοι μαζί στη νήσο Αία, αυτή που σήμερα φημολογείται πως είναι η περιοχή Τόρεα Πάολα το όνομά της που μοιάζει με νησί και βρίσκεται στο Λάτιο νότια της Ρώμης. Η Κίρκη παράλληλα χρησιμοποιώντας τις μαγικές ικανότητές της τους έκανε όλους αθάνατους.
Χήρες ούσες, Πηνελόπη και Κίρκη αναστέναζαν καθώς έβλεπαν τα νεαρά ηλιοκαμένα παλικάρια όλο σφρίγος που το αργασμένο δέρμα τους το ‘χε ποτίσει η αρμύρα να παίζουν στην παραλία. Παρατήρησαν όμως και τα αγόρια τα όλο νόημα βλέμματα από τα μιλφάκια, η γριά κότα λένε πως έχει το ζουμί, έγειρε ο Τηλέμαχος προς την Κίρκη έκλεισε το μάτι η Πηνελόπη στον Τηλέγονο τις πλεύρισαν έπαιζε στο ραδιόφωνο κάτι τραγουδάκια τρε σαντιμεντάλ, να τα γελάκια, να τα «αχ καλέ μη» και τα λοιπά και τα λοιπά…
Πέρασαν δε όλοι τόσο καλά που στο τέλος παντρεύτηκαν. Ήρθε και η Αθηνά να δώσει την ευλογία της μπήκε το χορευτικό με την ορχήστρα να παίζει συρτάκι κι άλλα χαρούμενα και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…