Αυτό το κείμενο βρίσκεται στο περίπου. Δεν είναι ακριβώς γιορτινό, ούτε ακριβώς νοσταλγικό. Η νοσταλγία προϋποθέτει να θες ν’ αλλάξεις τη ζωή σου στο σήμερα ή να προτίθεσαι να βιώσεις ξανά κάποια πράγματα απ’ την αρχή κι εγώ δεν επιθυμώ τίποτα απ’ τα δύο. Περισσότερο αποτολμώ μια σπουδή στη μνήμη. Με ρωτώ «Πόσο καλά θυμάσαι;», λες και η μνήμη δεν είναι αυστηρά προσωπική. Εκεί, άλλωστε, έγκειται και η σκληρότητά της. Εγώ θυμάμαι τ’ ακροδάχτυλα που ακούμπησαν εκείνα τα μακρινά Χριστούγεννα, κι όσα συνέβησαν στη συνέχεια· έφερνα την αίσθηση στο νου μου για πολύ καιρό, κάθε φορά που ένιωθα μόνη ή απογοητευμένη απ’ τις εξελίξεις, πολιτικές, προσωπικές και άλλες. Ποτέ δεν ρώτησα το πρώτο αγόρι που ερωτεύτηκα τι ακριβώς θυμάται από τότε. Φοβόμουν πως η απάντησή του θα έκρυβε μέσα της όλη αυτή τη σκληρότητα της προσωπικής μνήμης. Προτίμησα ν’ αφήσω το τότε να αιωρείται, όπως οι νιφάδες του χιονιού εκείνο το βράδυ που ξεκίνησα να βγω με την παρέα μου απ’ το σχολείο.
Εκείνη την εποχή το στενό βρισκόταν στα καλύτερά του. Δεν είχε κλαμπάκια σαν τώρα, που κρύβουν τις προσόψεις τους, να μη βλέπει το αδιάκριτο μάτι της περαστικής τι συμβαίνει μέσα, αλλά μπαράκια με τεράστιες τζαμαρίες, απ’ όπου μπορούσες να δεις και ν’ ακούσεις τα πάντα, απ’ το ποια άτομα έχουν πιάσει stand μέχρι τι μουσική παίζει. Με τέτοια κριτήρια επιλέγαμε το μαγαζί. Αν συμπαθούσαμε τον κόσμο που βρισκόταν εκεί, αν υπήρχε κάποια παρέα απ’ τα άλλα Λύκεια με την οποία είχαμε τσακωθεί, αν κάποια πρώην φλερτ περιφέρονταν μπροστά απ’ το μπαρ. Ήμασταν ανήλικα, αλλά παραγγέλναμε πάντα μπουκάλι, σφηνάκια, βότκα-λεμόνι και κοσμοπόλιταν, φορούσαμε τακούνια, βαφόμασταν βαριά, καπνίζαμε, νιώθαμε μεγάλα, για την μικρή μας πόλη, σα να μη μας χωρούσε.
Δεν θυμάμαι πώς λεγόταν το μαγαζί που καθίσαμε. Έφυγα μετά από λίγη ώρα, είχε χτυπήσει το κινητό μου. Διέσχισα μόνη μου τα πλακόστρωτα, παρατηρώντας τα σημεία όπου είχε καθίσει λίγο χιόνι. Δεν πρέπει να το έστρωσε, αλλά αυτό δεν το θυμάμαι με βεβαιότητα. Είχε κρύο. Στο στενό και στη βόλτα έβλεπες απλά τον κόσμο μέσα στα μαγαζιά, απ’ τις τζαμαρίες. Ελάχιστα άτομα κυκλοφορούσαν έξω. Τα περισσότερα είχαν από νωρίς κρατήσεις στ’ αγαπημένα τους μαγαζιά. Εμείς καταλήξαμε στα Πέριξ, στον πάνω όροφο, που ήταν άδειος. Μονολογούσαμε για τον έρωτα, τον ανεκπλήρωτο και τον μισο-εκπληρωμένο, τον αφόρητα ρομαντικοποιημένο κι εξιδανικευμένο εξαιτίας των ταινιών που καταναλώναμε και των περιοδικών που διαβάζαμε, τον έρωτα που αποτελούσε σταθερά στην εφηβική μας ζωή αλλά και βάρος. Πιστεύαμε με ευλάβεια τα περιοδικά και τα sites εκείνη την περίοδο· όλα ανεξαιρέτως έλεγαν ότι, αν είμαστε κορίτσια που ερωτεύονται αγόρια, οφείλουμε να είμαστε πάντα αποτριχωμένα με κερί, βαμμένα, χωρίς ακμή, με ισιωμένα μαλλιά και φακούς επαφής αντί για γυαλιά οράσεως.
Η πραγματικότητα, βέβαια, παρέμενε άλλη, αυτή μιας μικρής, επαρχιακής πόλης όπου οι -10° βαθμοί Κελσίου αποτελούσαν μια αναπόφευκτη καθημερινότητα. Τα μαλλιά φρίζαραν κάτω απ’ τα παχιά μάλλινα σκουφάκια, ο λαιμός ίδρωνε και κρύωνε ταυτόχρονα, τα κασκόλ μάς έκαναν να ξύνουμε τα πρόσωπά μας και το κρύο τα μάτια μας να δακρύζουν (πάει το μακιγιάζ). Σ’ αυτόν τον κόσμο, τον παγωμένο μα παραδόξως φιλόξενο βγήκαμε εκείνη την Παραμονή Χριστουγέννων και η τύχη μάς χαμογέλασε: βρήκαμε τραπέζι στο Chorus, το παλιό, δίπλα στην ξύλινη σκάλα. Εκεί έβαλε το Creep των Radiohead, τα ξημερώματα, την ώρα που ετοιμαζόμασταν να φορέσουμε τα μπουφάν μας και να φύγουμε. Μείναμε, να το ακούσουμε. Στη μνήμη μου υπάρχουν ερωτικές εξομολογήσεις από εκείνη τη βραδιά, μισοειπωμένες, αρθρωμένες μέσα από στίχους τραγουδιών. Καθώς προχωρούσαμε κάτω απ’ τα γιορτινά φωτάκια να πάρουμε ανάμεικτο τοστ, νιώθαμε ευτυχισμένα. Ο ροδόχρωμος ουρανός στο βάθος υποδείκνυε τον ερχομό της νέας μέρας.
Ξημέρωναν Χριστούγεννα.