Η πατριαρχική τάξη πραγμάτων στο πρότυπο του υποταγμένου κτήματος ζει και τσακίζει. Αυτή είναι η σοκαριστική πραγματικότητα και σε όλες τις περιπτώσεις άνδρες σκοτώνουν γυναίκες επειδή θεωρούν ότι έχουν την απόλυτη εξουσία πάνω τους. Θέλοντας να ανοίξουμε τη συζήτηση για τις γυναικοκτονίες, την έμφυλη ισότητα, την κουλτούρα της συναίνεσης συναντήσαμε την Ματίνα Σιώμου, ψυχολόγο του κέντρου για τα έμφυλα δικαιώματα και την ισότητα ΔΙΟΤΙΜΑ και μιλήσαμε για όσα έχουν γίνει, για όσα έχουμε να αντιμετωπίσουμε, όσα χρειάζεται να μάθουμε, όσα έχουμε ανάγκη να ρωτήσουμε και αποφασίσαμε πως θα τα λέμε και θα τα ξαναλέμε μέχρι να μην χρειάζεται πια να τα ξαναπούμε.
Γιατί ο όρος γυναικοκτονία πιστεύετε πως ενοχλεί τόσο;
Ο όρος γυναικοκτονία αναφέρεται ακριβώς στην πιο ακραία μορφή, την κορύφωσητου συνεχούς της έμφυλης βίας και εκθέτει τις ολέθριες συνέπειές της. Καταδεικνύει την έμφυλη διάσταση της δολοφονίας και καταργεί το αφήγημα του «εγκλήματος τιμής ή πάθους». Μπορεί να ενοχλεί επειδή μας κάνει να στρέψουμε το βλέμμα στον καθημερινό σεξισμό και την πατριαρχία – τις συνθήκες που γεννούν την έμφυλη ανισότητα και βία – και να αναγνωρίσουμε ότι οι γυναίκες δολοφονούνται επειδή είναι γυναίκες. Η χρήση του όρου γυναικοκτονία στον καθημερινό και δημόσιο λόγο είναι κρίσιμη, καθώς υπογραμμίζει ακριβώς την έμφυλη διάσταση του εγκλήματος και κάνει το φαινόμενο ορατό.
Και αν τα κάνεις όλα σωστά; Πόσο τραυματικό για τις υπόλοιπες γυναίκες θύματα είναι το έγκλημα της Κυριακής Γρίβα;
Η γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα ακριβώς έξω από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων είναι εξοργιστική και απόλυτα τραυματική για όλες εκείνες τις γυναίκες, οι οποίες ζουν καθημερινά υπό το καθεστώς της βίας και του φόβου. Η Κυριακή Γρίβα τα έκανε όλα σωστά: απευθύνθηκε στις αρμόδιες αρχές, κατήγγειλε τον κακοποιητή της, αναζήτησε βοήθεια και προστασία και εν τέλει δολοφονήθηκε μπροστά στο ΑΤ. Είναι απελπιστικά τρομακτικό το αίσθημα που αντανακλά στο «είμαι μόνη μου» απέναντι στη βία, τόσο τρομακτικό που παγώνει την επιζώσα. Ωστόσο, μαζί με το πάγωμα ενεργοποιείται συχνά και η αγωνία και η αναζήτηση φυγής. Αυτή η ταύτιση των γυναικών επιζωσών με τις γυναίκες θύματα λειτουργεί σαν κάποιου είδους σοκ και ολόκληρο το σώμα λέει «πρέπει να σωθείς».
Το σημείο αυτό που η επιζώσα είναι έτοιμη να εγκαταλείψει τον κακοποιητικό δεσμό είναι και το πιο κρίσιμο και επικίνδυνο. Παρατηρούμε πως οι περισσότερες γυναικοκτονίες συντελούνται ακριβώς τη στιγμή που η γυναίκα θα αποφασίσει να κάνει την έξοδό της από την κακοποιητική σχέση. Αυτή είναι και η στιγμή που ο κακοποιητής θα νιώσει πως χάνει πλέον τον κοινωνικό έλεγχο επί του θύματος, με αποτέλεσμα να κάνει ό,τι μπορεί για να τη σταματήσει. Μετά τη γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα καταγράφουμε μια πολύ σημαντική αύξηση των καταγγελιών από γυναίκες που υφίστανται βία και για το λόγο αυτό, η ανάγκη για την επαναφορά μιας συζήτησης που αφορά την αξιολόγηση του κινδύνου – και από τις αστυνομικές αρχές – και την προσεκτική εφαρμογή ενός εξατομικευμένου ασφαλούς πλάνου εξόδου από την κακοποιητική σχέση, είναι κρίσιμη. Είναι σημαντικό για κάθε γυναίκα που βρίσκεται σε κίνδυνο, να μεθοδεύσει τη φυγή της από μια βίαιη σχέση – με τη βοήθεια ενός εξειδικευμένου συμβούλου, είτε του Κέντρου Διοτίμα ή των Συμβουλευτικών Κέντρων, είτε άλλου αρμόδιου φορέα.
Υπάρχει πρωτόκολλο για τα θύματα έμφυλης βιας; Τηρείται;
Η τελευταία γυναικοκτονία καταδεικνύει επακριβώς πως η αντιμετώπιση των περιστατικών έμφυλης βίας από τις αρχές είναι, όχι μόνον ανεπαρκής και αναποτελεσματική, αλλά μοιραία. Αποδείχθηκε περίτρανα και με τον πιο τραγικό τρόπο πως ακόμα και να υπάρχουν πρωτόκολλα για την ορθή διαχείριση τέτοιων περιστατικών, η δυσπιστία των αρμόδιων αρχών προς τις επιζώσες που καταγγέλλουν, η καχυποψία και η επίρριψη ευθυνών στις ίδιες, δεν επιτρέπουν την εφαρμογή τους. Με το αφήγημα του «γιατί δεν μίλησες» να ξεθωριάζει, αυτό που μένει από πίσω είναι η ελλιπής απόκριση των αρμόδιων φορέων αναφορικά με την υποχρέωση τους εκ του νόμου να προστατέψουν.
Το διακύβευμα και αίτημα αυτή τη στιγμή είναι τόσο η εφαρμογή πρωτοκόλλων άμεσης απόκρισης σε περιστατικά έμφυλης βίας, η αξιολόγη του κινδύνου, ο σχεδιασμός και εφαρμογή ενός πλάνου δράσης και ασφαλούς εξόδου από το κακοποιητικό περιβάλλον, καθώς και η πρόνοια για τα επόμενα βήματα της κάθε επιζώσας – όσο και η αφύπνιση της πολιτείας, η ενίσχυση της πρόληψης μεενημέρωση και ορθή εκπαίδευση σε ζητήματα που αφορούν τις έμφυλες διακρίσεις/βία.
Ενώ σήμερα είμαστε περισσότερο αφυπνισμένοι, ενημερωμένοι, έχουμε πρόσβαση, ο λόγος έχει ανοίξει στην ελληνική κοινωνία, η ορατότητα είναι πιο μεγάλη από ποτέ όμως η έμφυλη βια, ο μισογυνισμός, ο σεξισμός, η τοξικη αρρενωπότητα ως εκφράσεις της πατριαρχίας αποτελούν κυρίαρχο παράδειγμα. Η αδιαφορία κανονικοποιείται; Γίνεται η κοινωνία μας όλο και πιο βίαιη;
Ήδη από το 2021 και με αφορμή το κίνημα MeToo, η έμφυλη βία πήρε πρωτοφανή ορατότητα. Ωστόσο, τα περιστατικά και οι καταγγελίες που ακολούθησαν αντιμετωπίστηκαν με όρους σοκ και έκπληξης. Το φαινόμενο της έμφυλης βίας είναι κάθε άλλο παρά καινούργιο, ενώ αυτό που αλλάζει είναι ο δημόσιος λόγος. Παρόλο που το σημείο αυτό είναι εξαιρετικά χρήσιμο και κομβικό, κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε την ιστορικότητα της βίας λόγω φύλου. Η βία υπήρχε και υπάρχει και αυτό που πλέον έχει αλλάξει είναι η πρόσβαση τω γυναικών στην υποστήριξη αλλά και τη δημοσιοποίηση των περιστατικών.
Αναφορικά με την ανταπόκριση στην έμφυλη βία, η συζήτηση που άνοιξε αφορούσε κυρίως τα μέτρα καταστολής της, και όχι ουσιαστικά και αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης, όπως πχ η ένταξη της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στο σχολικό πρόγραμμα. Η έγκαιρη και σωστή παιδαγώγηση και πληροφόρηση για θέματα που αφορούν το φύλο και τη σεξουαλικότητα, η αλλαγή της κουλτούρας κοινωνικήςανοχής της βίας, η ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματα και τις επιλογές των επιζωσών, οι πολιτικές που στοχεύουν στην οικονομική ανεξαρτησία, η δημιουργία μιας κουλτούρας συναίνεσης – όλες αυτές και άλλες τόσες πολιτικές πρόληψης διαμορφώνουν μια κοινωνία που δε δέχεται, ούτε και αναπαράγει την έμφυλη βία.
Το έγκλημα της Κυριακής δεν ήταν η εξαίρεση.Όταν όλα διαβρώνονται, αμαυρώνονται, απαξιώνονται και αμφισβητούνται, έχει το δικαίωμα μια γυναίκα να κάνει λάθος στην επιλογή συντρόφου; Γιατί το θύμα κατηγορείται εύκολα και η ευθύνη μετατίθεται σ΄ αυτό;
Μια γυναίκα, η οποία έχει υπάρξει σε κακοποιητική σχέση, βιώνει την απαξίωση και την αμφισβήτηση, τόσο μέσα στη σχέση, συχνά όταν την εγκαταλείπει. Το αίσθημα της ενοχής και την ευθύνης για τη λάθος επιλογή συντρόφου βρίσκεται πάντα παρόν, πολύ συχνά σε βαθμό τέτοιο, που δεν επιτρέπει στη γυναίκα να μιλήσει, να μοιραστεί αυτό που βιώνει με κάποιο κοντινό της πρόσωπο – να το παραδεχτεί ακόμη και στον ίδιο της τον εαυτό. Η βία, και πρωτίστως η ψυχολογική βία που ασκεί ο κακοποιητής, λειτουργεί ακριβώς έτσι: δημιουργώντας αμφιβολίες στο θύμα για την ίδια του την εμπειρία, κάνοντάς τη να νιώθει «τρελή» και ένοχη.
Βέβαια, και όταν η γυναίκα φύγει, υπάρχουν φορές που θα αντιμετωπιστεί και θα παρουσιαστεί, πχ από τα μίντια ή τους συνηγόρους υπερασπιστής του κατηγορουμένου, ως υπεύθυνη για τη βία που έχει υποστεί, ενώ ο θύτης παρουσιάζεται στις ειδήσεις ως ένας άνθρωπος που δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα.
Πόσες φορές ακούσαμε πχ από συγγενείς και φίλους την προτροπή «πήγαινε σπίτι σου, μη διαλύσεις την οικογένειά σου». Η φράση αυτή αντανακλά τόσο τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αντιλαμβάνεται την έμφυλη βία, όσο τις επιπτώσεις της.
Τελικά πως μπορούμε να σπάσουμε τον κύκλο των γυναικοκτoνιών; Μπορούμε να μιλήσουμε για μια άλλη αρρενοπώτητα, για μια κουλτούρα συναίνεσης, για μια κοινωνία απαλλαγμένη από βια και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Ας τολμήσουμε να φανταστούμε την αλλαγή: την αλλαγή ως πράξη αντίστασης στην πατριαρχία, τη δομημένη ανισότητα των φύλων, τον καθημερινό σεξισμό και τη βία. Μία αλλαγή που θα εμπνέεται από τη συμπερίληψη, τη συναίνεση, την ισότητα και την αποδοχή. Είναι αλήθεια πως την τελευταία τριετία ο κύκλος της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών κατέστη ορατός και αναγνωρίστηκε στο δημόσιο διάλογο το έμφυλο κίνητρο,με το αίτημα και για νομική αναγνώριση της να μπαίνει εμφατικά, τόσο από το Κέντρο Διοτίμα, καθώς και από τμήματα των φεμινιστικών κινημάτων. Ωστόσο, αν θέλουμε να δούμε αυτή την πολυπόθητη αλλαγή, ας μην ξεχνάμε πως η προσοχή μας θα πρέπει να στρέφεται ταυτόχρονα και στις δυο μεριές, στην πρόληψη και την αντιμετώπιση.
Το Κέντρο Διοτίμα είναι μια γυναικεία Μη Κερδοσκοπική Οργάνωση εξειδικευμένη σε ζητήματα φύλου και ισότητας, που ιδρύθηκε το 1989. Στόχος της είναι η καταπολέμηση της έμφυλης βίας και των έμφυλων διακρίσεων, αλλά και η ενδυνάμωση γυναικών και θηλυκοτήτων. Για κάθε γυναίκα που βιώνει βία και απευθύνεται στο Κέντρο Διοτίμα, δημιουργείται ένα εξατομικευμένο πλάνο παρέμβασης που να ταιριάζει στις ανάγκες της, μαζί με συνεδρίες με εξειδικευμένη ψυχολόγο ή/και δικηγόρο. Όλες οι υπηρεσίες (νομικής και ψυχοκοινωνικής βοήθειας) είναι δωρεάν, ενώ καλύπτονται και τα δικαστικά έξοδα. Την ίδια στιγμή πραγματοποιούμε δράσεις πρόληψης, ενδυνάμωσης και ένταξης γυναικών που αντιμετωπίζουν κοινωνικό αποκλεισμό.
diotima.org
*η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο τεύχος ν.75 του Together Free Press