Η Ελλάδα είναι χωρίς αμφιβολία η πιο όμορφη χώρα που έχει απομείνει. Οι άνθρωποι είναι οι πιο συμπαθητικοί που γνώρισα ποτέ. Όλοι χαμογελάνε. Γιατί δεν μου είπες ότι η Ελλάδα είναι τόσο όμορφη; Αυτή η θάλασσα ήταν παρθένα. Κι έκοψα άγρια κρίνα και κίτρινα αστεράκια που δεν τα ‘χα ξαναδεί, και μικρά βυσσινιά, μωβ, μπλε, άσπρα λουλουδάκια, σαν μαργαρίτες. Ολόκληρο το βουνό ήταν κόκκινο από τα ηλιάνθεμα και τις παπαρούνες. Τα ξενοδοχεία λάμπουν από καθαριότητα. Κρυστάλλινη θάλασσα και πεντακάθαρη άμμος. Είναι τρέλα να χάνει κανείς τα καλύτερα του χρόνια πασχίζοντας να πλουτίσει, όταν υπάρχει αυτή η άγρια αλλά πολύ πολιτισμένη και πανέμορφη χώρα όπου μπορείς να ζήσεις.
*****************
Ποτέ μου δεν είδα τόσα πολλά λουλούδια – στην Αίγινα χτες ολόκληρο το βουνό ήτανε κόκκινο από τα ηλιάνθεμα και τις παπαρούνες – έκοψα μία, αλλά τα πέταλά της είναι σχεδόν μαραμένα. Η θάλασσα μπαίνει παντού – φτάνεις στην κορφή ενός βουνού και να αποκάτω η θάλασσα. Και πέρα μακριά βουνά χιονισμένα, και μικροί κόλποι όπως όταν η Εύα –όχι, η Περσεφόνη– λουζόταν στα νερά τους. Ούτε ένα καλύβι, ούτε ένα χαμόσπιτο, ούτε ένα καφενείο. Κρυστάλλινη θάλασσα και πεντακάθαρη άμμος είναι σχεδόν το ομορφότερο πράγμα στον κόσμο –εσύ ξέρεις πόσες φορές το ‘χω πει αυτό– πρόσθεσε και γριές με τα κοφίνια τους. Χτες λοιπόν βουτήξαμε στη θάλασσα και κολυμπήσαμε στο Αιγαίο, με αχινούς και ανεμώνες – όλα είχαν μεταμορφωθεί κόκκινα και κίτρινα κυμάτιζαν κάτω απ’ τα πόδια μας.
H Bιρτζίνια Γουλφ στο Σούνιο/ Harvard University
Και θα γυρίσουμε πίσω, και θα γίνουμε ανεύθυνοι, εραστές της ζωής, και θα τρώμε μόνο ψωμί, γιαούρτι, βούτυρο, αυγά — ας πούμε στην Κρήτη. Αυτό είναι ως ένα βαθμό μια αληθινή παρόρμηση — σκεφτόμουνα, καθώς κατηφόριζα με μεγάλες δρασκελιές το λόφο. Το Λονδίνο δεν φτάνει, ούτε το Σάσεξ. Θες να ψηθείς στον ήλιο, να ξαναγυρίσεις σ’ αυτούς τους ομιλητικούς, φιλικούς ανθρώπους, απλώς και μόνο για να ζήσεις, να μιλήσεις, όχι να διαβάζεις και να γράφεις.
Κι ύστερα σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα τα βουνά πέρα απ’ τη θάλασσα, σαν λάμες μαχαιριών, χρωματιστά, και τη θάλασσα ήρεμη. Κι ένιωσα σαν ένα μαχαίρι να έξυσε ένα αμβλύ όργανο που υπήρχε μέσα μου, γιατί δεν μπορούσα να βρω κανένα ψεγάδι σ’ αυτή τη λυγερή, αθλητική ομορφιά, τη βουτηγμένη στο χρώμα, χωρίς να ‘ναι ψυχρή, χωρίς ίχνος χυδαιότητας, αλλά πανάρχαια από ανθρώπινη ζωή, γιατί κάθε σπιθαμή γης έχει το δικό της αγριολούλουδο, που θα μπορούσε να φυτρώσει και σ’ έναν εγγλέζικο κήπο, και οι χωρικοί είναι άνθρωποι καλοί’ και τα ρούχα τους, φθαρμένα και ξεβαμμένα από τον ήλιο, έχουν λεπτούς χρωματισμούς, όσο κι αν είναι χοντρά. Ξέρω ότι υπάρχουνε συμπάθειες ανάμεσα σε ανθρώπους και τόπους, όπως ανάμεσα στους ανθρώπους. Και θα μπορούσα ν’ αγαπήσω την Ελλάδα στα γερατειά μου, όπως αγάπησα όταν ήμουν παιδί την Κορνουάλη.
Κι ακόμη ο Λέναρντ παίζει σκάκι και κοντεύει δώδεκα. Αλλά η Αθήνα δεν φαίνεται να νυστάζει καθόλου, κι έτσι δεν μπορώ να παραπονεθώ. Τα τραμ τσιρίζουνε. Αύριο τέτοια ώρα θα φτάνουμε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ θ’ αλλάζω πλευρό στη δική μου κουκέτα, ο Λέναρντ στη δική του, επί τρείς νύχτες, μέχρι να φτάσουμε στο Ρόντμελ και κοιμηθούμε στα μαλακά μας κρεβάτια, στο δροσερό Μάη της Αγγλίας”.
Από το βιβλίο Βιρτζίνια Γουλφ “Ελλάδα και Μάης μαζί” σε μετάφραση Μαρίας Τσάτσου – εκδ. ύψιλον, 1996.