Βγαίνοντας έξω το Σάββατο, ανακαλύπτω πως έχει μια ηλιόλουστη μέρα. Είναι η πρώτη μέρα με ήλιο και χωρίς τη μητέρα μου. Κλαίω πίσω από τα γυαλιά μου. Θα το κάνω πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Χωρίς να έχω κοιμηθεί την προηγούμενη νύχτα, περπατώ, ορφανός πια, ώσπου να βρω ταξί για να με πάει στο Tanatorio Sur (ένα από τα δύο δημόσια κτίρια της Μαδρίτης όπου πραγματοποιούνται οι τελετές αποχαιρετισμού των νεκρών).
Παρότι δεν ήμουν ο τύπος του γενναιόδωρου γιου με επισκέψεις και διαχύσεις, η μητέρα μου είναι ουσιώδες πρόσωπο στη ζωή μου. Δεν είχα την ευγένεια να συμπεριλάβω το επώνυμό της στο ονοματεπώνυμό μου, όπως θα ήθελε να έχω κάνει. «Εσένα σε λένε Πέδρο Αλμοδόβαρ Καβαγιέρο! Τι είναι αυτό το σκέτο Αλμοδόβαρ;» μου είπε κάποια στιγμή, σχεδόν θυμωμένη.
Οι μητέρες δίνουν πάντα σιγουριά. «Ο κόσμος νομίζει πως τα παιδιά γίνονται σε μια μέρα. Αλλά αργούν πολύ. Πολύ», έλεγε ο Λόρκα. Ούτε και οι μανάδες γίνονται σε μια μέρα. Και δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα το ιδιαίτερο για να είναι ουσιώδεις, σημαντικές, αξέχαστες, διδακτικές.
Εγώ έμαθα πολλά από τη μάνα μου – δίχως να το συνειδητοποιήσουμε ούτε εκείνη ούτε εγώ. Έμαθα κάτι ουσιώδες για τη δουλειά μου, τη διαφορά ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα και πώς η πραγματικότητα πρέπει να συμπληρώνεται από τη μυθοπλασία για να γίνεται η ζωή πιο εύκολη.
Θυμάμαι κάθε στιγμή της ζωής της μητέρας μου. Η πιο επική ίσως να ήταν εκείνη στο χωριό του Μπαδαχόθ, το Ορεγιάνα λα Βιέχα, γέφυρα ανάμεσα στους δύο μεγάλους κόσμους που έζησα προτού με καταπιεί η Μαδρίτη: τη Μάντσα και την Εξτρεμαδούρα.
Παρότι δεν αρέσει στις αδερφές μου να τους το θυμίζω, σ’ αυτά τα πρώτα βήματα στην Εξτρεμαδούρα η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν επισφαλής. Η μητέρα μου υπήρξε πάντοτε πολύ δημιουργική, ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών που έχω γνωρίσει. Στη Μάντσα λέμε «είναι ικανός να βγάλει από τη μύγα ξίγκι».
Ο δρόμος που μας έλαχε να μείνουμε δεν είχε φως, το πάτωμα ήταν από άψητη πλίθα, δεν υπήρχε τρόπος να φαίνεται καθαρό, με το νερό λάσπωνε. Ο δρόμος ήταν μακριά από το κέντρο του χωριού, το έδαφος σχιστολιθικό. Δεν νομίζω να μπορούσαν οι κοπέλες να περπατήσουν με τακούνια πάνω στις απότομες πλάκες. Για μένα δεν ήταν δρόμος, θύμιζε περισσότερο σκηνικό ταινίας για την Άγρια Δύση.
Η διαμονή εκεί ήταν σκληρή αλλά φτηνή. Μας αποζημίωνε το γεγονός πως οι γείτονές μας αποδείχτηκαν θαυμάσιοι άνθρωποι και πολύ φιλόξενοι. Επίσης, ήταν αναλφάβητοι.
Ως συμπλήρωμα στον μισθό του πατέρα μου, η μητέρα μου άρχισε να διαβάζει και να γράφει γράμματα για λογαριασμό άλλων, όπως στην ταινία Κεντρικός σταθμός του Βάλτερ Σάλες. Τότε ήμουν οκτώ ετών – συνήθως έγραφα εγώ τα γράμματα κι εκείνη διάβαζε αυτά που λάβαιναν οι γείτονές μας. Σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, καθώς παρατηρούσα το κείμενο που διάβαζε η μητέρα μου, ανακάλυψα με έκπληξη πως δεν ανταποκρινόταν ακριβώς σ’ αυτό που ήταν γραμμένο στο χαρτί: η μητέρα μου σκαρφιζόταν εν μέρει αυτά που διάβαζε. Οι γειτόνισσες δεν το καταλάβαιναν, διότι αυτά που επινοούσε η μητέρα μου ήταν πάντα προέκταση της ζωής τους και έμεναν κατευχαριστημένες μετά την ανάγνωση.
Όταν διαπίστωσα πως δεν στεκόταν ποτέ στο αρχικό κείμενο, μια μέρα στον δρόμο για το σπίτι τη μάλωσα. «Γιατί είπες πως στο γράμμα έλεγε ότι τη σκέφτεται πολύ τη γιαγιά και της λείπει που τη χτένιζε μπροστά στην εξώπορτα, με τη λεκάνη γεμάτη νερό; Στο γράμμα δεν αναφέρεται καν η γιαγιά», της είπα. «Μα δεν είδες πόσο ευχαριστημένη έμεινε;» μου είπε εκείνη.
Είχε δίκιο. Η μητέρα μου γέμιζε τα κενά στις επιστολές, διάβαζε στις γειτόνισσες αυτό που ήθελαν να ακούσουν, μερικές φορές πράγματα που πιθανότατα να είχε ξεχάσει να αναφέρει ο αποστολέας και που ευχαρίστως θα υπέγραφε.
Αυτοί οι αυτοσχεδιασμοί αποτελούσαν ένα μεγάλο μάθημα για μένα. Όριζαν τη διαφορά μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας και το πώς η πραγματικότητα έχει ανάγκη τη μυθοπλασία για να γίνει πιο ολοκληρωμένη, πιο ευχάριστη, πιο υποφερτή.
Για έναν αφηγητή αυτό είναι ουσιώδες μάθημα. Το κατάλαβα με το πέρασμα του χρόνου.
Η μητέρα μου αποχαιρέτησε αυτόν τον κόσμο ακριβώς όπως θα ήθελε. Και δεν ήταν τυχαίο, εκείνη το είχε αποφασίσει έτσι, το καταλαβαίνω σήμερα, εδώ στον νεκροθάλαμο. Πριν από είκοσι χρόνια, η μητέρα μου είχε πει στη μεγαλύτερη αδερφή μου, την Αντόνια, πως είχε φτάσει η στιγμή να αγοράσει τα σάβανά της.
«Πήγαμε στην οδό Πόστας», μου ιστορεί η αδερφή μου μπροστά στη σορό της σαβανωμένης μάνας μας, «για να αγοράσουμε το ράσο του αγίου Αντωνίου, καφέ, με κορδόνι». Η μητέρα μου της είπε πως ήθελε και το έμβλημα του ίδιου αγίου καρφιτσωμένο στο στήθος. Και τα σκαπουλάρια της Παναγίας της Πονεμένης. Και το μενταγιόν του αγίου Ισιδώρου. Κι ένα ροζάριο ανάμεσα στα χέρια. «Ένα από τα παλιά», διευκρίνισε στην αδερφή μου, «τα καλά να τα κρατήσετε εσείς» (συμπεριλαμβανόταν και η αδερφή μου Μαρία Χεσούς). Αγόρασαν επίσης και ένα είδος μαύρου μαντιλιού για σκέπη της κεφαλής και τώρα οι άκρες του της φτάνουν μέχρι τη μέση.
Ρώτησα την αδερφή μου για τη σημασία του μαύρου μαντιλιού. Παλιά, οι χήρες φορούσαν ένα μαντίλι από μαύρη γάζα, πολύ πυκνή, για να καταδείξουν το πένθος τους. Καθώς περνούσε ο καιρός και η λύπη τους λιγόστευε, το μαντίλι κόνταινε κι αυτό. Στην αρχή τούς έφτανε σχεδόν ως τη μέση και στο τέλος έφτανε μονάχα μέχρι τους ώμους. Αυτή η εξήγηση με έκανε να σκεφτώ πως η μητέρα μου ήθελε να φύγει ντυμένη επίσημα ως χήρα. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει εδώ και είκοσι χρόνια, αλλά φυσικά δεν υπήρξε άλλος άντρας, πόσο μάλλον σύζυγος, για εκείνη. Είπε επίσης πως ήθελε να είναι ξυπόλυτη, δίχως κάλτσες και παπούτσια. «Αν μου δέσουν τα πόδια», είπε στην αδερφή μου, «να μου τα λύσετε πριν με βάλετε στον τάφο. Θέλω εκεί που θα πάω να πάω ανάλαφρη».
Ζήτησε επίσης μια εξόδιο ακολουθία ολόκληρη, χωρίς περικοπές. Έτσι και κάναμε και ήρθε όλο το χωριό (η Καλθάδα ντε Καλατράβα) να μας συλλυπηθεί.
Της μητέρας μου θα της άρεσε πολύ που υπήρχαν στην εκκλησία τόσα μπουκέτα λουλούδια και που έδωσε το παρόν όλο το χωριό. «Ήρθε όλο το χωριό» είναι η μέγιστη αξιολόγηση για αυτού του είδους τις τελετές. Έτσι ακριβώς έγινε. Να ευχαριστήσω κι αποδώ: Ευχαριστώ, Καλθάδα.
Θα είχε νιώσει επίσης περήφανη για τον ρόλο των τέλειων αμφιτρυώνων που έπαιξαν οι αδερφές κι ο αδερφός μου: η Αντόνια, η Μαρία Χεσούς και ο Αγουστίν, τόσο στη Μαδρίτη όσο και στην Καλθάδα. Εγώ περιορίστηκα στο να ακολουθώ, με το βλέμμα σβησμένο και όλα γύρω μου θολά.
Παρά την ψυχολογική και σωματική εξάντληση που βιώνω εξαιτίας των ταξιδιών για την προώθηση των ταινιών μου (το Όλα για τη μητέρα μου προβάλλεται αυτή τη στιγμή σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο κι ευτυχώς που αποφάσισα να το αφιερώσω σ’ εκείνη, ως μητέρα και ηθοποιό – προβληματίστηκα πολύ, γιατί δεν σιγουρεύτηκα ποτέ πως άρεσαν στη μητέρα μου οι ταινίες μου), ευτυχώς βρισκόμουν στη Μαδρίτη, δίπλα της. Τα τέσσερα παιδιά της ήμαστε πάντοτε μαζί της. Δυο ώρες προτού χειροτερέψει η κατάστασή της, ο Αγουστίν κι εγώ μπήκαμε να τη δούμε τη μισή ώρα της επιτρεπόμενης επίσκεψης στη ΜΕΘ, ενώ οι αδερφές μου περίμεναν στην αίθουσα αναμονής.
Η μητέρα μου κοιμόταν. Την ξυπνήσαμε. Το όνειρο θα πρέπει να ήταν πολύ γλυκό και την είχε απορροφήσει τόσο που δεν την εγκατέλειψε, παρότι κουβέντιαζε μ’ εμάς απολύτως διαυγής. Μας ρώτησε αν είχε καταιγίδα εκείνη τη στιγμή και της είπαμε όχι. Τη ρωτήσαμε πώς ένιωθε και μας είπε πολύ καλά. Ρώτησε τον αδερφό μου τον Αγουστίν για τα παιδιά του, που είχαν μόλις επιστρέψει από τις διακοπές τους. Ο Αγουστίν της είπε πως έμεναν σ’ αυτόν για το Σαββατοκύριακο και πως θα έτρωγαν μαζί. Η μητέρα μου τον ρώτησε αν είχε κάνει τα ψώνια για το φαγητό κι ο αδερφός μου είπε ναι. Εγώ της είπα πως σε δυο μέρες έπρεπε να πάω στην Ιταλία, για την προώθηση της ταινίας μου, αλλά αν το ήθελε θα έμενα στη Μαδρίτη. Μου είπε να πάω, να κάνω ό,τι είχα να κάνω. Ανησύχησε μόνο για τα παιδιά του Τινίν. «Και με τα παιδιά ποιος θα μείνει;» ρώτησε. Ο Αγουστίν της είπε πως δεν θα ερχόταν μαζί μου, θα έμενε στη Μαδρίτη. Της φάνηκε σωστό. Ήρθε μια νοσοκόμα και αφού μας είπε πως ο χρόνος της επίσκεψης είχε τελειώσει, ανακοίνωσε στη μητέρα μου πως θα της έφερνε το φαγητό. Η μαμά σχολίασε: «Λίγα πράματα θα κάνει το φαΐ στο σαρκίο μου». Βρήκα το σχόλιο ωραίο και παράξενο.
Τρεις ώρες μετά πέθανε.
Απ’ όλα όσα είπε σ’ αυτή την τελευταία επίσκεψη, παρέμεινε μέσα μου χαραγμένη η ερώτηση αν είχε καταιγίδα. Η Παρασκευή ήταν ηλιόλουστη μέρα, κι ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο του δωματίου της. Σε ποια καταιγίδα αναφερόταν η μητέρα μου στο τελευταίο της όνειρο;
ΠΕΔΡΟ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ ΚΑΒΑΓΙΕΡΟ
Το παραπάνω διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο Τελευταίο όνειρο του Pedro Almodovar, στο οποίο συγκεντρώνει για πρώτη φορά δώδεκα αδημοσίευτες ιστορίες από το προσωπικό αρχείο του, γραμμένες από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως σήμερα.