O Οικονομίδης ρίχνει για πρώτη φορά τους τόνους στον ρυθμό των διαλόγων και δίνει μια απαισιόδοξη ματιά στο μοντέλο του βολεμένου νεοέλληνα που διαιωνίζεται.
Στη φιλμογραφία κάθε σκηνοθέτη υπάρχει εκείνη η ταινία που μοιάζει κάπως διαφορετική από τις υπόλοιπες, εκείνη που ξεχωρίζει τους θαυμαστές από τους σκληροπυρηνικούς και τους γνώστες από τους μύστες, εν ολίγοις εκείνη η ταινία που ενώ φέρει πολλά από τα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης οπτικής ταυτότητας και της θεματολογίας του δημιουργού της είναι μοναδική μέσα στο έργο του.
Στην περίπτωση του Γιάννη Οικονομίδη αυτή η ταινία είναι ο Μαχαιροβγάλτης. Ταυτόχρονα αποτελεί και η πιο επιτυχημένη δημιουργία του σε επίπεδο διακρίσεων, με εννιά υποψηφιότητες και επτά νίκες στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, μεταξύ των οποίων και εκείνα της καλύτερης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερου σεναρίου.
«-Σου μοιάζω εγώ για φύλακας σκύλων; -Πώς μοιάζει ρε μαλάκα ο φύλακας σκύλων;»
Η διαφορά γίνεται αισθητή από την αρχή. Η καταπληκτική (και αναμενόμενα βραβευμένη) ασπρόμαυρη φωτογραφία του Δημήτρη Κατσαϊτη εισάγει τον θεατή αρχικά σε μια Πτολεμαϊδα που μοιάζει με δυστοπική no man’s land, μια επαρχία που αργοπεθαίνει, όπως ο πατέρας του κεντρικού ήρωα, ενός τριαντάρη που δεν έχει δουλειά, ούτε ελπίδα, αλλά ξοδεύει τις μέρες του ή μπροστά στην τηλεόραση ή περιφερόμενος στους δρόμους μιας βιομηχανικής πόλης που αχνίζει όχι μόνο από τη ρύπανση, αλλά και από την καταπνιγμένη οργή και την απελπισία.
Όταν τίποτα πλέον δεν θα είναι ικανό ή αρκετό για να τον κρατήσει εκεί, ο τριαντάρης Νίκος θα κατέβει στην Αθήνα, μετά από πρόταση του θείου του να έρθει στην πρωτεύουσα, όπου τον περιμένουν στέγη και μισθός, αρκεί να φροντίζει τα δύο σκυλιά του τελευταία σε μια τυπική μονοκατοικία των προαστίων. Ούτε όμως εκεί θα βρει η ζωή του Νίκου κάποιο νόημα. Αντίθετα, όλα θα τιναχτούν στον αέρα, όταν θα συνάψει δεσμό με τη νεαρή θεία του. Το μαχαίρι που θα εμφανιστεί στη διάρκεια της ταινίας κουβαλά τη δική του τσεχοφική νομοτέλεια και θα δώσει στην ταινία τον τίτλο της.
«Κουν φου είσαι; Άντε γαμήσου ρε Bruce Lee.»
Σ’ αυτό το αποδομημένο από τη νεοελληνική μιζέρια και κατάντια φιλμ νουάρ όλοι οι ήρωες κουβαλούν μέσα τους την παραίτηση και τη διάβρωση από μια πραγματικότητα την οποία μπορούν μόνο να υπομείνουν παθητικά και να ξορκίσουν με μάταιες και ατελέσφορες εκρήξεις βίας, σωματικής και λεκτικής. Η βία, άλλωστε, είναι το νήμα που ενώνει όλες τις ταινίες του Οικονομίδη, εδώ όμως απεμπολεί κάθε χαβαλεδιάρικη και πλακατζίδικη διάστασή της. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Μαχαιροβγάλτης είναι η μοναδική ταινία του που δεν έχει βγάλει κανένα meme στα social media.
Η femme fatale που κάθε νουάρ που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει δεν είναι παρά μια παραιτημένη, λαϊκή γυναίκα, μια νοικοκυρά που θα βρει στο πρόσωπο του ανιψιού της όχι τον έρωτα, αλλά το ξέσπασμα και τη διαφυγή. Τίποτα δεν είναι δραματικό και κανείς δεν είναι τραγικός ήρωας. Ακόμα και τα σκυλιά, για το οποία κατεβαίνει ο Νίκος στην Αθήνα και είναι θεωρητικά σύμβολα μιας πιο ζωώδους και επιθετικής φύσης, παραμένουν μαντρωμένα, υποτιθέμενοι φύλακες της ακόμα πιο υποτιθέμενης μεσοαστικής ευμάρειας των προαστίων.
«Οι πεθαμένοι δεν γαμάνε, δεν χύνουν, δεν κάνουνε παιδιά»
Κι έτσι λοιπόν, όταν επέλθει η κορύφωση, αυτή θα είναι αναμενόμενα αποδραματοποιημένη και βουβή και δεν θα προκαλέσει κανέναν πάταγο, ούτε θα επιφέρει κάποια λύτρωση. Οι ήρωες της τρίτης μεγάλου μήκους και πιο ώριμης δημιουργίας του Γιάννη Οικονομίδη είναι ήδη νεκροί πολύ πριν από το βιολογικό τους θάνατο.
H ταινία είναι διαθέσιμη online στο Cinobo