Ο Σον Κόνερι (Sean Connery) γεννήθηκε στη Σκωτία και ήταν ο πρώτος ηθοποιός που ενσάρκωσε τον Τζέιμς Μποντ στη μεγάλη οθόνη και ο καλύτερος στο ρόλο αυτό από τους ηθοποιούς που ακολούθησαν, σύμφωνα με ειδικούς και κοινό. Η δημοφιλία που απέκτησε ως Πράκτωρ 007 τον βοήθησε να χτίσει μία αξιοπρόσεχτη κινηματογραφική καριέρα που ολοκληρώθηκε το 2003.
Ο Τόμας Σον Κόνερι γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1930 στο Εδιμβούργο από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν εργάτης και η μητέρα του καθαρίστρια. Εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο, εργάστηκε ως γαλατάς στη γειτονιά του και στα 16 του έγινε δεκτός στο Πολεμικό Ναυτικό του Ηνωμένου Βασιλείου, από το οποίο αφυπηρέτησε τρία χρόνια αργότερα εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας. Τότε άρχισε να εξασκείται στο μποντιμπίλντιγκ και να ποζάρει ως μοντέλο για επίδοξους ζωγράφους και σε καταλόγους ανδρικής μόδας. Διαγωνίσθηκε στα διεθνή ανδρικά καλλιστεία για τον τίτλο του «Μίστερ Κόσμος», που του άνοιξαν τον δρόμο για να εργαστεί ως κομπάρσος σε θεατρικές παραγωγές.
Το 1954 έπαιξε ένα μικρό ρόλο σε μία περιοδεύουσα παράσταση του μιούζικαλ των Ρότζερς και Χάμερστιν «South Pacific» και στην πορεία ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του έργου. Ακολούθησαν ρόλοι στο θέατρο και την τηλεόραση, όπως του μποξέρ Μάουντεν Ριβέρα στην τηλεοπτική παραγωγή του BBC «Requiem for a Heavyweight» (1957).
Ο Σον Κόνερι έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με το μιούζικαλ «Lilacs in the Spring» (1954), στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο Έρολ Φλιν, κι έλαβε τις πρώτες του καλές κριτικές για το ρόλο του στην κωμωδία «Επιχείρηση: Κόκκινο Προγεφύρωμα» («On the Fiddle», 1961). Άλλες αξιοσημείωτες ταινίες του εκείνης της περιόδου ήταν η παιδική περιπέτεια της Ντίσνεϊ «Οι Τρεις Ευχές» («Darby O’ Gil and the Little People», 1959) και το πολεμικό έπος «Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου» («The Longest Day», 1962), που αναφέρεται στην απόβαση στην Νορμανδία.
Το 1962 έκανε δοκιμαστικό και κέρδισε το ρόλο του Τζέιμς Μποντ στο κατασκοπικό θρίλερ του Τέρενς Γιανγκ «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Εναντίον Δρος Νο» («Dr No»), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ίαν Φλέμινγκ. Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας και οι δύο συνέχειές της – «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Από τη Ρωσία με Αγάπη» («From Russia to Love», 1963) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 Εναντίoν Χρυσοδάκτυλου» («Goldfinger», (1964) – ανέδειξαν τις ταινίες του Μποντ σε παγκόσμιο φαινόμενο και τον Κόνερι σε διασημότητα με διεθνή ακτινοβολία.
Μη θέλοντας να τυποποιηθεί στο ρόλο του Τζέιμς Μποντ, συμμετείχε και σε άλλες ταινίες, με πιο αξιοσημείωτη το ψυχολογικό θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Μάρνη» («Marnie», 1964). Επέστρεψε ως Τζέιμς Μποντ στις ταινίες «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Επιχείρηση Κεραυνός» («Thunderball»,1965) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ζεις Μονάχα Δυο Φορές» («You Only Live Twice», 1967), οπότε δήλωσε ότι εγκαταλείπει οριστικά το ρόλο που τον έκανε διάσημο. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα πείστηκε να υποδυθεί ξανά τον Μποντ στην ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Τα Διαμάντια Είναι Παντοτινά» («Diamonds Are Forever», 1971), δηλώντας και πάλι ότι ήταν η τελευταία του ταινία ως Μποντ.
Τη δεκαετία του ‘70 έπαιξε κυρίως σε δράματα εποχής και ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όπως «Εκεί που δεν φτάνει ο ήλιος» («Molly Maguires», 1970), «Ζαρντόζ» («Zardoz», 1974), «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» («Murder on the Orient Express», 1974), «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» («The Man Who Will Be King», 1975) του Τζον Χιούστον, «Ο Άνεμος και το Λιοντάρι» («The Wind and the Lion», 1975), «Το Ρόδο και το Βέλος» («Robin and Marian», 1976) και «Η Κλοπή των Αιώνων» («The First Great Train Robbery», 1978).
Το 1981 έκανε μία αλησμόνητη εμφάνιση ως Αγαμέμνων στην ταινία φαντασίας του Τέρι Γκίλιαμ «Υπέροχοι Ληστές και τα Κουλουβάχατα της Ιστορίας» («Time Bandits), και δύο χρόνια αργότερα σήμανε συναγερμό στους φίλους των ταινιών του Μποντ επιστρέφοντας στο ρόλο του 007 με την ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ποτέ Μη Ξαναπείς Ποτέ» («Never Say Never Again», 1983). Το 1986 πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο «Το Όνομα του Ρόδου» και το 1988 κέρδισε το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου για το ρόλο του βετεράνου αστυνομικού που καταδιώκει τον Αλ Καπόνε στην ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Οι Αδιάφθοροι» («The Untouchables», 1987).
Στην περιπέτεια φαντασίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Ιντιάνα Τζόουνς και η Τελευταία Σταυροφορία» («Indiana Jones and the Last Crusade», 1989) ο Κόνερι υποδύθηκε τον πατέρα του Ιντιάνα Τζόουνς (Χάρισον Φορντ) και στο πολιτικό θρίλερ του Τζον ΜακΤίρναν «Το Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» («The Hunt for Red October», 1990) έπαιξε τον κυβερνήτη ενός σοβιετικού πυρηνικού υποβρυχίου που προσπαθεί να αυτομολήσει στη Δύση.
Άλλες ενδιαφέρουσες ταινίες του Κόνερι από τη δεκαετία του ’90 είναι: «Ρομπέν των Δασών» («Robin Hood: Prince of Thieves», 1991), «Λάνσελοτ, ο Πρώτος Ιππότης» («First Knight», 1995), «Ο Βράχος» («The Rock», 1996), «Η Καρδιά του Δράκου» («Dragonheart», 1996) και «Διπλή Παγίδα» («Entrapment», 1999). Ο Κόνερι αποσύρθηκε από τη μεγάλη οθόνη το 2003 μετά την εμφάνισή του στην περιπέτεια φαντασίας «Η Συμμαχία» («The League of Extraordinary Gentlemen»), αν και συνέχισε να δανείζει την επιβλητική βαθιά φωνή του με την έντονη σκωτική προφορά σε διάφορες παραγωγές.
Γνωστός καρδιοκατακτητής, ο Σον Κόνερι ήταν παντρεμένος σε δεύτερο γάμο από το 1975 με τη γαλλίδα ζωγράφο Μισελίν Ροκεμπρίν. Από τον πρώτο του γάμο με την ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο είχε αποκτήσει ένα γιο, τον ηθοποιό Τζέισον Κόνερι. Πολιτικά ήταν υποστηρικτής και χρηματοδότης του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (SNP), που υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο Σον Κόνερι πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 2020, σε ηλικία 90 ετών