Ο ανικανοποίητος Έλληνας είναι ένα φαινόμενο που συναντάμε παντού γύρω μας. Από τον φανατικό οπαδό που δεν ικανοποιείται ποτέ με την απόδοση της ομάδας του, μέχρι τη μάνα που στέλνει το παιδί της στο σχολείο και πάντα θα βρίσκει κάτι που δεν της αρέσει. Ο Έλληνας έχει μια εκπληκτική ικανότητα να βρίσκει το ψεγάδι, να εστιάζει σε αυτό και να το μεγαλοποιεί, μέχρι να γίνει το μοναδικό πράγμα που βλέπει.
Στρώνονται νέοι δρόμοι; Θα ακούσεις «Δεν την έστρωσαν καλά την πίσσα, θα βουλιάξει σε λίγο καιρό». Και να έχει πέσει η καλύτερη άσφαλτος, και να έχει γίνει η καλύτερη δουλειά, κάτι θα βρεθεί να πάει στραβά. Ο δρόμος είναι στενός, η διαγράμμιση στραβή, ο φωτισμός κακός. Δεν υπάρχει περίπτωση να ειπωθεί ένα «Μπράβο, καλά το κάνανε!».
Ο Έλληνας οπαδός, βέβαια, είναι άλλο ανέκδοτο. Είτε κερδίσει η ομάδα του είτε χάσει, ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος. «Έπρεπε να βάλει τον άλλον στην ενδεκάδα, τι τον βάζει αυτόν τον άμπαλο;» θα πει, ακόμα κι αν η ομάδα νικάει με τρία γκολ διαφορά. Αν τολμήσει ο προπονητής να κάνει ένα λάθος, ακόμα κι αν είναι ασήμαντο, η κριτική θα πέσει βροχή. Ο οπαδός ξέρει πάντα καλύτερα, από τον προπονητή, τους παίκτες, ακόμα και από τον ίδιο τον πρόεδρο της ομάδας.
Η ελληνική οικογένεια, από την άλλη, αποτελεί ένα από τα πιο αστείρευτα πεδία για ανικανοποίητο γκρίνιασμα. Η μάνα που στέλνει το παιδί στο σχολείο ποτέ δεν είναι ικανοποιημένη με το εκπαιδευτικό σύστημα. «Δεν τα μαθαίνουν σωστά», «ο δάσκαλος είναι άσχετος», «το σχολείο δεν έχει τα κατάλληλα μέσα». Και το παιδί, όσο κι αν προσπαθεί, πάντα κάτι θα κάνει λάθος. Αν πάρει 9 στα 10, γιατί δεν πήρε 10; Αν πάρει 10, γιατί δεν είναι 10 με τόνο; Στην Ελλάδα, το τέλειο δεν υπάρχει, κι αν υπάρχει, τότε μάλλον έχει γίνει κάποιο λάθος.
Η αλήθεια είναι ότι έχουμε μια τάση να ψάχνουμε το αρνητικό, να εστιάζουμε σε αυτό και να το κάνουμε μείζον. Δεν είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε το καλό, απλά δεν το θεωρούμε αρκετό. Πάντα υπάρχει κάτι παραπάνω που θα μπορούσε να γίνει, κάτι καλύτερο που θα μπορούσε να επιτευχθεί. Και αυτή η συνεχής αναζήτηση του τέλειου, αυτού που δεν θα μας «βρωμάει» ή «μυρίζει», μας αφήνει συχνά με το αίσθημα της ανικανοποίητης προσδοκίας.
Όμως, τελικά, μήπως αυτή η συνεχής γκρίνια είναι και η δύναμή μας; Μήπως αυτό το «Δεν έχουν τον Θεό τους» είναι που μας κρατάει σε εγρήγορση, που μας σπρώχνει να αναζητούμε το καλύτερο, ακόμα κι αν δεν το βρίσκουμε ποτέ; Ή μήπως απλά είναι το μόνιμο άλλοθι μας για να μην αναγνωρίζουμε ποτέ τις προσπάθειες των άλλων; Ό,τι κι αν είναι, το μόνο σίγουρο είναι πως ο ανικανοποίητος Έλληνας θα συνεχίσει να γκρινιάζει, γιατί, κακά τα ψέματα, αυτή είναι η μόνη σταθερά που δεν αλλάζει ποτέ.