Φωτογραφίες απο το αρχείο του Μάρκου Πατσίκα
Δεν λέω! Αλησμόνητα τα Χριστούγεννα των παιδικών μας χρόνων εκεί γύρω στα sixties…
Και τα γιαπράκια φαίνονταν νοστιμότερα – εμ τα λάχανα δεν είχαν λίπασμα, εμ ο κιμάς ήταν στουμπισμένος με το τσεκούρι. Άσε που τα περίμενες πώς και πώς μετά τη νηστεία με τα σπανακόρυζα και τα πρασόρυζα.
Και τα «αρχουντάθκα» τα γλυκά φάνταζαν πιο λαχταριστά, καθώς τον υπόλοιπο χρόνο φυλάγονταν διπλοκλειδωμένα και ήταν προσπελάσιμα μόνο με ακροβατικά και σκαρφαλώματα στα ψηλά τα ντουλάπια.
Και η αίσθηση της αναμονής για τα Κόλιαντα έμοιαζε πιο δυνατή – ευκαιρία για να φάμε κάνα μανταρίνι αλλά και να μαζέψουμε κάνα φράγκο να πάμε να το επενδύσουμε σε «αγοραστά» παιχνίδια, ίσως και κάποια φθηνά τσιγκαλίδια.
Και η ευχαρίστηση να φοράς κάτι καινούργιο είχε άλλη δύναμη, σε εποχές που το βασικό style ήταν οι μεταποιήσεις, με μοδίστρα μεροκάματο. Χόρταινε το μάτι σου να βλέπεις το ίδιο ύφασμα να περνάει επί μια δεκαετία από τους γονείς στα παιδιά κατά σειρά ηλικίας, κι ύστερα ίσως σε κανένα ξαδελφάκι.
Και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο τύχαινε πιο θερμής υποδοχής, έστω κι αν έβγαινε κατατσαλακωμένο από την αποθήκη και στολίζονταν με τις ίδιες μπάλες στην ίδια διάταξη κάθε χρόνο, και τα βαμπάκια στα κλαδιά. Αργότερα βγήκε κι εκείνη η «αράχνη» που τη χειρίζονταν οι μάνες με αποφασιστικότητα και ηρωισμό, κι ας ήξεραν ότι θα είχαν δυο μέρες φαγούρα μετά.
Και περίσσευε η χαρά να βλέπεις τον πατέρα σου όλη μέρα σπίτι, χαλαρό και χαρούμενο, αφού είχε ψοφήσει στη δουλειά για να σώσει όλες τις υποχρεώσεις του στο μαγαζί, στο χωράφι, στο γιαπί ή στο παζάρι μέχρι αργά την παραμονή. Για να δικαιούται δυο μέρες ξεκούρασης με τη γυναίκα και τα παιδιά του.
Και χοροπηδούσε η καρδιά σου όταν κατέφθαναν οι ξενιτεμένοι ή οι αδειούχοι φαντάροι κι έκαναν να λάμπουν τα μάτια των μανάδων και να γελούν ως και τα αυτιά τους. Χωρίς πολλά φιλιά και αγκαλιάσματα. Δεν είναι βλέπετε το φόρτε των Κοζανιτών να «πιάνονται».
Άσε πια και τη γυαλάδα στα μάγουλα, στα μαλλιά, στο σβέρκο, στα χέρια και κυρίως στα ποδάρια των μελών της οικογένειας, καθότι ξιγαργαλίζουνταν όλοι με το καλό το Χριστουγεννιάτικο το μπάνιο κι έφευγε η ζγκούρα που μάζευαν απ’ τα σοκάκια.
Όλα νόστιμα, λαμπερά, όμορφα κι επίσημα.
Δε λέω…
Αλλά κι αυτό το κρύο της αρκούδας, βρε παιδιά, αξέχαστο!
Ψ-Ο-Φ-Ο-Σ!
Όπου και να πήγαινες, όπου και να βρισκόσουνα, ό,τι και να έκανες… περνούσες από το στάδιο του απόλυτου ξεπαγιάσματος.
Στην προετοιμασία του σπιτιού θες; Ντάμπαρα ανοιχτά όλα, πόρτες και παράθυρα, και τα χέρια μέσα στα νερά, τις βούρτσες και τα σφουγγαρόπανα. Ό,τι διέθετε από στρωσίδι το σπίτι ανέμιζε στα μπαλκόνια. Ό,τι σεμέν, τραπεζομάντιλο, πετσέτα, πετσετάκι, πιαστράκι θα κοσμούσε το Χριστουγεννιάτικο οικιακό σκηνικό ήταν πλυμένο, ξιγαργαλτσμένο κι απλωμένο στα σκοινιά. Κόκκαλο! Με τα λιλίτσια να κρέμονται από κάτω. «Βγες ψίχα να μαζώξς τα πλυμένα!» Με τι χέρια παιδιά; Δεν λυγούν τα ξιπατουμένα, είναι στα όρια της ολικής αναισθησίας!
Στα κόλιαντα θες; Αξημέρωτα έπρεπε να σηκωθείς να αναγγείλεις την γέννηση του Χριστού, γιατί άμα πήγαινες κάπως αργότερα σ’ έλεγαν «Σώθκαν τα κόλιαντα!» Μόνα τους φυσικά τα παιδιά, ηλικίες συνήθως 8-9 οι αρχηγοί της αποστολής, άντε βαριά μέχρι τα 10, διότι αν ήσουνα και λίγο τρανύτερη κινδύνευες να σε ευχηθεί καμιά χουλέρα οικοδέσποινα: «Άιντι κι τ χρον μι του γαμπρό!» Οι μεγαλύτεροι δε όλο και κάποιο μκρο θα σβάρνιζαν, που θα άρχιζε ήδη να τζιαουνίζει από το τρίτο σπίτι.
Άμα λέμε ψόφος όμως, εννοούμε ΨΟΦΟΣ! Θα μου πείτε δεν σας φορούσαν τίποτα ισοθερμικά; Απαραιτήτως! Ειδικά στα κορίτσια. Φούστα με σούρα στη μέση σαν αλεξίπτωτο (για να μπαίνει καλά από κάτω ο χιονιάς που τ’ αρνάκια παγώνει), κάλτσες τρουακάρ ως το γόνατο, παπούτσια κρεπ στραβοπατημένα από κάποια τρανύτερη πρώην ιδιοκτήτρια, παλτό ξετιναγμένο τιφτίκ΄ (ίσως της ίδιας ιδιοκτήτριας μεταποιημένο) κασκόλ δεμένο γύρω από το κεφάλι και κόμπο στο σαγόνι. Με μελανιασμένα χέρια και κρυοπαγήματα στα ποδάρια γυρνούσαμε στο σπίτι μετά από 4-5 ώρες περιφορά στης Κοζάνης τα σοκάκια. Ούτε στο Αλβανικό!
Αυτές που ήταν να τς κλαιν οι γκουγκανιές πάντως ήταν οι γυναίκες.
Το σκηνικό κάθε χρόνο το ίδιο.
Χιόνια στο Καμπαναριό (φρέσκα), και πάγος στους δρόμους. Βουνά και τα φτυαρισμένα λίγκαβα χιόνια εκατέρωθεν.
Οι Κοζανίτισσες δέσποινες είχαν ήδη ξεπλατιστεί κανένα δεκαήμερο σε ιερά χουσμέτια, και είχαν ήδη ψοφήσει να γεμίζουν τα τσουκάλια, τα ταψιά, τα φανάρια, τα κελάρια, τα μπουντρούμια …. με άσωτο χοιρινό κάθε μορφής και κατεργασίας: κουκουλουμένο σε γιαπράκι, ψητό, τηγανιά, λουκάνικα, τσιγαρίδες, πηχτή, λίγδα, καβουρμά και ότι άλλο πλούσιο σε χοληστερίνη μπορείτε να φανταστείτε.
Είχαν επίσης κάνα-δυο βράδια που ξεκούραζαν το κορμάκι τους στρωματσάδα με το σύζυγο σε κανένα παγωμένο χωλ, γιατί στο κρεβάτι τους κοιμούνταν οπωσδήποτε κάποιοι φιλοξενούμενοι διαφόρων βαθμών συγγενείας. Ο Ξένιος Ζευς μάλλον στην Κοζάνη θα γεννήθηκε!
Πλην όμως αξημέρωτα την Πρώτη μέρα ντύνονταν να παν στην εκκλησιά. Φορούσαν τα καλά τα μπόια και τις μπλούζες από μέσα, παλτό και μαντίλι στο λαιμό, δαχτυλίδια που δυσκολεύονταν να μπουν στα πρησμένα από τα νερά τίμια δάχτυλα, νάϋλον κάλτσες στα ποδάρια και τακούνια!
Άιντε να κάμεις τη διαδρομή μέχρι τον Αη-Νικόλα πάνω στο γυαλί! Τικ-τικ-τικ, δυο εκατοστά το βήμα. Και να μοιράζεις ταυτόχρονα καλημέρες και ευχές στις υπόλοιπες τακουνοφόρες πατινέρ.
Καλμέρα Κικίτσα!
Ισύ είσι Ρούσα; (πού να την αναγνωρίσει μέσα στο έρεβος!) Καλμέρα, χρόνια πουλλά. Ια είπα να πάου ν’ ανάψου ένα κερί κι να γυρίσου να βάλου τραπέζ΄. Θα σκουθούν κι θα χαλέψν κάνα γιαπράκ΄ για πρόφτασ΄…
Κι γω θέλ΄ να γυρίσου μι ν ώρα μ γιατί καρτιρώ του συμπιθιρό – γυρνάει απού μένα μετά ν ικκλησιά κι χράζει να τουν βγάλου μιζέν. Μούγκι να μη σκουθούν τα λυκούλια κι χιρίσν να τρων τα γιαπράκια μι τα χέρια μέσα απ’ του τσκάλι, κι μι τα λιακατίσν! (Πρόκειται για ΜΗ καταγεγραμμένο έθιμο της πόλης, η κατανάλωση δηλαδή στα όρθια της πρώτης σειράς με τα χέρια – σαν φουντάνια).
Έχς κόσμουν σπίτι;
Ναι! Ήρθαν κι οι Αθηναίις ιπρουχτέ…. Ουχ-ουχ-ουχ! Ααα!
Σιγάααα! Του νου σ μη γριντουθείς! Έλα να σι τσακώσου….
Το πρωτάθλημα είχε και δεύτερο και τρίτο γύρο. Γάμοι τη Δεύτερη μέρα και επισκέψεις σε εορτάζοντες όλες τις ημέρες γενικώς, με τα μπουκάλια το βερμούτ στα χέρια. Ο βαθμός δυσκολίας όμως ήταν μικρότερος διότι κατ’ αρχάς η ενδυμασία περιελάμβανε γούνινο παλτό ή αλεπού στο λαιμό, κατά δεύτερον δε και κυριότερο υπήρχε σύζυγος στο πλευρό για να πιαστούν αλαμπρατσέτα. Όταν καταργήθηκαν τα χιόνια, καταργήθηκε και το συγκεκριμένο πιάσιμο.
Θα μου πείτε αυτά τα Χριστούγεννα που γιορτάζουμε παρέα με τις μύγες τα τελευταία χρόνια είναι καλύτερα;
Ντιπ!
Αλλά κι εκείνο το μελάνιασμα από τον ψόφο, μέσα κι όξω απ’ το σπίτι, δεν παλεύονταν παιδιά.
Και να μην βρίσκουμε ανακούφιση ούτε στο κρεβάτι, γιατί πάγος ήταν κι εκεί μέσα. Τσιτσιούργιαζάμι κάνα μισάωρο κουκουλουμένοι πάτον κορφή σε στάση εμβρύου, μέχρι να ζεσταθεί από την ανάσα μας ο αέρας ανάμεσα στις κουβέρτες και τα παπλώματα.
Τυράννια!
Γι’ αυτό θα βροντοφωνάξω:
Ζήτω στα παντελόνια, τα ζιβάγκο, τα μπουφάν και οι μπότες!
Ζήτω η Τηλεθέρμανση!