Η Έρι Κύργια διαθέτει πολυσχιδή εμπειρία και μια επιτυχημένη πορεία στον χώρο του θεάτρου. Θεατρολόγος, έμπειρη δραματουργός, μεταφράστρια, συνεργάτιδα σημαντικών δημιουργών της Ελλάδας και του εξωτερικού, το 2019 ανέλαβε αναπληρώτρια Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου. Στη συνέχεια,ως Καλλιτεχνική Διευθύντρια του οργανισμού ανέλαβε να τον οδηγήσει έξω από μια μεγάλη κρίση του.
Έρι, αρχικά θα ήθελα να μου μιλήσεις για τον ρόλο του δραματουργού σε μια θεατρική παράσταση.
Πρώτα απ’ όλα, ευχαριστώ για την ευκαιρία και για τα καλά σου λόγια.
Για να περάσω στην ερώτηση, οιδραματουργοί συνεργάζονται με τους σκηνοθέτες και τις σκηνοθέτριες από την πρώτη στιγμή της σύλληψης μιας παράστασης και τη συνοδεύουν σε όλη την πορεία της προετοιμασίας της. Δουλεύουν πάνω στο κείμενο, υποβάλλουν σε crash-test ιδέες και προτάσεις, λειτουργούν ως το εξωτερικό μάτι που προσέχει να μη χάνεται η δραματουργική συνοχή του εγχειρήματος. Οφείλουν επίσης να ανοίγουν ορίζοντες σε όλη τη δημιουργική ομάδα και να συνδράμουν διαρκώς με τις γνώσεις και το υλικό που έχουν μελετήσει.
Πόσο απαιτητική είναι αυτή δουλειά;
Είναι απαιτητική όσο κάθε δουλειά, αναλόγως της απαίτησης που έχει κάθε επαγγελματίας από τον εαυτό του. Είναι δύσκολη γιατί δεν υπάρχει κανένα πλαίσιο, κανένας οδικός χάρτης, όπως σε άλλα επαγγέλματα, και γιατί η πρόβα είναι μια πολύ ιδιαίτερη κατάσταση,είναι μια σύναξη διψασμένων δημιουργών, ισχυρών καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων και ευάλωτων ψυχών που κυκλοφορούν γυμνές. Είναι περίπλοκη γιατί ενώ ως δραματουργός διαθέτεις τη δική σου αισθητική, που αποτελεί έναν σημαντικό λόγο για τον οποίο σε διαλέγουν για συνεργασία, ταυτόχρονα πρέπει να μπορείς να διεισδύεις στην αισθητική του σκηνοθέτη ή της σκηνοθέτριας που συνεργάζεσαι κάθε φορά.Είναι μια δουλειά που όσο μεγαλώνεις την κάνεις καλύτερα, γιατί η εμπειρία και η γνώση του κόσμου, το Weltwissen, προσθέτει πολύτιμα επίπεδα στην οπτική σου. Είναι, τέλος, μια δουλειά μαγική γιατί ζεις όλη σου τη ζωή, την κάθε μέρα της ζωής σου, μέσα στις στιγμές του μεγάλου πνεύματος και μέσα στη διαχρονία της ανθρώπινης ύπαρξης. Εκεί έχει καταργηθεί κάθε τι τετριμμένο και οι ανούσιες κυριολεξίες.
Ποιες είναι οι ιδιότητες που πρέπει να έχει κάποιος για να τη φέρει εις πέρας;
Οι δραματουργοί πρέπει πρώτα απ’ όλα να διαθέτουν τη φαντασία του ηθοποιού, να μπορούν δηλαδή να μπαίνουν σε καταστάσεις που δεν έχουν ζήσει, και να έχουν τεράστια ενσυναίσθηση απέναντι σε οντότητες που ακόμη δεν υπάρχουν. Πρέπει σίγουρα να λατρεύουν –δεν χρησιμοποιώ τυχαία μια λέξη από τη θρησκεία– τη γνώση και να βουτάνε στη μελέτη όχι μόνο έργων αλλά πολλών και διαφορετικών αντικειμένων·να κινούνται με άνεση ανάμεσα στα δραματικά είδη και στα καλλιτεχνικά ύφη·να μπορούν να εμπνέονται και να χρησιμοποιούν εργαλεία από όλες τις άλλες τέχνες· να μπορούν να δουλεύουν ατομικά και ομαδικά·να μην κομπλεξάρονται από το ότι η δουλειά τους μέσα στην παράσταση είναι η λιγότερο φανερή σε κριτικούς και κοινό και ότι συχνά δεν γίνεται καν αναφορά σε αυτή.
Θα ήθελα να μου πεις ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που είχες να αντιμετωπίσεις ως Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου, όταν το ανέλαβες σε μια πολύ ταραγμένη περίοδο το 2021.
Η ανάληψη αυτής της θέσης συνιστά πρόκληση κάθε στιγμή, πολλώ δε μάλλον εκείνη. Έπρεπε να γίνει ουσιαστική και επικοινωνιακή διαχείριση μιας βαρύτατης κρίσης με τις ιδιαίτερες παραμέτρους που γνωρίζετε, και αυτό παράλληλα με το βαρυσήμαντο έργο του καλλιτεχνικού προγραμματισμού.Και ακριβώς αυτό ένιωσα ως τη μέγιστη πρόκληση, δηλαδή τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν στο ρεπερτόριο, και αυτό αφενός επειδή μέσα μου είχα ισχυρά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα για κάθε πλευρά, και αφετέρου επειδή δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να εξηγήσεις στα εμπλεκόμενα πρόσωπα γιατί η παράστασή τους δεν θα συμπεριληφθεί ή δεν θα επαναληφθεί στο ρεπερτόριο. Ανέλαβα η ίδια την ευθύνη της γνωστοποίησης και προσπάθησα να το κάνωμε διαφάνεια και χωρίς υπεκφυγές, εκθέτονταςόλους τους λόγους που με οδήγησαν στην απόφαση αυτή, και με μέριμνα για συμπερίληψη των ηθοποιών στο ρεπερτόριο ούτως ή άλλως. Όμως δεν παύει να είναι η πιο ισχυρή μου ανάμνηση από τότε και η σκέψη που με δαγκώνει όταν γυρίζω το βλέμμα μου σ’ εκείνη την περίοδο. Εκτός οργανισμού, όπως πάντα στις θέσεις ευθύνης και ιδιαίτερα για τις γυναίκες, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να ισορροπήσεις την επαγγελματική με την προσωπική ζωή. Ηττήθηκε σαρωτικά η δεύτερη.
Το Εθνικό Θέατρο άνοιξε πέρσι έναν κύκλο συζητήσεων πάνω σε φλέγοντα ζητήματα που απασχολούν την τέχνη και την κοινωνία. Πρόσφατα συμμετείχες και εσύ στη συζήτηση με θέμα «Καθημερινός σεξισμός». Γιατί πιστεύεις ότι ακόμη και σήμερα παλεύουμε για τα αυτονόητα στον χώρο των παραστατικών τεχνών αλλά και της κοινωνίας γενικότερα;
Η πρωτοβουλία του Εθνικού είναι πολύ πολύ σημαντική. Είναι πολύ ωραίο το κοινό, που νιώθει το θέατρο σαν το σπίτι του, να έχει την ευκαιρία μέσα στην αίθουσα να συνομιλεί και να συνδιαλλάσσεται πάνω σε θέματα που το απασχολούν ή που βιώνει στο περιβάλλον του. Μακάρι η διεισδυτικότητα των συζητήσεων αυτών να ήταν τέτοια που να έφτανε και σε κοινά που δεν είναι ούτως ή άλλως ανοιχτά σε ζητήματα διαφορετικότητας και που δενπροσέρχονται αυτοβούλως στις δύσκολες συζητήσεις. Στη συζήτηση «Καθημερινός σεξισμός» ρούφηξα τα όσα είπαν οι συνομιλήτριες και το κοινό και έμαθα πολλά. Θα έλεγα ότι μάλλον έχω την τύχη η ίδια να μην έχω πέσει θύμα σεξιστικής συμπεριφοράς (τουλάχιστον εμφανούς), κι ας είναι άντρες σχεδόν όλοι οι σκηνοθέτες συνεργάτες μου. Ότι υπάρχει όμως διάκρισηεμφανής ή υπόγειαβάσει του φύλου ή άλλων κριτηρίων στην κοινωνική καθημερινότητα, δεν χωρεί αμφιβολία. Ναι,
ακόμα παλεύουμεμε τον σεξισμό και άλλα κακά δαιμόνια, και το γιατί είναι απλό: πάντα υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την ανάγκη να νιώθουν ανώτεροι από άλλους ανθρώπους. Αν ποτέ εκλείψει ολικώς αυτό το κόμπλεξ και μάλιστα ταυτόχρονα σε όλες τις κοινωνίες της γης, ε, τότε κάτι θα γίνει…
Έχεις μεταφράσει τα έργα «Παραλλαγές θανάτου» και «Κάποιος θα έρθει» του πολυβραβευμένου Νορβηγού συγγραφέα Γιον Φόσσε, που ανέβηκαν και τα δύο σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά. Τον περασμένο Οκτώβρη ο Φόσσε τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Τι πιστεύεις πως είναι αυτό που τον κάνει ξεχωριστό συγγραφέα;
Είναι μια τόσο ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα…Είναι ένας συγγραφέας που σχεδόν έχει επινοήσει έναν νέο τρόπο συγγραφής-λεξικογραφίας. Χρησιμοποιεί λιγοστές λέξεις και καμία απολύτως «φαντεζί», κι όμως κατορθώνει να μεταδώσει ό,τι πιο βαθύ έχει μέσα του ο άνθρωπος, από τον φόβο του θανάτου του παιδιού του μέχρι την παράδοση στην τρέλα, από τις αυτοκτονικές σκέψεις ως λύτρωση μέχρι την απώλεια του έρωτα. Και όλο αυτό το κάνει με έναν μουσικό ρυθμό –πολλές φορές σκέφτομαι ότι είναι σαν ο Φόσσε να έχει ανακαλύψει μια άλλη μουσική κλίμακα– που δονεί τα πάντα μέσα μας αλλά μας καθηλώνει σε μια ακινησία, στην ίδια ακινησία θαρρείς που επιβάλλει και το χιόνι που καλύπτει για πολλούς μήνες την πατρίδα του. Από αυτή την άποψη, χαίρομαι που χάρη στο ότι μεγάλωσα στην Κοζάνη κατανοώ την εμπειρία του βαρύ χειμώνα, του εκτυφλωτικού λευκού του χιονιού, της σιωπής των χιονισμένων τοπίων, την αίσθηση των παγωμένων νερών, την ευεργετική και καθαρτική αίσθηση του κατάψυχρουαέρα στο πρόσωπό σου, και την έντονη εντύπωση ότι στο χιόνι βρίσκεσαι πολύ μακριά από όλον τον υπόλοιπο κόσμο.Δεν αντέχουν πολλοί να διαβάσουν Φόσσε και αυτό καθιστά την απόφαση για το βραβείο Νόμπελ ακόμα πιο σημαντική. Ήμουν καλεσμένη στη δεξίωση που παρέθεσε το νορβηγικό ινστιτούτο και παρακολουθήσαμε διά ζώσης τη βράβευσή του, και η συγκίνηση μεταξύ μας ήταν τεράστια, ήταν μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ.Και ο ίδιος ως άνθρωπος είναι τόσο ταπεινός, τόσο γλυκός, τόσο δοτικός… Είναι πολύ κρίμα που στην Ελλάδα δεν έχουμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε διεξοδικά, αφού δεν κυκλοφορεί στη γλώσσα μας παρά μόνο ένα από τα πεζά του έργα, τα δύο πρώτα μέρη της Επταλογίας, και μια συλλογή από κάποια θεατρικά του. Ας ελπίσουμε ότι με αφορμή το Νόμπελ θα μεταφραστούν και θα κυκλοφορήσουν και άλλα, μεταξύ αυτών και η Μελαγχολία, το πιο αγαπημένο μου. Όποιος, όμως, διαβάζει με σχετική άνεση αγγλικά ή γερμανικά, ας μη διστάσει να τον προσεγγίσει, όπως είπα είναι πολύ λίγες και πολύ εύκολες οι λέξεις που χρησιμοποιεί.Άλλος είναι ο μηχανισμός που απαιτεί ο Φόσσε, όχι η ακριβής κατανόηση της γλώσσας.
Υπάρχει όριο μεταξύ πολιτικής ορθότητας και καλλιτεχνικής δημιουργίας;
Δύσκολη ερώτηση και δυστυχώς δεν έχω κάποια έξυπνη απάντηση. Κοίτα, λ.χ. το να βρίζεις από σκηνής μια ομάδα ατόμων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όσο επιτυχημένα και αν το κάνεις, συνιστά καλλιτεχνική δημιουργία που δεν πρέπει να τιθασευτεί από την πολιτική ορθότητα; Δεν νομίζω… Από την άλλη, το παράδειγμα τεράστιων θεατρικών συγγραφέων –για να μιλήσω εντός του πεδίου που γνωρίζω καλά– μας δείχνει ότι κανένας Αισχύλος, κανένας Σαίξπηρ, κανένας Μολιέρος, κανένας Ίψεν, κανένας Τσέχοφ, δεν υπήρξε πολιτικά μη ορθός. Τουναντίον, ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος και άλλοι, ήταν αναγκασμένοι όχι μόνο να είναι πολιτικά ορθοί αλλά ακόμα και να χαϊδεύουν τα αυτιά της εξουσίας, αφού οι θίασοί τους ήταν υπό την αιγίδα και τη χρηματοδότηση της Αυλής, κάτι εξάλλου που επεδίωκαν σφόδρα οι ίδιοι – κι όμως έδωσαν αξεπέραστα αριστουργήματα.Αξεπέραστα αριστουργήματα. Πάντως, άλλο πολιτικώς ορθός και άλλο καλλιτεχνικά άτολμος… Και αντίστροφα, άλλο καλλιτεχνικά τολμηρός και άλλο απρεπής ειδικά απέναντι σε ευάλωτες ομάδες.Και πάντως, αν θέλεις να δημιουργήσεις κάτι βαθύ, διαχρονικό και που να αφορά τους πάντες, πρέπει να κατεβείς πολύ βαθιά στο στομάχι σου, εκεί που κρύβονται τα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα πέντε-έξι υπαρξιακά ερωτήματα που ταλανίζουν τον άνθρωπο από τότε που σηκώθηκε στα δύο πόδια, και αυτά δεν έχουν σχέση ούτε με την πολιτική ορθότητα ούτε με την καταστρατήγησή της. Εξάλλου, τα όρια προσφέρουν δημιουργική ελευθερία ενώ το ανεξέλεγκτο συχνά οδηγεί σε κάτι χαώδες. Τώρα, φαινόμενα απόπειρας για κατάργηση διαφόρων συγγραφέων έως και της αρχαιότητας σε αμερικανικά πανεπιστήμια –μέχρι κι ο Όμηρος κόντεψε να την «πατήσει»– φανερώνουν στενότητα διάνοιας, αδυναμία συναίσθησης άλλων συνθηκών πέραν των «δικών μας», ανικανότητα τοποθέτησής μας σε διαφορετικές στιγμές. Ίσως και υποκριτική ανάγκη «πολιτικής ορθότητας» στο σήμερα, σαν να «πειράζουμε» δηλαδή αυθαίρετα το παρελθόν γιατί αδυνατούμε να παρέμβουμε διορθωτικά στο παρόν.
Κλείνοντας θα ήθελα να σε ρωτήσω ποιο βιβλίο διάβασες πρόσφατα και τι σου έκανε εντύπωση σε αυτό.
Λόγω δουλειάς διαβάζω πάντα πολλά βιβλία ταυτόχρονα, αλλά θα ξεχωρίσω ένα για να προτείνω, Τα γηρατειά της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Το διάβασα με αφορμή τις φετινές δουλειές μου πάνω στον Βασιλιά Ληρ και τον Έρωτα του δον Περλιμπλίν και της Μπελίσα στον κήπο του, δύο έργα που μιλάνεμεταξύ άλλων για το τι σημαίνει να γερνάς και να σε αφήνουν πίσω οι άλλοι. Διαρκώς ακούμε για τα νιάτα και τους νέους, σε τέτοιο σημείο που παραπλανόμαστεως προς την ταχύτητα του χρόνου, που μας διαφεύγειότι οι νέοι του σήμερα είμαστε οι γέροι του αύριο, ότι τα νιάτα δεν είναι ούτε κοινωνική τάξη στην οποία μπήκες, πήρες και οικόσημο και τέλειωσες, ούτε καμία αυταξία. Η απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι υπάρχουν πολλές, διαφορετικές και εξαιρετικά κερδοφόρες –αν όχι κερδοσκόποι– βιομηχανίες γύρω από την παράτασή τους.Σε μια κοινωνία που τα κινήματα διεκδικούν την ευημερία και την ευζωία «όλων» –και ορθώς– νιώθω ότι εξαιτίας και του διαγενεακού πολέμου που ξέσπασε και τρέχει, οι ηλικιωμένοι άνθρωποι έχουν ξεχαστεί, οι ανάγκες τους δεν λαμβάνονται υπόψη, παραβλέπεται το γεγονός ότι εκείνοι έχτισαν τον κόσμο που ζούμε, με τα καλά του που απολαμβάνουμε και τα κακά του που οφείλουμε με τη σειρά μας να διορθώσουμε για τους επόμενους νέους. Το λεκτικό «περήφανα γηρατειά» που είχε διεισδύσειστην ελληνική κοινωνία πριν από 30-35 χρόνια, ανεξάρτητα από την πολιτική χρήση του, δεν ακούγεται πια ούτε από τον χώρο που το επινόησε. Ε λοιπόν, αυτό το βιβλίο θέτει ως μία εκ των ων ουκ άνευ υποχρέωση της νεανικής ζωής μας την προετοιμασία των γηρατειών μας, συγκεκριμένα του ποιοι γέροντες και ποιες γερόντισσες θέλουμε να είμαστε.