Γράφει ο Κεφαλάς Πάνος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιστορίας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Εικόνα εξωφύλλου – Salonika 1916-1917/Προς τη νίκη!
Οι καρτ ποστάλ (επιστολικά δελτάρια) στις αρχές του 20ου αιώνα συνιστούσαν, μαζί με τα γράμματα, σημαντικότατο τρόπο επικοινωνίας δι’ αλληλογραφίας. Υπήρξαν ιδιαιτέρως στενά συνδεδεμένες με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καλύπτοντας την ανάγκη της επικοινωνίας και της συναισθηματικής εκτόνωσης των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Εκατομμύρια εικονογραφημένα ταχυδρομικά δελτάρια διακινήθηκαν τη περίοδο 1914-1918, με τεράστια ποικιλία θεμάτων. Τα θέματα τους ήταν συνήθως σατιρικά, συναισθηματικά, πατριωτικά, χιουμοριστικά ή ειρωνικά (εικόνα 1). Επίσης υπήρξαν κάρτες με προπαγανδιστικό περιεχόμενο. Στο διάστημα 1900 – 1922 κυκλοφόρησαν καρτ – ποστάλ σε σειρές ή μεμονωμένες εκτυπώσεις, χρωμολιθόγραφα ή σταμπαριστά ή με χρήση φωτογραφικού κλισέ, δημιουργήματα ονομαστών εικονογράφων, ζωγράφων, γραφιστών και φυσικά φωτογράφων. Με τον τρόπο αυτό ο στρατιώτης με λίγα λόγια και μια εικόνα έδινε στον παραλήπτη όχι μόνο τη στρατιωτική πλευρά του πολέμου, αλλά επίσης όψεις από μέρη και ανθρώπους που παρασύρθηκαν μες στη δίνη του.
Ο Alexandre Berraud γεννήθηκε στο Bouclans, στην περιοχή Doubs, στην ανατολική Γαλλία στις 27 Ιανουαρίου 1884. Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 τον βρήκε να υπηρετεί στο 35ο Σύνταγμα Πεζικού (το Νοέμβριο του 1916 μετατέθηκε στο 260ο Σύνταγμα Πεζικού/260e RI ως soldat de 2e classe/στρατιώτης 2ης τάξης). Στις 7 Οκτωβρίου 1915, το 260ο Σύνταγμα, με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Boigues κινητοποιήθηκε ως τμήμα του Στρατού της Ανατολής στο Μακεδονικό Μέτωπο και οι στρατιώτες του επιβιβάστηκαν σιδηροδρομικώς και μεταφέρθηκαν κοντά στη Λυών. Στις 15 του ίδιου μήνα, μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς στο Ναύσταθμο της Τουλόν, ανατολικά της Μασσαλίας, όπου έφυγαν με το πολεμικό πλοίο Lutétia[1], για την πόλη της Θεσσαλονίκης, στην οποία έφθασαν στις 21 Οκτωβρίου[2].
Από την πόλη της Θεσσαλονίκης θα ξεκινήσει η εκτενής αλληλογραφία με τη σύζυγο του, στην οποία ταχυδρομεί στρατιωτικές καρτ-ποστάλ. Στο χρονικό διάστημα Νοεμβρίου 1915 – Νοεμβρίου 1916, ο Berraud ταχυδρόμησε 87 καρτ-ποστάλ, από διάφορες περιοχές του Μακεδονικού Μετώπου. Σε όλες εντοπίζονται στο μπροστινό μέρος σκίτσα, τα οποία ο Berraud εκτέλεσε με πενάκι και μαύρο μελάνι και χρωματιστά μολύβια και διατηρούνται σε άριστη κατάσταση. Τα σκίτσα θα αποτελέσουν έναν τρόπο να καταπολεμήσει την πλήξη του πολέμου.
Τα σκίτσα και τα κείμενα του συνδέονται στενά. Του αρέσουν ιδιαίτερα τα τοπία, τα ζώα αλλά και οι τοπικοί πληθυσμοί που συναντάει. Με λιτό καλλιεργημένο λόγο περιγράφει την καθημερινή ζωή του Στρατού της Ανατολής. Ιδιαίτερα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει: έλλειψη φαγητού, δυσκολία απόκτησης νερού, κόπωση, ακραία ζέστη, ασθένειες, μακρινές πορείες, αλλά και τα γέλια που μοιράζεται με τους συντρόφους του ή τις πολλές στιγμές αναμονής εξαιτίας της στασιμότητας του μετώπου. Η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με την πορεία του πολέμου στη Γαλλία, αλλά και η υπενθύμιση των εχθρών αναφέρονται τακτικά[3]. Στις καρτ ποστάλ του μιλά συχνά για τη σημασία αυτής της ταχυδρομικής ανταλλαγής με τη σύζυγό του, η οποία κρατάει υψηλό το ηθικό του: «Ο ήλος είναι όμορφος και ζεσταθήκαμε με το που ήρθαμε. Από εδώ το πανόραμα είναι υπέροχο. Μπορούμε να δούμε όλη τη Θεσσαλονίκη, τον κόλπο, το λιμάνι με πολεμικά πλοία. Θα ζωγραφίσω όμορφα σχέδια όταν έχω χρόνο. (…) Από σήμερα το πρωί, κοιτάζω το λιμάνι και βλέπω το απέραντο γαλάζιο 3000 χιλιόμετρα μεταξύ μας, που μας χωρίζει».
Ο Berraud στις καρτ-ποστάλ του είναι πολύ ακριβής στις ενδείξεις των περιοχών του Μακεδονικού Μετώπου όπου βρίσκεται, έτσι ώστε η σύζυγός του, την οποία αποκαλεί “My dearling – αγαπημένη μου”, να γνωρίζει τις τελευταίες κινήσεις του και μέσα από τα σκίτσα του να βλέπει τις ομορφιές των τοπίων που διασχίζει: «Έχω περισσότερη υπομονή, για να σας σχεδιάσω μια εικόνα από καιρό σε καιρό, έτσι ώστε να μπορείτε να μοιραστείτε το ταξίδι μαζί μου». Εκείνη, με ταχυδρομικά δέματα τον προμηθεύει με υλικό, που ζητάει, ώστε να μπορεί να σχεδιάζει: «Στο δέμα βάλτε ένα σκούρο πράσινο μολύβι όπως το χρώμα των σχεδίων μου».
Η αλληλογραφία του Berraud διακόπηκε στις 25 Νοεμβρίου 1916. Η τελευταία του καρτ-ποστάλ ταχυδρομήθηκε από το Monastir (Μοναστήρι – σημερινά Μπίτολα)[4]. Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 13 Δεκεμβρίου 1916 καταγράφεται νεκρός «Tué à l’ennemi – σκοτωμένος από τον εχθρό»[5], για τη Γαλλία, στον «cote 1248 – Ύψωμα 1248», για τις μάχες που πραγματοποιήθηκαν γύρω από το Monastir[6] (εικόνα 2). Τον Μάιο του ίδιου έτους, είχε ζητήσει από την γυναίκα του: «Κράτησε όλες αυτές τις κάρτες, ώστε να μπορώ να σου κάνω ένα ωραίο άλμπουμ του ταξιδιού μου. Να προσέχεις πώς τις πιάνεις με τα δάχτυλα σου, ώστε τα χρώματα να διατηρηθούν».
Το σετ των 87 καρτ ποστάλ, διατηρημένο, παραδόθηκε από τη σύζυγο του στο Musée de l’Armée (Μουσείο Στρατού της Γαλλίας) το 1921, στη μνήμη του συζύγου της. «Οι καλλιτεχνικές και ακριβείς αυτές καρτ ποστάλ, αποτελούν ένα πολύτιμο τεκμήριο για την ιστορία της εκστρατείας των συμμαχικών δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο», έγραψε ο στρατηγός Maleterre, διευθυντής του Musée de l’Armée, στις 2 Σεπτεμβρίου 1921, σε εκτίμηση της δωρεάς της κυρίας Berraud.
Εικόνα 2 – Τα στοιχεία θανάτου του στρατιώτη Berraud – Alexandre François-Joseph, όπως υπάρχουν καταχωρημένα στη Βάση Δεδομένων των Νεκρών της Γαλλίας για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εικόνα 3 – Photo (C) Paris – Musée de l’Armée, Dist. RMN-Grand Palais / Pascal Segrette
Ο Alexandre Berraud στη διάρκεια των επιχειρήσεων στο Μακεδονικό Μέτωπο βρέθηκε στην πόλη της Κοζάνης[7] με την νούμερο 71 καρτ ποστάλ της συλλογής (εικόνα 3). Η καρτ ποστάλ διαστάσεων 0.132 (Ύψος σε m) και 0,092 (Πλάτος σε m.) φέρει στο εμπρός μέρος σκίτσο από το ρολόι της Κοζάνης και στα γαλλικά χειρόγραφο κείμενο με πενάκι και καφέ μελάνι από τον ίδιο: «8 Sept. 1916. Grande Tour à Kosiani[8]. Grèce/ AB- 8 Σεπτεμβρίου 1916. Η υπέροχη περιήγηση στην Κόζιανη. Ελλάδα/ΑΒ» (εικόνα 4). Στο πίσω μέρος υπάρχει στα γαλλικά χειρόγραφο κείμενο με πενάκι και μαύρο μελάνι το οποίο έχει γραφτεί από τον στρατιώτη στον ελεύθερο χώρο που υπάρχει στην κάρτα τριγύρω από το τυπωμένο κείμενο με μπλε χρώμα και κεφαλαία γράμματα, στη γαλλική γλώσσα: «CARTE EN FRANCHISE/ CORRESPONDANCE/ des ARMEES de la REPUBLIQUE/EXPEDITEUR/Adresse: Stendfhal» (εικόνα 5).
Το κείμενο του μπορεί να χαρακτηριστεί «πλούσιο», καταλαμβάνοντας όλο τον ελεύθερο χώρο στο πίσω μέρος της καρτ ποστάλ. Μελετώντας τις ημερομηνίες και το κείμενο, παρατηρούμε ότι η ολοκλήρωση και αποστολή αυτής δεν έγινε την ίδια ημέρα αλλά σε πάροδο χρόνου, όπως σχεδόν άλλωστε γινόταν εκείνη την περίοδο από πολλούς στρατιώτες, οι οποίοι έγραφαν σταδιακά τα γράμματα τους. Το σκίτσο με το «περίφημο» ρολόι της Κοζάνης έγινε στις 8 Σεπτεμβρίου 1916, ενώ το κείμενο του ολοκληρώθηκε στις 15 του ίδιου μήνα (η ημερομηνία αναφέρεται στο κείμενο).
Στην πόλη της Κοζάνης ο Berraud δεν βρέθηκε με το 260ο Σύνταγμα του για κάποια επιχείρηση ή εντολή από την διοίκηση, αλλά όπως ο ίδιος ομολογεί ως «κοπάνα», που έκανε μαζί με έναν Δεκανέα χωρίς να πάρει άδεια, η οποία κόστισε στον ίδιο 12 μέρες φυλακή και στον Δεκανέα την επαναφορά του σε απλού στρατιώτη, αλλά δεν το μετάνιωσε γιατί δεν θα είχε δει αλλιώς την πόλη και την περίφημη θέα του ρολογιού: «Ιδού η περίφημη άποψη, που μου στοιχίζει 12 ημέρες φυλακής, επειδή πήγα / στην Κόζιανη χωρίς /άδεια. Δεν το μετανιώνω γιατί / δεν θα είχα δει την πόλη». Στην καρτ ποστάλ αυτή δεν κάνει καμία άλλη αναφορά για την πόλη. Η πόλη της Κοζάνης αναφέρεται ακόμα μία φορά στην καρτ ποστάλ νούμερο 72, την οποία έστειλε στην γυναίκα του στις 9 Σεπτεμβρίου 1916, την επομένη δηλαδή, από το Karadzalar. Σε αυτή αναφέρει ότι «Χθες επισκέφτηκα την πόλη της Κοζάνης πολύ / όμορφη ελληνική πόλη 1500 κατοίκων. Το σχέδιο που θα λάβετε πιθανότατα θα μου κοστίσει 15 ημέρες στη φυλακή. / Απαγορεύεται η επίσκεψη στις πόλεις, υπάρχει μόνο χώρος για τους αξιωματικούς, καταλαβαίνετε. / Οι άνδρες είναι καλοί μόνο στο να σκοτώνονται και να ζουν σαν τα θηρία …Αλλά δεν με νοιάζει για τη φυλακή τους, ο πόλεμος δεν θα είναι πια για αυτό … – Φεύγουμε στη βροχή / από ένα φρικτό μονοπάτι, φορτωμένοι σαν γαϊδούρια. Βρέχει όλη μέρα. Διασχίζουμε / την Κοζάνη τη νύχτα. Έκανα καλά να πάω χθες εκεί». Από το κείμενο αυτό καταλαβαίνουμε ότι οι δύο αυτές καρτ ποστάλ γράφονταν – συμπληρώνονταν παράλληλα ενώ ο στρατιώτης έκανε με το Σύνταγμα του πορείες από την μία πόλη στην άλλη και τις ταχυδρόμησε μαζί, ίσως και με κάποιες άλλες από την πόλη της Καστοριάς την οποία επισκέφτηκε στις 15 του ίδιου μήνα και στην οποία ολοκλήρωσε την καρτ ποστάλ της Κοζάνης (η αλληλογραφία της περιόδου δεν ήταν τακτική και εξαρτιόταν από τις θέσεις, την συγκοινωνία, την ταχυδρόμηση πολλών γραμμάτων μαζί κτλ.).
Από το υπόλοιπο κείμενο της καρτ ποστάλ νούμερο 71, αυτά που χρίζουν αναφορά επικεντρώνονται σε δύο βασικούς άξονες: εξαντλητικές πορείες κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες και πείνα!!. Ο Berraud δηλώνει την απογοήτευση και την κούραση του από τις ατελείωτες πορείες σε αρκετά σημεία: «Τις 5 τελευταίες ημέρες / κάναμε 120 χιλιόμετρα σε άθλιους δρόμους, μονοπάτια /βραχώδη… διασχίζοντας 4 φορές τη Vistrica, (τον ποταμό Αλιάκμονα[9]), με νερό ίσαμε την κοιλιά, το βράδυ κοιμόμαστε / έτσι, έχοντας διασχίσει το νερό, ιδρωμένοι και πάλι καλά όταν δεν μας βρέχει από πάνω… είναι απαίσιο το μαρτύριο που υφιστάμεθα. Ποτέ δεν/ θα πιστεύαμε πως άνδρες έχουν μια τέτοια αντοχή. Τα πόδια είναι / ματωμένα, οι ώμοι κομμένοι…εκατό φορές να είχαμε πεθάνει. Δεν ξέρω τι / ήρθαμε να κάνουμε εδώ», «Όλες τις ημέρες κάνουμε 30 χιλιόμετρα μέσω χαραδρών, ποταμών, βράχων. Από τη Βέροια, έχουμε 206 χιλιόμετρα στα πόδια μας και από τη Δοϊράνη 70 παραπάνω. Είμαι / τελείως εξουθενωμένος, κενός… Θα ήταν καλύτερα να αρρωστήσω για να με αποσύρουν και να ξεκουραστώ. / Είναι άτυχος κανείς που είναι σκληροτράχηλος όπως ένα άλογο. Δεν θα μπορέσω να ξεκουραστώ σε ολόκληρη ην εκστρατεία».
Η πείνα και η έλλειψη φαγητού, τούτο το μαρτύριο, είναι οδυνηρό όπως γράφει ο Berraud: «Οι γέφυρες έχουν ανατιναχθεί, η τροφοδοσία δεν έχει φτάσει εδώ και 6 ημέρες…Ιδού 4 ημέρες που δεν έχουμε ούτε ψωμί ούτε αλάτι….Τρώμε ψητό καλαμπόκι αλλά δεν είναι τροφή. Τις 1τες (= πρώτες) ημέρες υπήρχαν σταφύλια αλλά τώρα τίποτε εκτός από καλαμπόκι. Χθες ψήσαμε χωρίς λίπος ούτε αλάτι, με κρεμμύδια. Έφαγα 8 καλαμπόκια ψημένα στη χόβολη. Είναι δυστυχώς οδυνηρό να έρθει κανείς να πεθάνει της πείνας…Χθες υποστήκαμε το τρομερότερο μαρτύριο από όσα γνωρίζω, διασχίζοντας την Καστοριά τη νύχτα, δεν / φάγαμε τίποτε εδώ και 30 ώρες. Και να περνάς μπροστά στους φούρνους που ευωδίαζαν ψωμί / που ψηνόταν. Τι μαρτύριο του Ταντάλου!».
Φυσικά, κλείνει το κείμενο του με νότα αισιοδοξίας και εφησυχασμού αναφέροντας στην γυναίκα του, την οποία αποκαλεί Μιμή (γενικό γυναικείο χαϊδευτικό), ότι «Η υγεία (μου) είναι καλή. Μη χολοσκάς για μένα. Τα γράμματα είναι σπάνια. Μακρόσυρτο / μεγάλο χάδι».
Είναι πολύ μεγάλο βάρος να πολεμάς κάπου μακριά και να μην ξέρεις για τι πολεμάς και η μόνη παρηγοριά σου να είναι η στιγμή που θα ξεκλέψεις χρόνο για να γράψεις ό,τι νιώθεις στο πρόσωπο το οποίο κατακλύζει το μυαλό σου και σου δίνει την δύναμη να ανταπεξέλθεις σε κάθε δυσκολία ώστε να επιστρέψεις κοντά του. Αν μπορούσα να μπω στην θέση του Berraud, και να πολεμώ σαν κι αυτόν ή σαν όλους τους στρατιώτες τότε, νομίζω ότι τα λόγια τα οποία θα έγραφα θα ήταν ένα αγαπημένο μου απόσπασμα από Το βιβλίο του Πολέμου του Μυριβήλη: «Να βρέχει και να ‘σαι μέσα σ’ ένα σπιτάκι. Να τρίζουν τα κούτσουρα της ελιάς στο παραγώνι. Να βλέπεις τη βροχή πίσω από τα τζάμια. Και κοντά σου να ‘ναι η αγάπη. Κι ένα βάζο φρέσκα λουλούδια. Κι ένα βιβλίο. Τι είναι αυτό; Τα μάγουλα μου είναι ογρά. Από τη βροχή;….Ες αύριον, λοιπόν και ως τότε γειά σου. Αγαπημένη, γειά σου!».
Εικόνα 4 – Photographie RMN 16-536980
Photo (C) Paris – Musée de l’Armée, Dist. RMN-Grand Palais / Pascal Segrette
Εικόνα 5 – Photographie RMN 16-536981
Photo (C) Paris – Musée de l’Armée, Dist. RMN-Grand Palais / Pascal Segrette
[1] Το πολεμικό πλοίο Lutétia τον Οκτώβριο του 1915 κινητοποιήθηκε, για την μεταφορά στρατιωτών από την Τουλόν στη Θεσσαλονίκη, βάρους 14.000 τόνων.
[2] Πληροφορίες από το: Historique du 260e Régiment d’Infanterie Numérisation de Jean-François Burais, descendant de Justin Burais, mitrailleur au 260e R.I. numérisation P. Chagnoux – 2008.
[3]Για τον έλεγχο του ταχυδρομείου από έρευνες ιστορικών σε αρχειακό υλικό, αλλά ειδικότερα από μαρτυρίες στρατιωτών, τεκμηριώνεται ότι σε όλους τους στρατούς, αργά ή γρήγορα εισήχθη ταχυδρομικός έλεγχος και λογοκρισία, για την αποφυγή μετάδοσης στρατιωτικών μυστικών, τον έλεγχο του ηθικού των στρατιωτών και τον εντοπισμό τυχόν «ανατρεπτικών ιδεών. Ανατρεπτικές σκέψεις στα γράμματα διαγράφονταν – «caviardés» – από τους λογοκριτές – με μελάνι και μολύβι – και πολλές φορές σημαντικός αριθμός λέξεων δεν μεταδίδονταν καθόλου. Για τη λογοκρισία των ταχυδρομικών γραμμάτων/κάρτ ποστάλ στο Μακεδονικό Μέτωπο, οι μαρτυρίες του Μυριβήλη στο Βιβλίο του Πολέμου είναι παραστατικές: «Από το χαράκωμα δεν επιτρέπονται γράμματα. Μοναχά αυτά τα τυπωμένα γαλάζια χαρτονάκια με τον εύζωνο. Tαχυδρομικός τομεύς 906: είμαι καλά, σε χαιρετώ. Κι αυτά (τα γράμματα) θα περνάνε πρώτα από τα χίλια δύο τσιμπλιάρικα ματογυάλια της λογοκρισίας, ώσπου να φτάσουνε στ’ αγαπημένα μου τα δικά σου ματάκια (….) Τα γράμματα αυτά ρίχνουνται στο κουτί του λόχου αδιάκοπα. Και αδιάκοπα τα σκίζει η λογοκρισία (….) Τα πρώτα γράμματα σου που πήρα είχανε μέσα ένα σωρό σβησίματα, ψαλιδίσματα και συμβουλές της λογοκρισίας». Από το Μυριβήλης, Σ. (1924). Η ζωή εν τάφω, Το βιβλίο του πολέμου, Αθήνα: βιβλιοπωλείο Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε.
[4] Τον Νοέμβριο του 1916, οι συμμαχικές δυνάμεις επιχείρησαν να καταλάβουν το Μοναστήρι. Η προσπάθεια αυτή ενισχύθηκε και με γαλλικές δυνάμεις γιατί ο Στρατηγός Σαράιγ ήθελε να καταλάβει την πεδιάδα του Μοναστηρίου και να αποκόψει τις εχθρικές συγκοινωνίες (η 57η Μεραρχία Πεζικού συμμετείχε στις μάχες, τμήμα της οποίας ήταν και το 260ο Σύνταγμα Πεζικού). Από τη γαλλοσερβική επίθεση που ακολούθησε καταλήφθηκαν διαδοχικά το Νεγκοτίν, το Μοναστήρι και τα γύρω υψώματα. Παρά την κατάληψη και τη διατήρηση του υψώματος 1248 η επίθεση κατά του όρους Τσερέβενα Στένα αποκρούστηκε από τον εχθρό, που είχε ενισχυθεί σημαντικά. Ο κακός ανεφοδιασμός και ο χειμώνας, ανάγκασε του Συμμάχους από 3 Δεκεμβρίου να αναστείλουν τις επιθέσεις και να οργανωθούν αμυντικά στα εδάφη που είχαν ήδη καταλάβει. Πληροφορίες από το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Δ/νση Ιστορίας Στρατού (1993). Επίτομη ιστορία της συμμετοχής του ελληνικού στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1914-1918. Αθήνα.
[5] Tué à l’ennemi ou mort au combat (στα αγγλικά Killed In Action, συντομογραφία KIA ή K.I.A.), είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται σε διοικητικά έγγραφα για να περιγράψει τις απώλειες που υπέστησαν σε μάχη και προκλήθηκαν από εχθρικές δυνάμεις. Στη Γαλλία, η έκφραση αυτή εντοπίζεται στις κάρτες που συντάχθηκαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο από τη διοίκηση βετεράνων και σήμερα τηρείται από τη Διεύθυνση Μνήμης, Κληρονομιάς και Αρχείων του Υπουργείου Ένοπλων Δυνάμεων της Γαλλίας. Για να καταχωρηθεί ένας στρατιώτης νεκρός, δύο μάρτυρες πρέπει να επιστρέψουν από την επίθεση για να το πιστοποιήσουν, διαφορετικά δηλώνεται ότι «εξαφανίστηκε».
[6] Στα επίσημα αρχεία του 260ου Συντάγματος Πεζικού καταγράφεται: «Στα τέλη Δεκεμβρίου, το 260ο Σύνταγμα ήταν στα ύψη μπροστά στο μέτωπο και προσπαθούσε να σκάψει χαρακώματα και δίκτυα για να καταφέρουν να ενωθούν τα μπροστά τμήματα με το Μοναστήρι. Ο εχθρός (οι Βούλγαροι) σε απόσταση 100 μέτρων πυροβολούσαν. Οπότε οι εργασίες γινόντουσαν τη νύχτα ως την αυγή, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας οι στρατιώτες παρέμεναν στα χαρακώματα. Αποτέλεσμα ήταν το προσωπικό να λαμβάνει μόνο ένα γεύμα περίπου τα μεσάνυχτα και μόνο όταν ο μάγειρας δεν σκοτωνόταν στη διαδρομή. Τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου, χιόνισε, είχε αρκετό κρύο και ο πυρετός της ελονοσίας θέριζε όσους δεν μπορούσαν να μειώσουν ούτε την κόπωση ούτε τη στέρηση του φαγητού. Σύντομα το σύνταγμα μειώθηκε αρκετά σε αριθμό, αλλά έπρεπε πάση θυσία να κρατήσουν τις γραμμές. Τέλη Δεκεμβρίου χάρη στην υπεράνθρωπη εργασία των στρατιωτών υπήρξε πρόοδος, και μπορούσαν να επιστρέψουν κάποια τμήματα λίγες μέρες πίσω στο Μοναστήρι. Οι άντρες που φτάνουν εκεί είναι εξαντλημένοι, τρέμουν από πυρετό, καλυμμένοι με λάσπη και ψείρες, αλλά δεν είναι σε θέση να πλύνουν ή να αλλάξουν σεντόνια, για περισσότερο από 2 μήνες και η πόλη υφίσταται καθημερινό συχνό βομβαρδισμό». Πληροφορίες από το Historique du 260ème régiment d’infanterie. France. 1914-1918. (BDIC_OPCE_013339).
[7] Στα επίσημα αρχεία του 260ου Συντάγματος Πεζικού καταγράφεται: «Η 57η Μεραρχία μεταφέρεται σιδηροδρομικώς από το Narès στη Βέροια. Στη συνέχεια μεταφέρεται με πορεία στην Κοζάνη. Αυτή η μακρά και επίπονη πορεία κάτω από τον καυτό ήλιο προκαλεί μεγάλη κόπωση. Οι επιπτώσεις της ελονοσίας γίνονται αισθητές και προκαλούν πολλές εκκενώσεις στην 260η». Πληροφορίες από το Historique du 260ème régiment d’infanterie. France. 1914-1918. (BDIC_OPCE_013339).
[8] Ο Alexandre Berraud γράφει την Κοζάνη – Kosiani (Κόζιανη) γιατί προφανώς έτσι θα την άκουσε από τον ντόπιο πληθυσμό ή από άλλους αξιωματικούς (πρόκειται για ιδιωματική προφορά) και ήταν αρκετά ειλικρινής να μην αθηναΐζει.
[9] Οι Τούρκοι τον έλεγαν Iντζέ-καρά (ψηλός και μαύρος) και οι Σλάβοι Μπίστριτσα (γοργοπόταμος). Ο Berraud τον γράφει la Vistrica.
Ευχαριστώ, για την πολύτιμη βοήθεια τους Σταύρο Ε. Καμαρούδη, Γλωσσολόγος. Αναπλ. Καθηγητής ΠΤΔΕ – Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα και την Ιsabelle Tambrun – Kamaroudis (Iζαμπέλ Ταμπρέν-Καμαρούδη), Καθηγήτρια Γαλλικής και Ελληνικής φιλολογίας.
Στο επόμενο τεύχος του Together free press ετοιμάζεται άρθρο με τις καρτ ποσταλ του Berraud – Alexandre François-Joseph από τη Φλώρινα – Μοναστήρι.