Η αυθεντική λαϊκή φωνή της παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο. Οι θαυμαστές της , την ακολουθούν πιστά εδώ ο και 42 χρόνια όπου και αν εμφανίζεται. Μαζί της μεγάλωσαν τρεις γενιές, μέσα από τις μοναδικές ερμηνείες της .
Μια τενόρος του λαϊκού ρεπερτορίου, η αγαπημένη μας Καίτη Τσιμπέρη όπως είναι το πραγματικό της όνομα, η γνωστή όμως σε όλους μας Μαζόχα, που στο άκουσμα της, υποκλινόμαστε όλοι στον τόπο μας.
Τα πρώτα χρόνια
Προέρχομαι από μουσική οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν πρόσφυγας Μικρασιάτης από την Προύσα, γεωργός αλλά πάνω από όλα μουσικός και τραγουδιστής. Είχε καταπληκτική φωνή όπως και ο αδερφός μου, από αυτόν πήραμε το λαρύγγι. Θυμάμαι όταν ήμουν δεκατριών ετών ο θείος μου, ξάδερφος του Καζαντζίδη, με μαγνητοφώνησε με εκείνα τα παλιά μαγνητόφωνα που είχαμε τότε με την ταινία. Κάναμε γλέντια από το πουθενά, έπαιρνε ο πατέρας μου το ούτι, ο αδερφός μου το βιολί και εκείνη την ημέρα μου λέει ο πατέρας μου «άντε, δεν λες και εσύ δυο τραγούδια;» Τότε του τραγούδησα δύο τραγούδια θυμάμαι, της Φωτεινής Μαυράκη.
Ζούσα στην Δράμα μέχρι να τελειώσω το δημοτικό. Έπειτα έζησα δυο μήνες στην Γερμανία και από εκεί πήγα στην Ελβετία όπου ζούσε η αδερφή μου. Εκείνα τα χρόνια έπρεπε να ξέρεις μια τέχνη, έτσι γύρισα στην Ελλάδα και τελείωσα κομμωτική . Ένα χρόνο μετά ξαναγύρισα στην Ελβετία όπου έμεινα εκεί μέχρι τα 19 μου.
Το φευγιό και η νύχτα
Κάποια στιγμή ήρθαν τα πάνω κάτω στην ζωή μου, γύρισα στην Ελλάδα και για να επιβιώσω, έπρεπε να βγω στη νύχτα. Το έσκασα από το σπίτι. Όταν έφυγα οι γονείς μου δεν γνώριζαν τίποτα. Κινητά δεν υπήρχαν. Δεν ήξεραν που είμαι, τι κάνω, αν ζω. Μετά από πολύ καιρό επικοινώνησα με τους δικούς μου. Ήθελα πρώτα να τακτοποιηθώ, να σταθώ στα πόδια μου και μετά να επικοινωνήσω μαζί τους. Όσο δύσκολο ήταν για τους γονείς μου άλλο τόσο δύσκολο ήταν όμως και για μένα. Για να φτάσω εδώ που έφτασα, πέρασα πάρα πολλά. Έπρεπε όμως να γίνει. Έφυγα από το σπίτι μου με τα ρούχα που φορούσα, τίποτε άλλο δεν πήρα μαζί μου. Ήταν καλοκαίρι θυμάμαι.
Βρήκα μια τραγουδίστρια που δούλευε στα μπουζούκια της Δράμας και της είπα ότι θέλω να βγω στη νύχτα, αν και γνώριζα ότι ήταν πάρα πολύ σκληρή..
Η ίδια μου μίλησε για έναν ξάδερφο της που είχε μαγαζί στη Σκύδρα. Πήγα στη Σκύδρα και είχα την εντύπωση ότι θα πάω στο κέντρο, θα πάρω το μικρόφωνο και θα τραγουδήσω. Τα πράγματα δεν ήταν όμως έτσι αλλά εκεί μιλάμε για άλλα πράγματα και καταστάσεις, οι κοπέλες εκεί έκαναν κονσομασιόν…. Μόλις μου είπαν ότι θα πας σε αυτή την παρέα, θα κάτσεις μαζί τους να πιείτε, τρελάθηκα. Εγώ, ένα παιδί από την Ελβετία, μαθημένη αλλιώς ξαφνικά βρέθηκα σε ένα τέτοιο σκυλάδικο.
Ήπια, θυμάμαι ένα ποτήρι ουίσκι, δεν ήμουν καθόλου μαθημένη στο ποτό, ούτε γουλιά δεν έπινα. Με έπιασε το παράπονο, έκλαιγα με λυγμούς. «Θεέ μου, που είμαι, τι κάνω εδώ εγώ» αναρωτιόμουν. Από τα ψηλά στα χαμηλά και από τα πολλά στα λίγα. Έφυγα, δεν μπορούσα να δουλέψω υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήμουν μαθημένη.
Από εκεί ήρθα σε ένα μπουζουξίδικο στη Λευκόβρυση , το γνωστό στους παλιούς «Βιετνάμ» που τότε λεγόταν «Πάμπολα» αλλά από τις πολλές φασαρίες που γινόταν μέσα και τον πόλεμο του Βιετνάμ, το ονόμασαν έτσι. Είδα εκεί φασαρίες και μαχαιρώματα αλλά δεν είχε καμία σχέση με εκείνο που πρωτοσυνάντησα στην Σκύδρα. Εκεί γνώρισα και τον άντρα μου. Κάποια στιγμή που βρεθήκαμε στην Καστανιά και σταματήσαμε στη Ζωοδόχο Πηγή, κατέβηκα να πιώ νερό να πιω νερό και μου λέει ο άντρας μου « μην πίνετε νερό από εδώ πέρα, γιατί λένε ότι όποια ήπιε νερό από εδώ έμεινε μετά στην Κοζάνη. Μπα του λέω, εγώ έχω ένα μήνα συμβόλαιο και μετά έφυγα.» Ακόμη φεύγω..
Στη νύχτα κρύβεις τα χούγια σου και τα ελαττώματα σου. Την νύχτα όμως, άμα πιεις και ένα ποτό, χαλαρώνεις, ξεβρακώνεσαι, τα πετάς όλα. Εκεί πραγματικά μπορείς να δεις ποιος είναι ο άλλος. Έχω δει ανθρώπους με τρύπες στα παντελόνια να είναι κυμπάρηδες και έχω δει άλλους ντεμέκ, με καμπαρντίνες και παλτό να ξεφτιλίζονται. Αυτή είναι η νύχτα.
Είναι όμως μαγική. Όταν συνηθίσεις τη νύχτα δεν μπορείς να λειτουργήσεις τη μέρα. Ειδικά για μένα που κάνω αυτό που αγαπάω περισσότερο. Τραγουδάω, ερμηνεύω. Άλλο το τραγούδι και άλλο η ερμηνεία. Όλη η Ελλάδα πια τραγουδάει. Είναι άλλο όμως να βγαίνει από την ψυχή σου, από τα τζιέρια σο, να το νιώθεις.
Οι αναμνήσεις
Αναπολώ πολλά. Τι να πρωτοθυμηθώ… Μου κάναν τεμενάδες, γονάτιζαν μπροστά μου!
Η καλύτερη φάση της καριέρας μου ήταν τότε που τραγουδούσα στην Μπόρα- Μπόρα. Αυτή η περίοδος της ζωής μου ήταν η καλύτερη, δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Και ποιοι δεν πέρασαν από εκεί και με ποιους δεν έχω συνεργαστεί. Αγγελόπουλος, Πολύ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Γλυκερία, Μοσχολιού, Μενιδιάτης, Καρράς ,Αλεξίου, Βιτάλη, Σακελλαρίου. Θυμάμαι είχε έρθει η Σακελλαρίου και όταν εγώ τελείωνα με το πρόγραμμά μου και ήρθε η ώρα να βγεί έρχεται καθώς πάω στο καμαρίνι μου και μου λέει «Εσύ τραγουδούσες τώρα; Πώς να βγω εγώ τώρα να τραγουδήσω μετά από μια τέτοια φωνή; -Πλάκα μου κάνεις» της απαντώ «Εσύ ολόκληρη Σακελλαρίου βγες και δώστα όλα» . Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό.
Παρόλα αυτά με πίεζαν πολύ να κατέβω στην Αθήνα, δεν ήθελα όμως να πάω. Δεν μπορούσα να πάω μόνη μου, είχα τον άντρα μου τα παιδιά μου. Ήθελα να μείνω εδώ μαζί τους.
Η Καίτη και το τραγούδι
Το τραγούδι κυλάει στην φλέβα μου. Ο καλλιτέχνης, γεννιέται δεν γίνεται. Όταν γεννιόμαστε ο Θεός μας δίνει χαρίσματα, έτσι δεν είναι; Σε άλλον δίνει τη φωνή, σε άλλον δίνει το κορμί και σε άλλον το μυαλό. Εμένα μου έδωσε φωνή. Η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου, στα 42 χρόνια αυτά που τραγουδάω είναι η αγάπη του κόσμου.
Κοίταζα πάντα σε όλη την μουσική μου πορεία να βρω κομμάτια που εμπνέουν εμένα, για να τα δώσω εγώ στον κόσμο καλά. Αν δεν νιώθεις πρώτα εσύ ο ίδιος το τραγούδι δεν μπορείς να το δώσεις.
Τα τραγούδια σήμερα είναι σχεδόν όλα ίδια. Ακούς ένα τραγούδι και δεν ξέρεις ποιος τραγουδάει. Κάποτε άκουγες ένα τραγούδι και έλεγες αυτός είναι ο Καζαντζίδης, αυτή είναι η Μοσχολιού, αυτή η Πόλυ Πάνου. Ο κόσμος παλιά καθόταν και σε άκουγε να ερμηνεύεις. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν πολύ.
Η αγάπη του κόσμου και οι έρωτες
Πάντα έβλεπα την αγάπη του κόσμου. Ήμουν και γω ντόμπρα, φερόμουν σωστά. Είχα και πολλές κατακτήσεις σαν νέα. Ξέρεις, τα φώτα σου φέρνουν πιο πολλές καψούρες, όσο να’ ναι τραβάει αυτό. Είναι καλό όμως αυτό και για έναν καλλιτέχνη, γιατί ανεβαίνει η ψυχολογία του. Δεν μπορεί να είναι μια ισιάδα όλα. Λες κοίτα, με γουστάρουν και μετά τα λες όλα αλλιώς.
Είχες πολλά καψούρια; της λέω «Είχα πολλά» μου απαντάει «δεν έχω παράπονο, μετρούσα και σαν αρτίστα και σα γυναίκα.»
Να είσαι πάντα ο εαυτός σας και να μην αδικείς κανένα. Δεν μου αρέσει η αδικία και η αχαριστία, μου λέει ξαφνικά.
Είδες πολύ αχαριστία, την ρωτάω.
Eίδα, από ένα συνάδερφο, πολύ πιο μικρό από εμένα. Τον βοήθησα και στο τέλος μας χάλασε τη δουλειά γιατί έλεγα περισσότερα τραγούδια από εκείνον. Αυτό το πράγμα με στεναχώρησε πάρα πολύ. Ο σεβασμός δεν βλάπτει και υπάρχει μια ιεραρχία.
Δεν έχω παράπονο όμως άλλο πέρα από αυτό. Όλοι με σεβάστηκαν, ήξεραν το όνομά μου και μου ζητούσαν πάντα να τους συμβουλέψω. Η συμβουλή μου ήταν πάντα να κοιτούν τον κόσμο μέσα στα μάτια , να μην αδικούν ποτέ κανέναν , να τραγουδούν το ίδιο είτε υπάρχει μια παρέα στο μαγαζί είτε είναι γεμάτο.
Μια μέρα της Καίτης
Για μένα η μέρα είναι η νύχτα! Ξυπνάω αργά το μεσημέρι, έτσι συνήθισα. Δεν μου άρεσε ποτέ το πρωινό ξύπνημα, ήταν εχθρός μου. Ακόμη και στην Ελβετία όταν ήμουν και δούλευα όταν χτυπούσε το ξυπνητήρι μου στις 6.30 το πρωί έλεγα «Παναγία μου, γιατί να μην μπορώ να δουλεύω μόνο νύχτα» . Αφού σηκωθώ πίνω τον καφέ μου και τον απολαμβάνω. Είμαι λίγο χουζουρλού που λέω εγώ και είμαι και τηλεορασάκιας. Απολαμβάνω να βλέπω τηλεόραση! Έπειτα, θα κάνω το φαγητό μου και τις δουλειές μου, όπως όλες οι νοικοκυρές.
Το σήμερα και το χθες στην νυχτερινή ζωή
Τα πράγματα σήμερα έξω είναι δύσκολα. Οι άνθρωποι έχουν ζόρια, αλλά ο Έλληνας θα ξεκόψει από εκεί που πρέπει για να πάει να γλεντήσει έστω ένα Σάββατο. Παλιά ο κόσμος έβγαινε και γέμιζε τα μαγαζιά. Τώρα βλέπεις ανοίγουν σχήματα στην Αθήνα για τριήμερα και καταλήγουν μόνο στο Σάββατο. Έχω δει πολλές καταστάσεις στη ζωή μου, τα πιάτα βουνά στα τότε πιατάδικα. Θυμάμαι μια φορά στη Μπόρα Μπόρα, οι σαμπάνιες άρχισαν να τρέχουν από την πίστα στα τραπέζια τόσες πολλές που ήταν.. Θυμάμαι επίσης έναν θαυμαστή μου, με το που ερχόταν στο πιατάδικο και άκουγε την εισαγωγή μου, πριν βγω στην πίστα υπήρχαν κιβώτια σαμπάνιας , δυο λουλουδούδες να κουβαλάνε συνέχεια λουλούδια και δυο σερβιτόροι να σπάνε πιάτα!
Η νεολαία τότε λάτρευε να σπάει πιάτα. Ένας χαμός. Τότε έπρεπε να υπάρχουν τα κινητά να δείτε τι καταστάσεις κάναμε. Και σήμερα όμως δεν έχω παράπονο από τον κόσμο.
Η Καίτη Τσιμπέρη που έγινε Μαζόχα
Με ζητούσαν συνέχεια από την Αθήνα και δεν πήγαινα, επίσης μου άρεσε πάντα να υποφέρω από έρωτες! Έτσι ένα βράδυ ο Πατρώνης, ο κουμπάρος μου, που έβγαζε τότε ψευδώνυμα σε όλους μας μου λέει «Μαζόχα είσαι» . Έμεινα λοιπόν στην ιστορία σαν Μαζόχα! Να σου πω όμως και κάτι; Eίναι και πιασάρικο. Έτσι με ξέρουν όλοι πια, αν πεις Καίτη θα σου πουν ποια Καίτη, αν πεις Μαζόχα, τέλος!
Ο απολογισμός ζωής
Αυτό που έχει την μεγαλύτερη σημασία στην ζωή μου είναι η οικογένεια μου, έχω δυο εγγόνια. Η εγγονή μου μάλιστα σπουδάζει νοσηλευτική στο Διδυμότειχο. Είμαι πολύ περήφανη για την κόρη μου, τα εγγόνια μου και τον άντρα μου. Αυτό είναι το μόνο που μετράει για μένα. Η οικογένεια μου και η αγάπη του κόσμου. Αυτά είναι τα δώρα της ζωής μου. Αυτά και το τραγούδι.
Το θέατρο και η παράσταση Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια
Το θέατρο για μένα είναι πρωτόγνωρο όμως σαν τραγουδίστρια έχω την επαφή με το κοινό και δεν δυσκολεύτηκα πολύ. Το τραγούδι είναι όπως το θέατρο μια επικοινωνία με το κοινό. Πάντα ήθελα να παίξω στο θέατρο. Παλιά μας έφερναν ταινίες και τις βλέπαμε στα καφενεία. Εγώ με το που πήγαινα στο σπίτι καθόμουν μπροστά στον καθρέφτη και έφτιαχνα ρόλους. Όλα τελικά μου ήρθαν στην ζωή μου. Τα όνειρα μου πραγματοποιήθηκαν.
Με πήρε κάποια στιγμή ο καλλιτεχνικός διευθυντής, Λευτέρης Γιοβανίδης και μου λέει «Από όσους έχω ρωτήσει για σένα εδώ στην Κοζάνη κανείς δεν βρέθηκε να μου πει κάτι αρνητικό. Είσαι ένα πρόσωπο της πόλης και σε αγαπάνε όλοι. Θέλω να κάνουμε κάτι μαζί.» Συγκινήθηκα πολύ με την πρόταση του, δουλέψαμε πολύ καλά μαζί με τον Μιχάλη Πιτένη και τον σκηνοθέτη μου Στέλιο Χλιαρά.
Η παράσταση πάει πολύ καλά. Από τις πιο μεγάλες στιγμές για μένα στις εβδομάδες που παίζεται ήταν όταν ήρθε μια γυναίκα 92 χρόνων για να με δει. Ανατρίχιασα, σαν να έβλεπα τη μάνα μου. Είδα επίσης στις παραστάσεις και πολύ νεολαία, ενθουσιάστηκα.
Δεν το περίμενα σε τέτοιο βαθμό. Τους ευχαριστώ όλους μέσα από την καρδιά μου γι’ αυτό. Θα πάρουμε παράταση για να την δει όλος ο κόσμος και μετά θα συνεχίσουμε με περιοδεία.
Το έργο αφορά μια γυναίκα, μια τραγουδίστρια την δεκαετία 70-80 , μια γυναίκα καθισμένη σε μια στάση λεωφορείου. Όλη η ζωή περνάει από μπροστά της σαν ταινία από μπροστά της και αναπολεί τη ζωή της, τους έρωτες της, έναν έρωτα που δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα όταν αυτός έφυγε για Καναδά.
Είχες έρωτα που έφυγε στον Καναδά, η παράσταση είναι γραμμένη πάνω σου; Την ρωτάω.
Ναι, όταν ήμουν πιτσιρίκα, εγώ δεκατριών ετών και αυτός 16. Μου είχε πει τότε θα πάω να δω πως είναι και θα σε πάρω και εσένα μαζί. Δεν με πήρε ποτέ.
Η παράσταση έχει πολλά δικά μου στοιχεία και κομμάτια της ζωή μου αλλά δεν είναι αυτοβιογραφικό το κείμενο. Έχει τόσο όσο.