συνέντευξη στην Γλύκα Παυλίδου
Αυτή δεν είναι μια συνέντευξη. Κι εγώ δεν είμαι πια δημοσιογράφος. Ο Κώστας Λαδόπουλος είναι φίλος μου, φίλος αγαπημένος. Του ζήτησα να κάνουμε μια φιλική κουβέντα, όπως κάνουμε πάντα, αλλά αυτή τη φορά να την φυτέψουμε στο χαρτί. Αφορμή, το νέο του βιβλίο «ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΕΤΕΩΡΟ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη και απαρτίζεται από επτά φλεγόμενα διηγήματα. Προτού μιλήσουμε για τη γλώσσα, το facebook, το ρεμπέτικο, τους πρόσφυγες, τα Εξάρχεια και για τις λογοτεχνικές αγάπες του, τον ρωτάω να μου πει από τι εμπνεύστηκε για να γράψει το «ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΕΤΕΩΡΟ» και τι αυτό πραγματεύεται.
Το μικρό και συμπαθητικό βιβλιαράκι με τον τίτλο “το Σώμα Μετέωρο”, ,περιέχει 7 “φλεγόμενα” διηγήματα. Τα λέω “φλεγόμενα” γιατί είναι κι αυτά άβολα, σα κι εμένα. Οι φιγούρες που κυκλοφορούν μέσα τους είναι από το παρελθόν, ξεχασμένες. Δεν είναι πεθαμένες γιατί επιπλέουν ψηλά, πάνω από μας, τις παίρνει ο αέρας και τις πάει πέρα δώθε. Μοιάζουν με ανθρώπους που βλέπουμε σήμερα και δε νοιαζόμαστε να τους ψάξουμε.
Δε θέλω να γκρινιάζω, ούτε ν΄αναπολώ. Δε μ΄αρέσουν οι νοσταλγίες. Όμως, η Νίτσα που τις έφαγε απ΄τον γκόμενό της και του τα ανταποδίδει τσακίζοντάς τον, πριν ανασηκωθεί το σώμα της πάνω απ΄τα κτήρια, ο Παναής Αλτσίτζογλου που κινείται σα φάντασμα και περνάει 13 μέρες μ΄ένα πεθαμένο φίλο του που επέστρεψε με ειδική άδεια απ΄τον Κάτω Κόσμο, ο Κ.Μ. Σμυρλής που του ξεφυτρώνει ένα μαύρο φτερό στον ώμο, η Στέλλα που κάνει έρωτα σαν Εφήμερο, ο Θάνος, ένας πονηρόβλακας νταβατζής που νιάζεται μόνο για τον εαυτούλη του, ο Νεοκλής που επαναλαμβάνει ένα φόνο, ξανασκοτώνοντας το πλάσμα που αγαπούσε, η Φούλα που αφήνει να θολώνεται έχοντας ερωτική σχέση με τον αδελφό της, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζωντανεύουν για το χατίρι σας, όχι για να σας βάλουν να σκεφτείτε. όχι για να σας βάλουν φωτιά, γιατί τις φωτιές μόνοι τους τις βάλαν, κανένας δε τους έφταιγε, ήταν η Μοίρα τους τέτοια. Άσε που ακούν μέσα στα κεφάλια τους να τους μιλάνε φωνές από το Σήμερα και το Αύριο και μπερδεύονται…
Τελοσπάντων, τα διηγήματα αυτά δε γράφτηκαν για να δημοσιευτούν. Γράφτηκαν για ξεπλήρωμα λογαριασμών απέναντι στον εαυτό μου και γι αυτό, είναι ειλικρινή και ξυπόλητα.
Αν διαβάστε αυτό το βιβλιαράκι, που η τιμή του είναι όσο 2,5 σουβλάκια, δε θα το ξεχάσετε, θα σας μείνει και θα παρηγορεί την καρδιά σας.
Έχεις νιώσει ποτέ θεματοφύλακας της γλώσσας επειδή είσαι συγγραφέας; Έτσι λέγανε παλιά ότι οι συγγραφείς είναι οι θεματοφύλακες της γλώσσας.
Ξεκινώντας, δε θέλω να ονομάζω τον εαυτό μου συγγραφέα. Οι διάφοροι τίτλοι – ετικέτες πάντα με στένευαν. Απλά, γράφω και, συμβαίνει και να εκδώσω. Άρα, δε μπαίνω και σε τέτοιες ουτοπικές, για μένα, διαδικασίες όπως το να αισθάνομαι θεματοφύλακας της γλώσσας.
Βασικά, θεωρώ ότι η έκδοση ενός βιβλίου σήμερα, ισοδυναμεί με ένα Τίποτα. Δε σημαίνει απολύτως τίποτα. Ελάχιστοι νοιάζονται, άλλα πράγματα τυραννούν το μυαλό τους και, το καταλαβαίνω απόλυτα. Οι εξελίξεις πάνω στον πλανήτη τρέχουν με αφηνιασμένες ταχύτητες, οι άνθρωποι δε μπορούν να τις παρακολουθήσουν, ποιός/ά νοιάζεται, σε τελευταία ανάλυση, για τα βιβλία, όταν πρωταρχική ανάγκη είναι να μην αφήσουμε τον εαυτό μας να διαλυθεί; Ένα το κρατούμενο. Το άλλο, πολύ λίγοι άνθρωποι στην Ελλάδα διαβάζουν, όσο κι αν ο αριθμός ανεβαίνει. Απλά, θαυμάζουν αυτούς που το κάνουν γιατί θεωρούν ότι το γράψιμο είναι κάτι άφταστο γι αυτούς και, βρε παιδί μου, δε βρίσκουν και το λόγο να μπουν σε τέτοιες ιστορίες. Έτζι, το να γράφει κανείς είναι μιά προσωπική κάθαρση, άντε και να σε παρακολουθήσει για λίγο ένα μικρό κοινό. Η γλώσσα, η δική μας γλώσσα, είναι μαγική. Πραγματικά μαγική. Αυτό λίγοι το συνειδητοποιούν. Όμως, είναι μιά μοναχούλα γλώσσα που τραβάει το δρόμο της κοιτώντας τον ομφαλό της. Οι γλώσσες είναι σώματα που μεταλλάσσονται. Αυτό που νιώθεις εσύ σήμερα χρησιμοποιώντας μιά λέξη, δεν είναι το ίδιο μ΄αυτό που αισθάνεται ένας νέος άνθρωπος 10 χρόνια αργότερα. Εκεί, πρέπει να πάρεις μιά απόφαση. Ή θα περάσεις στο νέο νόημα που παίρνει κάποια λέξη, ή θα αγκιστρωθείς πάνω στην παλιά έννοια, με αποτέλεσμα ν΄απομακρύνονται από σένα και να μη καταλαβαίνουν τι εννοείς. Σου δίνω ένα παράδειγμα, τη λέξη “παρηγοριά”. Άλλο πράγμα σήμαινε παλιότερα, άλλο σήμερα. Το ν΄αρχίσεις να εξηγείς, είναι σχεδόν χάσιμο χρόνου. Όταν δε ξέρουμε κάτι, δε μας λείπει κιόλας. Μπορούμε να θέλουμε ν΄ακούσουμε μιά εξήγηση αλλά, αν δε μπορούμε να κάνουμε προβολές, να δούμε σε εικόνες τι μπορεί να εννοεί ο παλιότερος χρήστης της γλώσσας, παύουμε απλά ν΄ακούμε. Έτζι, ο Θεματοφύλακας μπορεί να μοιάζει λιγάκι και με ιδιοκτήτη Γραφείου Τελετών.
Μιας και συνυπάρχουμε όλοι πια στο facebook, σε ενοχλεί το ότι ο κόσμος πια έχει αναισθητοποιηθεί; Όταν λένε «δεν μας αφήνει ήσυχους κι ο Λαδόπουλος με τις μερέντες του»;
Λόγω των παραπάνω, δε θεωρώ παράξενο ότι ο κόσμος αναισθητοποιείται. Δε θέλει ν΄ακούει για δυσάρεστα πράγματα, δε θέλει να το φέρνεις αντιμέτωπο με τον εαυτό του και τα συναφή. Θέλουν ν΄αποδράσουν, αυτή είναι η πρωταρχική ανάγκη. Να γελάσουν με καμιά σαχλαμάρα, “να περνάει η ώρα”, όπως λένε. Δηλαδή, να φτάσουμε πιό γρήγορα στην ώρα του Θανάτου… Δε περιμένω την ανταπόκριση στο Fb, απλά ρίχνω σαϊτες στον αέρα.
Επειδή είσαι ακραιφνής ρεμπέτης, θέλω να μου πεις πώς εξηγείς το γεγονός ότι σήμερα, στην εποχή της πλήρους αποδόμησης των πάντων, ιδίως στα σόσιαλ μήντια, το ρεμπέτικο απολαμβάνει μια ασυλία. Είναι σε ένα βάθρο θα έλεγε κανείς. Αυτό έχει να κάνει μόνο με το καλλιτεχνικό του μέγεθος, ή υπάρχουν πιστεύεις άλλοι λόγοι;
Αυτό το “ακραιφνής ρεμπέτης”, μ΄ενοχλεί. Αυτά τα πράγματα δε γίνονται και, ακόμα κι αν γινόταν, δε θά΄θελα να είμαι, να λείπει το βύσσινο. To Ρεμπέτικο είναι ένας σάκος με διαμάντια που τον μιζεριάζουμε. Δε θέλω να θέλω να πω άλλα, ας τα πουν άλλοι.
Ποια είναι η γνώμη σου για τους πρόσφυγες;
Δε νομίζω πως χρειάζεται η γνώμη μου. Πιστεύω μόνο ότι οι πληθυσμοί των χωρών που δέχονται πρόσφυγες θά’πρεπε να βγουν στους δρόμους και να τα κάνουν λίμπα, δείχνοντας ότι δεν είναι υποχρεωμένοι να χρεώνονται τις κινήσεις της Ελίτ που θέλει να διαλύει χώρες.
Από τη μέρα που επέστρεψες στην Ελλάδα μένεις στα Εξάρχεια. Είναι γκέτο τα Εξάρχεια;
Στα Εξάρχεια έμενα και πριν να επιστρέψω στην Ελλάδα. Τα Εξάρχεια είναι μιά χαριτωμένη και ουτοπική σκηνούλα Ονείρων χωρίς Μέλλον. Είναι, κάποιες ώρες, θορυβώδη λόγω της μεγάλης ανεργίας στα νέα παιδιά. Οπωσδήποτε, δεν είναι αυτό που παρουσιάζουν τα τραγικά κανάλια της τηλεόρασης.
Εσύ έχεις υπάρξει ποτέ αναρχικός, αριστερός, αντικαπιταλιστής ή κάτι τέτοιο;
Ήμουν πάντα μιά μελισσούλα που γευόταν και πήγαινε παραπέρα. Το στένεμα που έλεγα παραπάνω… Αναρχικός είναι ο τρόπος σκέψης μου. Τα υπόλοιπα δύο, όταν έχει κανείς μιά στάλα νιονιό, δε γίνεται να μην είναι. Το “αριστερός” είναι τρόπος σκέψης. Αυτό δε σημαίνει ότι υπάρχει πουθενά Αριστερά ή ότι έχει μέλλον. Το αντικαπιταλιστής, ε, τί να πω; Είναι θέμα απλής λογικής.
Ένα σωρό βιβλία, μεταφράσεις και δε συμμαζεύεται, κι ακόμα δεν θέλησες ποτέ –αυτή την αίσθηση έχω- να γίνεις μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Γιατί;
Καθόλου ένα σωρό, λίγα είναι. Δεν είναι ότι δε θέλησα, βαριέμαι, ξέρω πως είναι τα πράγματα σ΄αυτούς τους κύκλους, Καλύτερα απέξω.
Μια που μιλάμε για καρεκλοκενταυρίες – θα ήθελες να γίνεις κάποτε ακαδημαϊκός, ιππότης, προμηθευτής της βασιλικής αυλής ή κάτι άλλο εξίσου φανταχτερό;
Στην ηλικία των 8, διάβασα την ιστορία του Ταύρου Φερδινάνδου που το μόνο που επιθυμούσε ήταν, να τον αφήνουν ήσυχο πάνω σ΄ένα λοφάκι, να κάθεται στη σκιά του μοναδικού δέντρου και να μυρίζει τα λουλουδάκια. Βαθιά με είχε αγγίξει και πάντα το θυμάμαι. Αυτό δε το λέω σαν άλλοθι για ότι δεν έγινα, γιατί κάποιες περιόδους είχα πάρει φόρα. Τώρα όμως που βλέπω τι σημαίνει και τι κοστίζει το να είσαι κάπου θρονιασμένος, όταν τους βλέπω όλους αυτούς, δε μετανιώνω για τίποτα. Είναι για να τους κλαιν οι ρέγγες. Είναι μεγάλη υπόθεση να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια και να είσαι χαλαρός την ημέρα, και όχι Φθοροποιός σφιγμένη Μηχανή που αντιμετωπίζει συνέχεια τα μαχαίρια που εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνίδι αυθόρμητων συνειρμών;
Αγάπη: Αυτό το φρούτο είναι αναγκαίο να τό΄χει δοκιμάσει κανείς, αλλιώς μένει με ένα πόδι.
Βαρβαρότητα: Μπέρδεμα του Νου, χτίσιμο τοίχων Μοναξιάς
Γεννήθηκα: όταν γεννήθηκα, δεν ήμουν παρών εκείνη τη στιγμή
Δαίμονες: απαραίτητοι. Αν συμφιλιωθεί κανείς μαζί τους, γίνονται χάρτινες αστείες φιγούρες
Έρωτας: ένα Μεγάλο Ξυπνητήρι
Ζηλεύω: δε θα μπορέσω να ξέρω, δε τό΄νιωσα ποτέ, δεν είχα καιρό για τέτοια
Ήρωες: πλάσματα που πρέπει να είναι Ανώνυμα και να κινούνται στο Σκοτάδι
Θάνατος: το καλοδεχούμενο τέλος μιά επίσκεψης στο Φως
Ιστορία: χρήσιμη, όταν δε γίνεται φρένο
Καθρέφτης: καλός, φτάνει να μη βλέπεις την πλάτη σου όταν καθρεφτίζεσαι
Λάθη: απαραίτητα, μ΄αυτά χτιζόμαστε
Μικρό: στο μικρό βρίσκονται όλα τα αληθινά Νοήματα
Νύχτα: το εκκολαπτήριο των Ιδεών
Ξαποστέλλω: πολύ χρήσιμο ρήμα
Ομορφιά: η ομορφιά μπορεί να λάμπει μέσα σ΄αυτό που το λένε “ασχήμια”
Πόνος: πόνος θα πει ωρίμανση
Ρίζες: το ίδιο όπως κι η Ιστορία. Απαραίτητες, αν δε σε φρενάρουν
Σαν: σαν μιά φωσφορική μέδουσα που λικνίζεται στον αέρα, πάνω από ξεχασμένα βουνά
Τοίχος: καλοί είναι κι οι τοίχοι, χρήσιμοι. Φτάνει να μπορείς και να τους κατεδαφίζεις
Υποσημείωση: λάθος μας τα μάθαν Όλα!
Φόβοι: σκιές, όπως και οι Δαίμονες. Χρήσιμοι σαν εφαλτήρια
Χρόνος: ανθρώπινη “ανακάλυψη” για να τυραννιόμαστε
Ψέματα: χρήσιμα
Ωχ! : όχι Ωχ, Οφ!
Ο Κώστας Λαδόπουλος είναι ένα ιδιότυπο, πολύμορφο έντομο της συνομοταξίας Kriareo Tremosvynious Anascalopis. Γεννήθηκε στην κάποτε ήσυχη παραλία της Θεσσαλονίκης και πέταξε μέσα σε χλωρίδες και πανίδες τοπίων τελείως διαφορετικών μεταξύ τους. Πέρασε μέσα από ουρανούς που πλέαν και αχνίζαν φωσφορικά χταπόδια, στάθηκε κόντρα σε ανέμους που μύριζαν καμένη ζάχαρη, μάζεψε πεταλούδες μέσα σε κρατήρες ηφαιστείων και άλλα τερπνά. Στο επίπεδο που ο Κ. Λαδόπουλος προγειωνόταν σ΄αυτό που ονομάζουμε «πραγματική ζωή» ασχολήθηκε, μεταξύ πολλών άλλων, με τηλεοπτικά προγράμματα για παιδιά (και όχι μόνο).