Συνέντευξη: Bασίλης Κουτσονάνος
Φωτογραφία: Achilleas Manolis
Χρήστο, αρχικά θα ήθελα να μου πεις πως πήρες την απόφαση να ασχοληθείς με την σκηνοθεσία και εν τελεί να σπουδάσεις κινηματογράφο και επικοινωνία στο Παρίσι και συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Όταν είσαι ακόμα 17 χρονών δεν σχεδιάζεις να ασχοληθείς με την σκηνοθεσία αλλά τελειώνοντας το λύκειο στην Κοζάνη έτυχε να δω μια προβολή της κινηματογραφικής λέσχης τότε, το “Πολίτης Κέιν” του Όρσον Γουέλς. Ο αντίκτυπος ήταν περίεργος διότι χωρίς να έχω κάποια κινηματογραφική παιδεία, αισθάνθηκα ότι η ταινία άφηνε ένα αποτύπωμα μέσα μου, μια “ουλή” που θα άλλαζε οριστικά τα γούστα μου για το σινεμά. Η ταινία αυτή ήταν και είναι για κάθε μέλλοντα κινηματογραφιστή, το ιερό λάβαρο της απόλυτης κινηματογραφικής δημιουργίας, μια φαντασίωση που ξεκινάει από το γεγονός ότι ο δημιουργός της, την έκανε ενώ ήταν μόλις 26 ετών και το ότι συγκαταλέγεται στις 10 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Μετά το λύκειο βρέθηκα στο Παρίσι, την “χώρα” όπου γεννήθηκε η Nouvelle Vague. Άλλες φαντασιώσεις, άλλες ονειροπολήσεις αλλά αυτή τη φορά, περπατώντας καθημερινά στους δρόμους της Μέκκας του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όλα δικαιολογούνται. Ξεκίνησα τις σπουδές μου στο Paris III, Nouvelle Sorbonne, στο Τμήμα Κινηματογραφικών και Οπτικοακουστικών. Εκεί, η θεωρία και η σημειολογία της τέχνης του κινηματογράφου ήταν κυρίαρχη. Ταυτόχρονα με τις σπουδές, στη “Cinémathèque Française”, το τεράστιο αποθετήριο του παγκόσμιου κινηματογράφου που είχε ελεύθερη είσοδο για τους φοιτητές του σινεμά, μας έδινε τη δυνατότητα να έχουμε πρόσβαση στις ταινίες όλων των ρευμάτων, και από οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου. Εκεί ακονίζαμε το βλέμμα μας και διευρύναμε την κρίση μας πέρα από τη ζύμωση στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου. Έμαθα να βλέπω, έμαθα να κρίνω να αντιλαμβάνομαι την τέχνη εκείνη στην οποία ενυπήρχουν όλες οι άλλες τέχνες.
Η Cinémathèque λειτουργούσε και ως σημείο συνάντησης των φοιτητών με κάποια από τα τέρατα του σινεμά, ένας ναός υποδοχής και επαφής με τους ζωντανούς “θεούς” του. Ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζομαι από αυτό που γινόταν εκεί, διότι φαντάσου τι μπορεί να σημαίνει για έναν νέο φοιτητή του σινεμά να έχει την ευκαιρία να βρεθεί στον ίδιο χώρο με τον Όρσον Γουέλς. Σε μια αίθουσα όπου στριμωχτήκαμε περισσότεροι από 100 φοιτητές προερχόμενοι από τα διάφορα πανεπιστήμια του Παρισιού, είχαμε απέναντι μας την πιο μυθική φιγούρα του κινηματογράφου εν ζωή, αναπνέαμε τον καπνό των πούρων που κάπνιζε και απαντούσε σε όλες τις ζαλισμένες μας ερωτήσεις. Για να απαντήσω στο ερώτημα σου με άλλο τρόπο, σπούδασα σινεμά για να ζήσω μάλλον εκείνη τη στιγμή.
Ποια ήταν η πιο σημαντική συνεργασία για σένα στη Γαλλία και τι αποκόμισες από αυτή;
Η Γαλλία δοκιμάζει και δίνει ευκαιρίες στους νέους δημιουργούς από πολύ νωρίς. Δεν είχα ακόμη το πτυχίο μου όταν μου προτάθηκε να κάνω ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τη μετάδοση των κειμένων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, βοήθησε ίσως και το γεγονός ότι είχα ελληνική καταγωγή. Έμελλε να ήταν η σημαντικότερη και πιο καθοριστική εμπειρία μου στη Γαλλία κι ας ήταν επαγγελματικά η πρώτη μου.
Βρέθηκα να διαχειρίζομαι τα δεδομένα που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο τα αρχαία κείμενα έφτασαν μέχρι σήμερα και ήταν μια πραγματική αποκάλυψη. Το ντοκιμαντέρ είχε τίτλο “Scripta Manent” και έγινε για λογαριασμό του IRHT (Ινστιτούτο Έρευνας και Ιστορίας των Κειμένων). Συνεργάστηκα με ανθρώπους που όλη τους η ζωή ήταν μια αφοσίωση για την ανασυγκρότηση των κειμένων και της ανασύστασης τους ώστε να φτάσουμε στα αρχικά. Έμαθα τότε, πως τα αυθεντικά κείμενα γραμμένα σε πάπυρους και περγαμηνές που μας έχουν διασωθεί από την αρχαιότητα, όλα μαζί χωράνε στο συρτάρι ενός γραφείου. Όλη η γνώση, όλος αυτός ο ο θησαυρός που διαποτίζει τα βιβλία και γέμισε τις βιβλιοθήκες του κόσμου, όλα τα δεδομένα που διαμορφώνουν την εικόνα που έχουμε για την αρχαιότητα και έχουν φτάσει μέχρι εμάς, έγινε μέσα από τις χειρόγραφες αντιγραφές των κειμένων ανά τους αιώνες. Η πολυπλοκότητα και η δυσκολία του να δει κανείς πόσο “σωστό” είναι ένα αρχαίο κείμενο και εάν αυτό που είναι γραμμένο είναι όπως το διατύπωσε για παράδειγμα ο Αριστοτέλης. Έγκειται στο ότι όλα, μα όλα σχεδόν τα αρχαία κείμενα είναι η αντιγραφή ενός άλλου αντιγράφου και πάει λέγοντας σε βάθος αιώνων. Εκ των πραγμάτων περιλαμβάνουν αντιγραφικά λάθη, θρησκευτική λογοκρισία, μεταφραστικά λάθη, σχόλια που έκανε ο εκάστοτε αναγνώστης-κάτοχος του βιβλίου και που τα έγραφε δίπλα στο κυρίως κείμενο, τα οποία ένα άλλος αντιγραφέας θα τα νόμιζε μέρος του αυθεντικού και θα τα ενσωμάτωνε και αυτά. Θυμίζει βρίσκω αρκετά την μετάλλαξη που παθαίνει ένας οργανισμός που όσο γηράσκει ανανεώνει τα κύτταρα του με αλλοιωμένο τον αρχικό κώδικα. Βέβαια η ανακάλυψη της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο ήταν μια μορφή ασφαλούς “κλωνοποίησης” των κειμένων αλλά αυτές οι συγκρίσεις έχουν τα όρια τους.
Η ταινία που σκηνοθέτησες “Μέσα από το τζάμι, Τρεις πράξεις” είναι ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους που προέκυψε μετά από έναν εγκλεισμό στο γηροκομείο “Νέα Θάλπη”. Μαζί με τον συνεργάτη σου τον Μιχάλη Γερανιό καταγράψατε για 3 εβδομάδες τι συνέβαινε μέσα στη μονάδα. Πως ξεκίνησε αυτή η ιδέα και τι έμαθες μέσα από αυτή την εμπειρία;
Είχα πάντα την επιθυμία να δω εκ των έσω και να ζήσω την κλειστή κοινωνία ενός γηροκομείο. Όχι σαν τρόφιμος αλλά σαν επισκέπτης… για την ώρα. Άλλωστε ένας τέτοιος χώρος συγκεντρώνει μυριάδες κόσμους από γνώσεις, εμπειρίες, συναισθήματα και ζωή. Πρώτη ύλη δηλαδή για την δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ. Ήθελα ταυτόχρονα να στηρίξω μια ρομαντική άποψη που είχα, ότι μέσα σε αυτά τα γερασμένα σώματα κατοικούν φυλακισμένες ψυχές νέων ανθρώπων.
Στο ξεκίνημα της πανδημίας της Covid-19 έμαθα για την περίπτωση του γηροκομείου στον Άγιο Στέφανο, όπου εργαζόμενοι και ηλικιωμένοι πήραν την απόφαση να σφραγίσουν την μονάδα για να προστατευτούν από τον ιό. Έβλεπα σε αυτή την πράξη έναν κοινωνικό εγκιβωτισμό τον οποίο ήθελα να καταγράψω αλλά και να γίνω μέρος του. Ο διευθυντής της μονάδας γεροντολόγος Δημήτρης Καμπανάρος δέχθηκε να μπω στη μονάδα με την προϋπόθεση ότι θα είμασταν ως συνεργείο μόνο ο Μιχάλης και ΄γω και ότι δεν θα μπορούσαμε να ξαναβγούμε από την μονάδα μέχρι το τέλος του εγκλεισμού.
Από μία κάμερα στο χέρι και με την επιθυμία να γραφτεί από μέσα το χρονικό αυτής της εμπειρίας, περάσαμε τις τρεις τελευταίες εβδομάδες του Μαΐου κλεισμένοι παρέα με τους ηλικιωμένους και το προσωπικό της μονάδας, μέρος πλέον κι εμείς αυτού του μοναδικού κοινωνικού πειράματος. Η αφελής μου επιθυμία να συναντήσω εκείνα τα “φυλακισμένα παιδιά” σε σώματα που παραπαίουν, γρήγορα μεταμορφώθηκε σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Τα πρόσωπα αυτά, έγιναν ο καθρέφτης της δικής μου ύπαρξης και της σχέσης μου με το χρόνο. Η επαφή με τόσους ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, δεν λειτουργεί διδακτικά, χτύπα απευθείας στο συναίσθημα, σε προκαλεί να το διαχειριστείς και να το εντάξεις μέσα σου με τρόπο σχεδόν υπερβατικό.
Οι ηλικιωμένοι που σε αυτή τη φάση της ζωής τους, είχαν περισσότερο από ποτέ την ανάγκη επαφής με τους δικούς τους και που δεν μπορούσαν να την έχουν πάρα μέσα από το τζάμι του σαλονιού της μονάδος ή τα κινητά τους τηλέφωνα, στρεφόντουσαν τώρα αλλού και αναζητούσαν αυτό που φαίνεται πως είναι το πολυτιμότερο πράγμα για εκείνους, η πραγματική επαφή. Έτσι, οι φροντιστές “έγιναν” τα παιδιά και τα εγγόνια τους, αναπτύχθηκαν σχέσεις που γέμιζαν το συναισθηματικό κενό που δημιουργούσε ο εγκλεισμός και η απομόνωση. Σε έρευνες, όταν ρωτούν τους ηλικιωμένους τι είναι αυτό που τους λείπει πιο πολύ τώρα που μεγάλωσαν, σχεδόν όλοι, σε όλο τον κόσμο από όποια κουλτούρα και να προέρχονται θα πουν το άγγιγμα και το χάδι. Αν έμαθα κάτι εκείνες τις ημέρες είναι ότι αυτό το τόσο απλό και αυτονόητο πράγμα, μπορεί να έχει μια τεράστια αξία για κάποιους ανθρώπους που επειδή μεγαλώνουν, γίνονται σιγά σιγά με τον καιρό, σχεδόν αόρατοι για εμάς.
Tο ντοκιμαντέρ έχει αποσπάσει αρκετές διακρίσεις σε ελληνικά και διεθνή φεστιβάλ, μαζί με αυτό του 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (Βραβεία Κοινού Fischer). Τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που κάνει το κοινό να δεθεί τόσο πολύ με την ταινία;
Είναι αλήθεια πως η λίστα με τα βραβεία είναι γενναιόδωρη, επιβεβαίωσε αυτό που διαπιστώσαμε με την Αλεξάνδρα Βερυκόκκου, την μοντέζ της ταινίας, όταν την είδαμε ολοκληρωμένη, πως η αμεσότητα και η ειλικρίνεια με την οποία εκφράζονται οι πρωταγωνιστές της, αρκούν για να διεισδύσεις στον κόσμο τους αβίαστα. Η ταινία δεν εκμαιεύει το συναίσθημα, δεν εκβιάζει τις ευαισθησίες μας και φαίνεται τελικά πως η αλήθεια από μόνη της φτάνει για να συγκινήσει και τον πιο δύσκολο από εμάς. Οι μεγάλοι αυτοί άνθρωποι έχουν να προσφέρουν κυρίως αυτό στους νεότερους, την αλήθεια. Στα χρόνια αυτά της ζωής σου, τότε που έρχεται η παραδοχή, δεν προσποιείσαι, δεν υπαγορεύεις στον εαυτό σου τον ρόλο που θες να έχεις στην κοινωνία. Και στην ταινία, κάθε θεατής πιθανόν να νιώσει το οικείο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι πρόγονοι του, οι γονείς του, είμαστε εμείς οι ίδιοι τελικά που μεταμορφωνόμαστε με έρποντα ρυθμό σε λίγα χρόνια από τώρα.
Στην ταινία συνυπάρχει η νεότητα μαζί με το γήρας, όπως και στη ζωή. Διαρκώς όμως ακούμε για τα νιάτα και μας διαφεύγει ότι οι νέοι του σήμερα είμαστε οι γέροι του αύριο. Άραγε μας προετοιμάζει κάποιος για αυτό το ραντεβού με το χρόνο;
Όσο μεγαλώνω, η αντίληψη μου για τον χρόνο αλλάζει. Νέος, θεωρούσα ότι κάπου κάπου στο βάθος του ορίζοντα όλα τέμνονται, ότι μια αλήθεια είναι εκεί και σε περιμένει. Τώρα, βλέπω το χρόνο ως ένα μόνο σημείο όπου συγκεντρώνονται όλες του οι διαστάσεις. Τον νιώθω σαν ένα παλίμψηστο στο οποίο ενυπάρχουν όλοι οι χρόνοι και όλες μου οι μνήμες, όχι μόνο οι προσωπικές, αλλά και οι οικογενειακές και οι συλλογικές. Και την πιο ορθή απεικόνιση αυτής της αντίληψης, την συναντώ στην εικόνα μιας γερόντισσας και ενός γέροντα, αυτοί είναι το πρόσωπο αυτής της μνήμης που σμίλεψε τον χρόνο. Πιστεύω πως νέος ενυπάρχει με το γέροντα, απλά αλλάζεις παρατηρητήριο προχωρώντας στην ζωή.
Η ταινία μας καλεί να φορέσουμε τον μανδύα του χρόνου για τα 82 λεπτά που διαρκεί και να νιώσουμε στους ώμους μας το βάρος που κουβαλούν γηραιότεροι. Όμως φαίνεται πως ζούμε πλέον σε κοινωνίες όπου η αμνησία γίνεται στόχος. Ενώ ο ηλικιωμένος είναι ένα ζωντανό σημειωματάριο της ζωής, ένα χρήσιμο ημερολόγιο, αντίθετα μας δημιουργεί αποστροφή γιατί βλέπουμε σ’ αυτόν την φθορά και τον θάνατο. Η εικόνα του είναι για εμάς η προσωποποίηση της ανημποριάς και του πόνου και τελικά την ξορκίζουμε πιστεύοντας ότι ταυτόχρονα απωθούμε το μοιραίο μακρυά από εμάς ότι η φθορά δεν σχετίζεται με εμάς, και έτσι χωρίς την συνύπαρξη μας με εκείνους, μια μέρα ξυπνάμε εμείς οι ίδιοι γέροντες, όμως απροετοίμαστοι με πολλές νευρώσεις. Αν πάλι για χάρη ενός μοντέρνου τρόπου ζωής δικαιολογείται η απουσία του παππού και της γιαγιάς από τον ενεργό πυρήνα της οικογένειας, τουλάχιστον ας σκεφτούμε καλύτερα τις ανάγκες τους που νομίζουμε ότι είναι μονάχα οι βασικές, διότι αυτοί οι άνθρωποι εκεί, είμαστε εμείς οι ίδιοι, σε λίγα χρόνια από τώρα.
Είναι δεδομένο ότι οι δυτικές κοινωνίες γερνάνε ολοένα και περισσότερο, ποια πιστεύεις ότι θα είναι η εικόνα του μέλλοντος σε σχέση με το γήρας;
Προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος, όμως δυσκολεύομαι γιατί το θέμα είναι πολύπλοκο. Από τη μια αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι θα υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για υποβοήθηση σε βάθος χρόνου και από την άλλη το θέμα της υπογεννητικότητας μας λέει πως θα έχουμε λιγότερους νέους διαθέσιμους για τη φροντίδα των ηλικιωμένων.
Το συναισθηματικό DNA της κοινωνίας μας φαίνεται πως έχει δημιουργήσει μια στέρεα βάση ενσυναίσθησης. Όμως σε μια χώρα σαν την δική μας που οι άνω των 60 θα είναι σε λίγα χρόνια η πλειοψηφία του λαού, αναρωτιέμαι πόσο γερά είναι τα κοινωνικά θεμέλια ώστε να αντέξουν στην πίεση αυτής της δημογραφικής αλλαγής. Δεν γνωρίζω ποιες λύσεις μπορούν να δοθούν για μια αναγκαία πληθυσμιακή εξισορρόπηση, ούτε και πως θα καλυφθούν οι ανάγκες για την φροντίδα των ηλικιωμένων. Εύχομαι όμως, οι σημερινοί ειδήμονες να μη διαλέξουν να μεταθέσουν το πρόβλημα για τα παιδιά του αύριο, γιατί τότε εγκυμονεί ο κίνδυνος να μας επιστραφεί το πρόβλημα αυτό σαν μια αποποίηση κληρονομιάς με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει.