Κείμενο Λίλα Κύρου
Φωτογραφίες: Γιώργος Σιαμπανόπουλος
Είκοσι οκτώ χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τότε που ο Μιχάλης Πιτένης έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως θεατρικός συγγραφέας. Είκοσι οκτώ χρόνια και έντεκα έργα, με τελευταίο αυτό που ανέβασε το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης στις 31 Ιουλίου 2021. Έντεκα έργα που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεματολογίας, από την σάτιρα, την κωμωδία, την επιθεώρηση, το δράμα, μέχρι και το μιούζικαλ. Μια πορεία παράλληλη μ’ εκείνην της λογοτεχνίας, όπου ο απολογισμός είναι οκτώ έργα, πέντε μυθιστορήματα και τρεις συλλογές διηγημάτων.
Ποιος όμως είναι ο θεατρικός συγγραφέας Μιχάλης Πιτένης και πώς βλέπει ο ίδιος την μακροχρόνια διαδρομή σ’ αυτό τον χώρο;
Με μια πρώτη ανάγνωση των έργων του φαίνεται αμέσως η διάθεση του συγγραφέα να δοκιμάζει καινούργια πράγματα, τόσο σε ό,τι αφορά τον τρόπο γραφής όσο και στα θέματα που επιλέγει. Παίρνοντας το ρίσκο να αφήσει το δοκιμασμένο και πετυχημένο περνώντας σε κάτι άλλο. Έτσι, ενώ ξεκινάει χρησιμοποιώντας το κοζανίτικο ιδίωμα στο πρώτο του θεατρικό έργο, το “Αποκριές είναι, συνήθως… περνούν” το Φλεβάρη του 1993, θα το εγκαταλείψει ως τρόπο έκφρασης πολύ σύντομα επανερχόμενος σ’ αυτό μόνο μια φορά στην κωμωδία “Πού ‘ν’ τς οι άλλοι;”του 1997, γράφοντας έκτοτε μόνο στην γλώσσα της εποχής μας. Παράλληλα, ενώ φαίνεται να του ταιριάζει και να τα πάει καλά στην σάτιρα και την κωμωδία, “Ο βασιλικός κι οι γλάστρες” – 1993, “Η νόσος των παντρεμένων γυναικών” -1999, “Το πακέτο” -2000, “Όπου ο νεκρός και να κρυφτεί ο Καλλικράτης θα τον βρει” – 2011, δεν θα διστάσει να περάσει στο δράμα αλλά και το μιούζικαλ, με επιτυχία και εκεί αν λάβουμε υπόψη μας την αποδοχή που είχαν τα έργα του “Είναι μακριά η πατρίδα” του 1997, “Η ζωή δίπλα μας” του 2009, “Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια” του 2018, “Χριστούγεννα ξανά” του 2019 και το πρόσφατο “Με την πένα σπαθί”!
Αλλαγή θεματολογίας και τρόπου γραφής
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της θεατρικής παραγωγής του Πιτένη είναι οι αλλαγές στον τρόπο γραφής αλλά και στην θεματολογία. Αλλαγές που, θεωρητικά, έχουν το ρίσκο τους, αλλά που τις τολμά. Ο ίδιος εξηγεί: “Νομίζω πως το μεγαλύτερο ρίσκο βρίσκεται στην τυποποίηση. Το να δοκιμάζεις κάτι καινούργιο στην γραφή φυσικά και κρύβει κινδύνους, αλλά και πολλές γοητευτικές προκλήσεις. Σ’ αυτό θα μπορούσα να πω πως με βοήθησε η θητεία μου ως δημοσιογράφος καθώς από τότε που ξεκίνησα, το μακρινό 1980, έχω δοκιμάσει διάφορα πράγματα στον τρόπο της γραφής και της έκφρασης μου, εκτιμώντας πως έτσι θα μπορέσω να βελτιωθώ και να αποδώσω καλύτερα αυτό που ήθελα να πω. Ανάλογη συνταγή χρησιμοποίησα στην λογοτεχνία, αλλά και στο θέατρο. Αγαπάω πάρα πολύ το γέλιο, εκτιμώ αφάνταστα τους ανθρώπους που έχουν χιούμορ, που αυτοσαρκάζονται αλλά συγκινούμαι εξίσου εύκολα. Πιστεύω πως ο κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη να ισορροπεί ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο καταστάσεις. Να γελά αλλά και να συγκινείται. Σε όλα μου τα έργα, επιδίωξα να συνυπάρχουν αυτά τα δύο στοιχεία. Ωστόσο είναι και κάτι που μου βγαίνει αυθόρμητα, αβίαστα, γιατί αυτός είναι ο τρόπος που σκέφτομαι, ο τρόπος που λειτουργώ.”
Το πρώτο… ρίσκο!
Η παρθενική συγγραφική εμφάνιση έγινε με την χρήση του κοζανίτικου ιδιώματος την περίοδο της αποκριάς του 1993 με το έργο “Αποκριές είναι, συνήθως… περνούν”, μια σάτιρα της τότε πολιτικής ηγεσίας του τόπου, πολλά μέλη της οποίας δεν σατιρίστηκαν απλώς, αλλά είδαν… τον εαυτό τους να παρελαύνει και από την μικρή σκηνή του Κοβεντάρειου, της γνωστής αίθουσας συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Κοζάνης, όπου δόθηκαν οι δύο παραστάσεις του έργου. Αναπολώντας εκείνη την περίοδο ο συγγραφέας σχολιάζει: “Είναι αλήθεια πως ό,τι έγινε τότε, έγινε έχοντας και κάποια άγνοια κινδύνου, καθώς μπορεί σε όλους ν’ αρέσει η σάτιρα, αλλά λίγοι είναι εκείνοι που πραγματικά την αποδέχονται και μπορούν να την αντέξουν όταν τους αφορά, ειδικά όταν βλέπουν μια ομάδα παιδιών, γιατί παιδιά ήμασταν τότε, να τους μιμούνται και να τους σατιρίζουν. Εμείς, ευτυχώς, δεν αντιμετωπίσαμε τέτοιο πρόβλημα αφού οι τοπικοί άρχοντες της εποχής έδειξαν πως την αντέχουν και δίνοντας το παρόν στις δύο παραστάσεις μας ουσιαστικά στήριξαν αυτό μας το εγχείρημα. Το σημαντικότερο βέβαια είναι πως το στήριξε ο κόσμος που κατέκλυσε την αίθουσα.”
Τα επόμενα βήματα
Η συνέχεια δεν αργεί και τον Μάη του 1993 η ομάδα που έκανε το πρώτο της χτύπημα με το “Αποκριές είναι, συνήθως… περνούν” έχοντας αποκτήσει όνομα, ΟΧΛΗΡΟΙ ΠΟΛΙΤΑΙ (σ.σ. με ιδρυτικά μέλη τους Γ. Κοντορίκο, Μ. Πιτένη, Δ. Συνδουκά και Β. Τζημόπουλο) συνεργάζεται με το ΘΕΑΤΡΟΔΡΟΜΙΟ, μια απ’ τις παλιότερες θεατρικές ομάδες της περιοχής, και παρουσιάζουν στην αίθουσα του κινηματοθεάτρου ΟΛΥΜΠΙΟΝ την επιθεώρηση “Ο βασιλικός κι οι γλάστρες”!Μια σάτιρα που ξεφεύγει από τα τοπικά δρώμενα και περνάει στα πανελλήνια χρησιμοποιώντας την γλώσσα της εποχής μας.
Πώς κρίνει ο ίδιος εκείνη την παράσταση;
“Τότε βρισκόταν στην επικαιρότητα το θέμα της βασιλικής περιουσίας που διεκδικούσε ο τέως βασιλιάς. Εξ ου και ο τίτλος. Δεν περιοριστήκαμε βέβαια μόνο σ’ αυτό, αλλά καλύψαμε, στο μέτρο του δυνατού, όλη την τότε πολιτική επικαιρότητα. Ακόμα και σήμερα φίλοι που συμμετείχαν σ’ αυτή την παράσταση την νοσταλγούν και την χαρακτηρίζουν ως κάτι πρωτοποριακό για την περιοχή μας και το ερασιτεχνικό θέατρο. Έκτοτε, έγιναν πολλές συζητήσεις για το πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι ανάλογο με καινούργιο έργο, χωρίς δυστυχώς να το επαναλάβουμε ποτέ.”
Θα περάσουν τέσσερα χρόνια μέχρι να γίνει το επόμενο βήμα, που θα έρθει την περίοδο της αποκριάς του 1997 με την κωμωδία “Πού ‘ν’ τς οι άλλοι;”. Και εδώ επανέρχεται και κυριαρχεί το κοζανίτικο ιδίωμα, ενώ ο γενικός τίτλος που δόθηκε στα δύο διαφορετικά μέρη που συνέθεταν την παράσταση, “Κοζάνη πόλη του βιβλίου” και “Το προξενιό της Τσιπούλας”, ανήκε στον πατέρα του συγγραφέα, για τον οποίο θυμάται με συγκίνηση:
Το “Πού ‘ν’ τς οι άλλοι;” είναι μια φράση γνωστή στους παλαιότερους Κοζανίτες την οποία καθιέρωσε ο αείμνηστος πατέρας μου, ο Ζήσης, ο οποίος διακρινόταν για το έξυπνο, και καυστικό πολλές φορές, χιούμορ του. Θυμάμαι πόσο είχε χαρεί που χρησιμοποίησα μια δική του φράση για τον τίτλο και έδωσε το παρόν σε όλες τις παραστάσεις λέγοντας σε όσους τον χαιρετούσαν και τον συνέχαιραν για το έργο, ρωτώντας τον αν έχει κάποια ανάμιξη στη συγγραφή του, ¨εγώ τα λέω, αυτός τα γράφει¨. Η προσέλευση του κόσμου ήταν κάτι παραπάνω από συγκινητική, καθώς κατακλυζόταν καθημερινά η Αίθουσα Τέχνης παρά το χιόνι που έπεφτε όλες τις μέρες και το τσουχτερό κρύο που επικρατούσε.
Το κοζανίτικο ιδίωμα
Η πρώτη του εμφάνιση συνδυάζεται με το κοζανίτικο ιδίωμα. Έκτοτε, όμως, θα το επαναλάβει μόλις μια φορά. Το αφήνει οριστικά; “Το κοζανίτικο ιδίωμα δεν το άφησα ούτε θα το αφήσω ποτέ. Είναι η μητρική μου γλώσσα. Κάθε φορά που το χρησιμοποιώ, είναι σαν ν’ ακούω την φωνή της μάνας μου, την φωνή των δικών μας ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια. Το ότι γράφτηκε το πρώτο και το τρίτο μου έργο σ’ αυτή την γλώσσα, και για να είμαστε ακριβείς το μεγαλύτερο μέρος τους, όχι όλο, οφειλόταν στις συγκυρίες. Ανέβηκαν και τα δύο την περίοδο της αποκριάς και είναι γνωστό πως στην Κοζάνη εδώ και χρόνια υπάρχει μια παράδοση να ανεβαίνουν έργα λαογραφικού χαρακτήρα, γραμμένα στο ιδίωμα, που παραπέμπουν, κυρίως, στο παρελθόν. Τα δικά μου δεν είχαν αυτό τον χαρακτήρα. Σάτιρες της εποχής ήταν και η κοζανίτικη γλώσσα είναι αλήθεια πως βοηθάει πάρα πολύ στο να κάνεις σάτιρα. Σ’ αυτόν ειδικά τον τομέα έχει μια μοναδική δύναμη.”
Σάτιρα και κοζανίτικο ιδίωμα, ένας δυνατός συνδυασμός. Δεν ξαναμπήκε, άραγε, στον πειρασμό να το ξαναδοκιμάσει; Χαμογελάει. “Αν έλεγα όχι, θα έλεγα ψέματα. Υπήρξαν μάλιστα και πάρα πολλοί που μου το ζήτησαν. Προβληματίστηκα αρκετά, ώσπου κατέληξα πως δεν είναι καλό να επαναλαμβάνεις κάτι, ακόμα και αν αυτό είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Εξάλλου αυτό που με ενδιαφέρει πάντα είναι να δοκιμάζω καινούργια πράγματα. Βέβαια το κοζανίτικο ιδίωμα το ξανασυναντάω στο μυθιστόρημα που τώρα ετοιμάζω και ένα μέρος του εξελίσσεται στην Κοζάνη της δεκαετίας του ΄60 και όλοι οι διάλογοι εκείνης της εποχής θα είναι στα κοζανίτικα.”
Η στροφή στο δράμα
Το 1997 θα γίνει η μεγάλη στροφή στο δράμα χάρη σε δύο κείμενα για την μετανάστευση, “Pushcar” και “Οι εικόνες που δεν θυμάμαι”, που θα αποτελέσουν τα μέρη της παράστασης που ανεβάζουν οι ΟΧΛΗΡΟΙ με τίτλο “Είναι μακριά η πατρίδα”, που εκτός της Κοζάνης παρουσιάστηκε και σε άλλες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας. Η αφορμή για να γραφτεί αυτό το έργο ήταν το Παγκόσμιο Συνέδριο Αποδήμων Κοζανιτών που διοργάνωσε η τότε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και στο πλαίσιο του παρουσιάστηκε το ένα μέρος του.“Οι στιγμές που βιώσαμε εκείνη την μέρα στην Αίθουσα Τέχνης ήταν συγκλονιστικές και αξέχαστες” θυμάται ο συγγραφέας χωρίς να κρύβει την συγκίνηση του. “Μετανάστες κάποιας ηλικίας