Κεφαλάς Πάνος, Υποψ. Διδάκτορας Ιστορίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Antoine Roquentin,
17η Αποικιακή Μεραρχία Πεζικού.
Φεβρουάριος του 1916, Θεσσαλονίκη.
Αγαπημένη μου Ζεκελίν,
Έλαβα πριν λίγες ημέρες το τελευταίο γράμμα σου. Μέσα στις σελίδες σου, η φράση σου «Να προσέχεις, δεν μπορώ άλλο να σε περιμένω» ηχεί σαν το σαλπιγκτή του πλοίου, που μου τρυπάει τα αυτιά καθημερινά στις πέντε το πρωί, καθώς αναζητώ στο κατάστρωμα την πρώτη αναγκαία ρουφηξιά της δόσης μου από τον καπνό της Ανατολής. Μια φράση, όπου το ¨Να¨ το μισώ, όπως τούτο τον κροταλία τον πόλεμο που καταπίνει τις ελπίδες της ανθρωπότητας. Θα προτιμούσα να μου έγραφες «κοίτα να πεθάνεις για την πατρίδα να πάρουμε τη σύνταξη σου ή όταν γυρίσεις πίσω δεν θα βρεις τίποτα, παρά τα βιβλία σου, μερικές αλλαξιές κι ένα βάζο με μαραμένα κρίνα». Το γράμμα σου το έλαβα δυστυχώς αργοπορημένα. Ήδη μπάρκαρα με σκοπό να επιστρέψω. Μα έχει πλέον νόημα;
Ξημερώματα, έφυγα από τη Βενετία της Ανατολής, παρέα με τους γλάρους, που ακολουθούσαν το πλοίο μας στην έξοδο από το λιμάνι. Στη συνοδεία, θωρηκτά και καταδρομικά. Η έξοδος από το λιμάνι είναι ένας σωστός λαβύρινθός από δίχτυα και νάρκες. Μου θυμίζει το λαβύρινθό των χαρακωμάτων της πρώτης γραμμής. Το πλωτό νοσοκομειακό ¨Δήμητρα¨ έχει τα αμπάρια του γεμάτα με χωματένια στήθη από την πατρίδα και κουκέτες ή κρεβάτια εκστρατείας γεμάτα αίματα. Στο ¨Δήμητρα¨ οι αναμνήσεις δεν είναι καλεσμένες. Στη Μασσαλία, θα γίνει φυσικά η τιμητική παραλαβή, με την παρουσία επισήμων, φαγητού και μουσικής ορχήστρας. Οι νεκροί στις σκιές θα χορεύουν και ο όχλος θα ζητωκραυγάζει «δόξα στην αιώνια Γαλλία μας».
Καθώς το πλοίο σάλπαρε, παρατηρούσα τον ήλιο στο βάθος που ξεπρόβαλε από το Καρά-Μπουρούν. Με τις γλυκές ακτίνες του έλουζε το όμορφο λευκό σκαρί του πλοίου, που είναι στολισμένο με έναν κόκκινο σταυρό και μια πράσινη λωρίδα. Μα είναι τόσο απροστάτευτο απέναντι στους ύπουλους εχθρούς. Δεν φέρει ίχνος κανονιού. Τράβηξα μια γερή τζούρα αλμυρού αέρα για καλό ταξίδι. Ο βόμβος της μηχανής που ανεβαίνει από τα έγκατα του πλοίου, ίδιος και απαράλλακτος με το βρόντο των κανονιών από τις όχθες του ποταμού Μεύση ή τις κραυγές των συμπολεμιστών μου, που αντί να τραγουδούν το Auld Lang Syne, αντιθέτως βέλαζαν σαν πρόβατα που όδευαν στη σφαγή. Ποιος μπορεί να ξεχάσει;
Εδώ και μήνες, στις αργίες προσευχόμουν να φύγω. Και προσευχόμουν τόσο πολύ γιατί εδώ έχουν τρείς Κυριακές. Δεν άντεχα άλλο, να είμαι ένας από τους διακόσιους χιλιάδες κηπουρούς του στρατηγού Σαράιγ, όπου μυρμηγκιάζουν όλες οι φυλές του Ισραήλ. Πνιγόμουν μέσα στο πλήθος και τους μπελάδες των ορμών. Μια μάζα από μεθύστακες όπου η καθημερινή φορτοεκφόρτωση από τα χοντρά βαπόρια και τις σακολέβες, διεξάγεται μέσα στην οχλαγωγία και τις φωνές. Και πάντα στο τέλος της ημέρας, κάποιος μεσάζων να τους τραβολογάει στο Βαρδάρη για μια σάρκα. Δεν αντέχω άλλο να με κατηγορούν για λουφαδόρο. Θέλω να γυρίσω στο Βερντέν. Να πεθάνω μάχιμος όπως ο αδελφός μου ο Κερσουζόν, ανάμεσα στα τρωκτικά και τη λάσπη. Το είχα πει στον εαυτό μου: μην πας στη Mesopolonica. Ίσως βρεις εκεί μια νέα όψη της αηδίας του να είσαι άνθρωπος.
Στο πλοίο από στρατιώτες είμαστε μία σύγχρονη Βαβέλ. 3 Τόμυδες, 4 Ζουάβοι, 2 Ανναμίτες, 3 Σιχς, 10 Πουάλοι και ένας Ταλιάνος. Από όλους συμπαθώ περισσότερο τους Τόμυδες. Καλά παιδιά, που άμα πιούν τους κάνεις ότι θέλεις. Τον Ταλιάνο δεν τον χωνεύω καθόλου, μίας και περπατά συνεχώς με ένα στιλέτο μαζί του. Τα βράδια κάποιοι κλείνονται στις κουκέτες τους γιατί φοβούνται τους Ζουάβους. Λένε ιστορίες ότι κλέβουν και αρπάζουν παιδιά και τα τρώνε στο φούρνο με πατάτες. Εγώ δεν τους φοβάμαι. Άλλωστε είμαι πιο μαύρος στη ψυχή και τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα.
Εχθές ρίξαμε κλήρο για τα μαγειρεία. Μα από το φόβο όλων μην κληρωθεί κανένας Ανναμίτης και δεν μείνει ποντίκι για ποντίκι στο πλοίο, ή κανένας Τόμμυς και καθημερινά τρώμε μπιζελόσουπα με κρέας αλόγου, θα αναλάβει ο Ταλιάνος. Ήδη στη σκέψη της τέρψης το στομάχι μου χοροπηδά από χαρά. Πριν αποχαιρετήσω την Ανατολή για πάντα, φρόντισα να πάρω μερικά ενθύμια και αναμνήσεις μαζί μου. Λίγο καπνό, λευκές κόλλες, μελάνι, και φυσικά γλυκά από την Patisserie Flokas, το οποίο μου θύμιζε τις βόλτες μας στο Καφέ Βασέτ. Έκανα και μία βόλτα από τη συνοικία των Εξοχών, που είναι το θεσσαλονικιώτικο Πασί. Σου περικλείω στο γράμμα μου, μια καρτ – ποστάλ «souvenir de Salonique», για να δεις πόσο όμορφη είναι.
Δεν μπορώ να απομακρύνω τη σκέψη μου από όλα αυτά που αγαπώ εκεί, μαζί σου, αλλά καθώς θα είσαι στα χέρια κανενός κουραμπιέ με καθαρή στολή ή κανενός πλουσίου Ντιστεγκέ, πλέον δε έχω λόγο να φοβάμαι τις γοργόνες του βυθού. Σαν κλείνομαι στο μηχανοστάσιο για μέρες, δεν βλέπω τίποτα άλλο παρά σκιές από μαύρα βουβά μάτια, με τη μάσκα του φόβου σε κάθε προειδοποίηση για U boat. Μοιάζω με Gueules cassées, που με μάτια ανήσυχα και σφιγμένες γροθιές, μέσα μου παρακαλώ «Ω!! Φριτς δώσε ένα τέλος». Κι αν καταφέρω να μη φτάσω στον πυθμένα, θα είναι από δεξιοτεχνία ή καθαρή τύχη. Εύχομαι να μη βρούμε στο ταξίδι μας το Breslau ή το Goeben, ή να μην έχω την ίδια τύχη με το πλήρωμα του «Πορτογαλία» ΄και του ατμόπλοιου Minas.
Η νύχτα είναι διαυγής και η θάλασσα ήρεμη σαν λίμνη. Εξαιρετική βραδιά για τα υποβρύχια, εξαιρετική λεία κι εμείς για αυτά. Εξαιρετική βραδιά για ένα τελευταίο τραγούδι στη σκέψη του τριαντάφυλλου στο πέτο της λευκής ποδιάς σου: «Υπάρχει ένα ρόδο που φυτρώνει στη No Man’s Land/Kαι είναι θαύμα να το βλέπεις/Αν και ποτίζεται με δάκρυα, θ’ αντέξει χρόνια/Στον κήπο της μνήμης μου/Είναι το μόνο ρόδο που ξέρει ο στρατιώτης/Φτιαγμένο απ’ τα χέρια του Κυρίου/Μες στην κατάρα του πολέμου στέκει η νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού/Αυτή είναι το ρόδο της No Man’s Land».
Ο στρατιώτης σου, Antoine.
Φωτογραφίες 2ου γράμματος
Φωτογραφία εξωφύλλου
Στο βάθος το γαλλικό νοσοκομειακό πλοίο “Sphinx” στα ανοιχτά της Θεσσαλονίκης στις 9 Μαϊου 1917. Πηγή φωτογραφίας Danos Parasidis – Παλαιοπωλείο “Οδός Εξοχών”, από την ιδιωτική του συλλογή.
2η
Η Θεσσαλονίκη από το πλωτό γαλλικό νοσοκομείο “Sphinx”, τον Ιούνιο του 1917. Πηγή φωτογραφίας από την ομάδα Φ/Β Παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης, η οποία δημιουργήθηκε το 2008 με σκοπό την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής και πολυπολιτισμικότητάς της πόλης πριν την εκ νέου ανάπτυξή της τη δεκαετία του ’80. Σήμερα, αποτελεί τη μεγαλύτερη οργανωμένη συλλογή παλαιών φωτογραφιών της Θεσσαλονίκης. Περισσότερα στο https://www.facebook.com/groups/oldthessaloniki.
__________
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τα γράμματα ήταν η κύρια μορφή επικοινωνίας μεταξύ των στρατιωτών και των αγαπημένων τους, που απάλυναν τον πόνο του χωρισμού, διατηρώντας έτσι υψηλό το ηθικό των στρατιωτών και των πολιτών στα μετόπισθεν.
Οι στρατιώτες έγραφαν γράμματα στις ελεύθερες ώρες τους, μερικές φορές από τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής, πριν από μεγάλες μάχες ή σε πιο ήρεμο περιβάλλον, πίσω από τις γραμμές. Και έγραφαν μανιωδώς εξαιτίας της στασιμότητας του πολέμου, ακόμη και μέσα στη λάσπη ή κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η Βρετανική Ταχυδρομική Υπηρεσία, για παράδειγμα, παρέδωσε περίπου 2 δισεκατομμύρια επιστολές κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ στη Γαλλία αποστέλλονταν 5 με 7 εκατομμύρια γράμματα την εβδομάδα.
Η άσκηση στρατιωτικής λογοκρισίας επιστρατεύτηκε από τις εμπόλεμες χώρες, αναγκαστικά, ώστε σε περίπτωση κλοπής των γραμμάτων από τον εχθρό να εμποδίζουν την όποια υποκλοπή πληροφοριών και μυστικών, ή της ίδιας της πραγματικότητας του πολέμου, που μπορούσε να διαρρεύσει στα μετόπισθεν και να επηρεάσει είτε το ηθικό των στρατιωτών είτε των πολιτών.
Ωστόσο, στην πράξη, οι στρατιώτες έβρισκαν συχνά τρόπους για να μεταδώσουν πληροφορίες και προσωπικές ¨κραυγές¨ μέσα από τα γράμματα τους, προσφέροντας μια ισχυρή και άκρως προσωπική διορατικότητα της πραγματικής σκληρής φύσης του πολέμου και των στρατιωτών που πέθαναν και «they shall not grow old».
Με βάση ανάλογες μαρτυρίες στρατιωτών του Μεγάλου Πολέμου, «γεννήθηκαν» τούτα τα γράμματα. Δεν αποτελούν μεταφράσεις ξενόγλωσσων πρωτότυπων γραμμάτων, αλλά είναι μυθοπλασίες, δημιουργήματα της χρόνιας έρευνας και του λογοτεχνικού κόσμου του συγγραφέα, βασισμένα παρόλα αυτά σε αληθινά γεγονότα, στοιχεία και πληροφορίες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.