Κεντρική φωτογραφία: Αλέξανδρος Βρεττάκος
Παναγιώτη είσαι ένας άνθρωπος με πλούσιο βιογραφικό και σπουδές σε μεγάλα ιδρύματα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ξέρω ότι έχεις μια ιδιαίτερη σχέση με την πόλη της Κοζάνης και θα ήθελα να μου πεις λίγα λόγια για την απόφαση σου να επιστρέψεις και να παραμείνεις.
Είχα πράγματι το προνόμιο να σπουδάσω το αντικείμενό μου για πολλά χρόνια με πολύτιμους δασκάλους σε πολλές πολιτείες, αλλά και τον χρόνο να μελετήσω ανεξάρτητα. Eυνοήθηκα βέβαια και από κρίσιμες υποτροφίες που ήταν θέμα μάλλον τύχης παρά αξίας. Το βιογραφικό μου είναι μια διακεκομμένη ακολουθία καλών επιδόσεων και απότομων αποδράσεων. Ένας ψυχίατρος ίσως μπορεί να το εξηγήσει καλύτερα, αλλά δεν θα συζητήσω ποτέ με έναν ψυχίατρο για εμένα.
Το 2007 επέστρεψα στην πατρίδα μας για την έγκαιρη εκπλήρωση των στρατιωτικών μου υποχρεώσεων. Δεν θα υποκριθώ: η επιστροφή την ώρα της οικονομικής καταστροφής της χώρας με ανάγκασε να αλληθωρίσω μια-δυο φορές. Έκτοτε ζω διαρκώς στην Κοζάνη και εργάζομαι αλλού – εδώ και μερικά χρόνια στην Πτολεμαΐδα. Στην Κοζάνη δεν έχω εργαστεί επί της ουσίας ποτέ ως μουσικός.
Η πόλη αυτή και η περιοχή της όμως είναι για εμένα οι κοινωνικοί μόχθοι των νεκρών μου και η εικόνα των αρετών τους. Είναι επίσης η μία πατρίδα των παιδιών μου. Επομένως η φυγή από εδώ θα ήταν και μια πράξη απόρριψής τους.Δεν έχω επιστρέψει ακόμη στην Κοζάνη είναι η αλήθεια· θα επιστρέψω όταν έχω προσφέρει κάτι ουσιαστικό στην κοινωνία της. Και δεν θέλω να επιστρέφω σαν «άξιο τέκνο» της διασποράς αλλά να την ζω με όλες τις ματαιώσεις και αλήθειες της. Είναι η πατρίδα μου. Την παρενοχλώ και με βασανίζει. Στο τέλος θα με θάψει και θα πρέπει να με χωνέψει. Το λες και Αγιωργίτικο win-win.
Έπειτα μου αρέσει το χιούμορ της περιοχής μας, το δωρικό ιδίωμά μας, ο πανευρωπαϊκός καιρός μας, τα σαφή εδέσματά μας, ακόμη και η υπερρεαλιστική αρχιτεκτονική μας, ο ύποπτος ρατσισμός μας, ο άσχημος φωτισμός μας, η μεγάλη απελπισία μας, τα πολλά κουσούρια μας. Μου αρέσουν όλα στην Κοζάνη, ακόμα κι όταν την βλαστημάω και το κάνω συχνά γιατί είναι δική μου, συχνά ανυπόφορη κι έχω κάθε δικαίωμα. Είμαι αρχαίος Κοζανίτης με καταγωγή ημίαιμου. Ή και φυσικός ξένος, άρτι αφιχθείς. Αλλά δεν θα γίνω ποτέ τουρίστας ή αποδημητικός λαογράφος και χαμαιλέων: άλλο η ζωή και άλλο η περιήγησή της. Ταξιδεύω μόνο όταν με προσκαλούν κάπου επαγγελματικά. Δεν φεύγω ποτέ στις γιορτές, ούτε γυρεύω σχόλες: η ενορία μου είναι μικρή, όμως δεν έχει όρια.
Είμαι λοιπόν καθ’ οδόν προς την πλήρη εντοίχισή μου στην πόλη μας. Και ξέρω ότι πάρα πολλοί άνθρωποι, ειδικά αυτοί που με γνωρίζουν, επιθυμούν διακαώς να φύγω. Ωστόσο ζητώ από όλους κατανόηση δηλώνοντας πως μάλλον θα παραμείνω εδώ, αναγνωρίζοντας μόνο τους παλιούς κωδικούς 50100 και 0461. Λήξις «μουλουγμού».
Ένας μόνο αστερίσκος: η σύζυγός μου είναι Βρεττανίδα και αυτό εγείρει ζητήματα. Όπως της εξηγώ αποτελεί το μόνο σοβαρό αντίβαρο στα Ελγίνεια και όταν με το καλό επιστραφεί ο θησαυρός που προηγείται μπορούμε να συζητήσουμε τον δεύτερο με το Home Office.
Θα ήθελα να μου μιλήσεις για τη σειρά συναυλιών “30 καρέκλες” . Μια πρωτοβουλία που αγκάλιασε ο κόσμος της ευρύτερης περιοχής και έχει δώσει βήμα σε πάρα πολλούς μουσικούς.
Οι 30 καρέκλες είναι η πιο απλή και βασική καλλιτεχνική πράξη. Χωρίς κανέναν μεσάζοντα, φορέα, χορηγό επικοινωνίας ή συγκοινωνίας και ιμπρεσσάριο, οι μουσικοί παίζουν για ένα ακροατήριο που ακούει (χωρίς να κάνει παράλληλα κάτι άλλο) και αμείβει τους μουσικούς συναινετικά και όχι μέσω τεθλασμένου ταμείου με διαχειριστή τον εκάστοτε Φούφουτο ή «παραγωγό». Είναι μια στοιχειώδης αλλά και ανόθευτη έκφραση των αρχών της πραγματικής αίθουσας συναυλιών. Δεν εφηύραμε απολύτως τίποτα, το εγχείρημα αυτό έχει γίνει εκατοντάδες χιλιάδες φορές στην Ιστορία της μουσικής και πάντοτε ευνόησε τα πράγματα.
Χαίρομαι που πολλοί και άξιοι μουσικοί βρήκαν νόημα και ικανοποίηση στην συμμετοχή και που το ακροατήριο είναι εκεί, έστω σε αυτόν τον μικρό αριθμό των 25-40 ακροατών. Αρχικά προτείναμε αυτή η διαδικασία να λάβει χώρα στον συγκεκριμένο χώρο για 2 χρόνια, δηλαδή για περίπου 80 συναυλίες. Φαίνεται πως υπάρχει ανάγκη και για μια σαιζόν ακόμη ώσπου να ολοκληρωθεί ένας φυσικός κύκλος. Επειδή όμως ο φόρτος εργασίας για την διεξαγωγή είναι μεγάλος και οι διοργανωτές δεν έχουν κάτι να κερδίσουν (τα εισιτήρια πλην φόρων αποδίδονται αποκλειστικά στους επί σκηνής), θα πρέπει να δούμε πώς θα διανεμηθεί καλύτερα η εθελοντική αυτή εργασία και κυρίως τα του «τελάλη», δηλαδή τα των πωλήσεων και της ανάπτυξης κοινού.
Ο ρόλος της σειράς είναι να υπενθυμίσει σε ακροατές και μουσικούς πως το μόνο που χρειάζονται είναι ο ένας τον άλλον. Oι 30 καρέκλες είναι μια προθέρμανση. Φυσικά μπορούν να συνεχίσουν να υφίστανται δια παντός αν το επιθυμούν 30 πρόθυμοι ακροατές. Φυσικά και δεν θα υφίστανται χωρίς αυτούς. Αλλά θέλω να πιστεύω πως σε μια πόλη των 50.000 ανθρώπων, των πολλών Ωδείων και των πολλών φιλόμουσων η αρχική συζήτησή μας πρέπει να είναι οι 300 αδιαμεσολάβητες καρέκλες εβδομαδιαίως. Την συζήτηση αυτή πρέπει να κάνουμε σοβαρά κάποτε οι μουσικοί της περιοχής που αποτελούμε την πλέον αδύναμη και – με όλον τον σεβασμό – λειτουργικά αδέξια επαγγελματική συντεχνία, ενώ αντιθέτως η ποιητική δυνατότητα του κλάδου είναι πολύ υψηλών προδιαγραφών και μπορεί να μαρτυρήσει κρίσιμες χάρες για την κοινωνία συνολικά.
Πώς προέκυψε η συμμετοχή σου στα κοινά.Tι αποκόμισες από τη θητεία σου ως Πρόεδρος της Κοβενταρείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης;
Την συμμετοχή μου στα κοινά την θεώρησα ό,τι και την στρατιωτική μου θητεία, ό,τι και την θητεία μου στο δημόσιο σχολείο: ένορκη επιτέλεση καθηκόντων, με όλες τις αδυναμίες και τα προσωπικά σφάλματα που εγγυώμαι. Θα το ξαναέκανα τότε, θα το ξανακάνω πλέον μόνο μετά από ευγενική και επίμονη παράκληση χωρίς να πολυσηκώνω το χέρι, καθώς θεωρώ πως η «υποχρεωτική» συνδρομή μου στα της τοπικής πολιτείας είχε ικανοποιητικό δείκτη αποτελέσματος με ημερομηνία λήξης. Πιστεύω στην κληρωτή δημοκρατία και όχι στα «πολιτικά κεφάλαια».
Όσο για την Βιβλιοθήκη της Κοζάνης έχει τρία χαρακτηριστικά που την καθιστούν μοναδική: η ίδρυση και η διάρκεια της ζωής της ταυτίζονται με την ουσιαστική σύσταση και την ιστορία της πόλης, οι συλλογές συγκροτήθηκαν σταδιακά ως αποτέλεσμα αυτής της συμβίωσης από τις δωρεές των συνδρομητών και χρηστών της και τέλος οι συλλογές αυτές αρχειοθετούν κάθε πτυχή της ζωής εξαντλώντας την τοπικότητα, καθιστώντας την όμως και οικουμενική. Αυτή η τρίπτυχη σπανιότητα είναι ένα δώρο της ιστορίας σε όλους μας και δεν έχουν μεγάλησημασία το μέγεθος των συλλογών ή η χρηματιστηριακή αξία των τεκμηρίων. Η Βιβλιοθήκη της Κοζάνης είναι μια μεγάλη φατική λειτουργία που μπορεί να ανοίξει κάθε διάλογο με κάθε άλλο μέρος του κόσμου λόγω των διαδρομών της. Είτε η περιοχή αποφασίσει να δώσει προτεραιότητα στην ενέργεια, στην τεχνολογία, στον πρωτογενή τομέα, η Βιβλιοθήκη της θα είναι η πιο αξιόπιστη πυξίδα της. Βλέπετε δεν αποτελεί υποκεφάλαιο των επιλογών μας, αλλά γραμματοσειρά μας. Όποιος ψάχνει για «καλές πρακτικές» ή σύγχρονους τρόπους αξιοποίησης του τοπικού αποθέματος δεν έχει παρά να δει τί έκαναν εδώ οι άνθρωποι πέριξ της Βιβλιοθήκης για 3.5 αιώνες. Τώρα της μένει να μην καταστεί ακόλουθος γραφειοκρατικών και βραδύνοων διαδικασιών και να ελευθερωθεί από χρονοκαθυστερημένες και ιμιτασιόν νόρμες σε δεύτερο και τρίτο χέρι. Με λίγα λόγια να φιλοξενήσει τους δημιουργικούς ανθρώπους (όπως έκανε πάντα) που θα της δώσουν τον εθνικό ρόλο και την διεθνή λειτουργία που της αρμόζει.
«Η Ελλάδα σαν διακριτή προσέγγιση και σαν noblesse oblige, όχι σαν ιδιοκτησία διαβατηρίου ή αόριστο καύχημα και άνω-κάτω σύμπλεγμα.»
Για εμένα προσωπικά όλες αυτές οι διαπιστώσεις ήταν πολύτιμες. Προφανώς η δουλειά μου για μια πενταετία ήταν να μεταφερθεί η λειτουργία του φορέα σε ένα νέο κτήριο, αλλά και να αναβαθμιστεί ο τρόπος της συμμετοχής του σε εθνικές και διεθνείς συνομιλίες. Κάτι καταφέραμε κυρίως επειδή το Δημαρχείο το θέλησε και επειδή το διοικητικό συμβούλιο και οι υπάλληλοι έδρασαν καθ’ υπέρβασιν του συνήθους τρόπου. Πέρα από αυτό όμως αποκόμισα ίδια οφέλη. Υπήρξα εμμονικός επειδή απόλαυσα την Βιβλιοθήκη στο έπακρον: τα πέντε εκείνα χρόνια σπούδασα φιλολογία, παλαιογραφία, τυπογραφία, κοινωνική ανθρωπολογία, οικονομικά, τοπική και εθνική ιστορία με τους καλύτερους δασκάλους, τους κτήτορες και δωρητές των συλλογών. Το μεγαλύτερο εργασιακό προνόμιο στην περιοχή μας είναι να είσαι υπάλληλος ή αιρετός με πρόσβαση στα αρχεία της βιβλιοθήκης. Το είχα για 1800 μέρες και είμαι, παρά την κούραση, τον αποκτηθέντα σακχαρώδη διαβήτη και την ημιτέλεια των εργασιών μου, απολύτως ευγνώμων.
Τέλος θα αναφέρω εδώ οπωσδήποτε πως εισήλθα στην Βιβλιοθήκη χρεωμένος ανηψιός του δωρητή Διονυσίου Ψαριανού και δασκαλεμένος καλές προθέσεις από τον πατέρα μου που ήταν χρήστης τηςαπό παιδί στον μεσοπόλεμο, αλλά εξήλθα πιστωμένος θαυμαστής και σχεδόν λάτρης του ημίθεου των βιβλιοθηκάριων Νικολάου Δελιαλή. Δεν έχω αμφιβολία: η βιβλιοθήκη μας δεν θα υπήρχε σήμερα αν δεν την περιέσωζε και διέσωζε πολλάκις. Κανένας μύθος, κανένα θρυλούμενο και να μην έχει κανείς αμφιβολία:τα χρήσιμα ντουβάρια, μηχανήματα και ράφια της βιβλιοθήκης είναι Κοβεντάρεια ή Έσπεια, τα ανεξίτηλα γράμματα της ΚοζάνηςΔελιάλεια. Ήταν η μεγαλύτερη τιμή να διηγηθώ την Βιβλιοθήκη που εκείνος αφηγήθηκε.
Ο Έλληνας μέσα στο χρόνο είναι συνυφασμένος με την κινητικότητα αλλά και την επιχειρηματικότητα. Ανά τους αιώνες οι Έλληνες επιχειρηματίες ήταν εντυπωσιακοί σε διάφορα σημεία της Ευρώπης και υπήρχε η φράση στον Ευρωπαϊκό κόσμο πως «ο Έλληνας είναι σαν το νερό». Κινούνταν γρήγορα και έπιανε δηλαδή όποια ευκαιρία εμφανιζόταν. Μας έχει μείνει κάτι από αυτή την πλευρά σήμερα και ποια τα χαρακτηριστικά του εκτοπίσματος που έχει η Ελληνική ταυτότητα;
Συνεχίζω την αλληγορία της ερώτησης και επισημαίνω πως το νερό για να κινηθεί πρέπει να έχει μια πηγή· αν η πηγή στερέψει το νερό γίνεται στάσιμο. Η πηγή του Έλληνα είναι παραδοσιακά η θεωρητική του σκέψη και η φιλοσοφική αλλά και θρησκευτική του σπανιότητα και αυθεντία. Δεν είναι κινδυνολογία να εικάσουμε πως μεγάλο μέρος αυτής της φυσιογνωμίας την οποία επιζητά και ο υπόλοιπος κόσμος από εμάς, έχει ματαιωθεί από εμάς τους ίδιους λόγω της ιστορικής μας ανάγκης να εγκιβωτιστούμε στις κοινωνικές ακολουθίες της τεχνικά προηγμένης Δύσης. Οι δύο ρήσεις του «ανήκειν εις την Δύσιν» και του «ανήκειν στους Έλληνες» ήταν κατά την γνώμη μου εξ ίσου ολέθριες. Η Ελλάδα ανήκει σε όλον τον κόσμο είναι η σωστή διατύπωση και εξ αυτού οι Έλληνες δεν ανήκουν σε κανέναν, ούτε στον εαυτό τους, αλλά στην ελευθερία και τις αλήθειες των ιδεών τους. Αυτά τα λέω επειδή η ταυτότητά μας υπήρξε ουσιαστικά η διαρκής έκφραση της ισηγορίας, της ισονομίας, της ισοκρατίας. Πίσω από την ευαγγελική μας αλήθεια που διαμόρφωσε την παγκόσμιο ιστορία, υπάρχει και η «ενέχουσα συλλήβδην κάθε αρετή» δικαιοσύνη. Ο ήλιος της δικαιοσύνης αυτής είναι και νοητός και φανερός και λάμπει πάντα σε αυτά εδώ τα μέρη ως από μαγνητικής σύμπτωσης, αρκεί να μην κυκλοφορεί κανείς φορώντας διαρκές στέγαστρο ψελλίζοντας κατάρες για το σκοτάδι υπό σκιάν. Ή μη νομίσει κανείς πως η κληρονομιά αυτή είναι για άρμεγμα και φάγωμα, ενώ είναι σαφές βάρος και μεγάλο χρέος στον κόσμο. Ναι,οι Έλληνες ταξίδεψαν και αποίκησαν, έφεραν όμως δώρα έστω ως Δαναοί, ως καλοί ή Αλεξανδρινοί μάγοι και δεν ήσαν επαίτες της επιβεβαίωσης άλλων. Αν θέλουμε να τους μιμηθούμε πρέπει να φέρουμε και όχι να φερόμεθα, να είμαστε σπορά και όχι διασπορά, πηγαίο νερό και όχι απόνερο του κουβά. Δεν αρμόζει στους Έλληνες να κυνηγούν ευκαιρίες· τους πρέπει να είναι οι ίδιοι, γενναιόδωρα, η ευκαιρία των άλλων.
«Η Βιβλιοθήκη της Κοζάνης είναι μια μεγάλη φατική λειτουργία που μπορεί να ανοίξει κάθε διάλογο με κάθε άλλο μέρος του κόσμου λόγω των διαδρομών της»
Κάθε πολιτισμός βέβαια κάνει τον κύκλο του. Θέλω να πιστεύω πως οι Έλληνες δεν έχουν ολοκληρώσει στο σημείο της τελείας παύσης τους και πως βαθιά μέσα τους διατηρούν την δυνατότητα να συνδράμουν στον κόσμο και στο μέλλον. Φοβάμαι όμως πως ίσως κάνω λάθος, καθώς διαπιστώνω τα άκρα της ηττοπάθειας και της έπαρσης στην εθνική συμπεριφορά μας καθώςκαι μια παρενδυτική σαξονική μεταγλώττιση σε όλη μας την σκέψη. Χτυπηθήκαμε βέβαια άδικα, τα τελευταία 100 χρόνια περίπου 10 φορές. Κι ενοχοποιήσαμε όλα μας τα ενοποιητικά στοιχεία: η ίδια η λέξη «έθνος» κατέστη ύποπτη, συνώνυμη της «νατίβας», της πιο κουτοπόνηρης ιθαγένειας, η ευγενής Παλαμική «φυλή» κατέστη μισανθρωπική ιαχή. Μετά όμως και την χειραφέτηση από τέτοιες υποψίες δεν μένει ένας λαός, αλλά ένα πλήθος αλλοπρόσαλλων χρήσιμων. Και μετά την αποστασιοποίηση από το επίπονο της γέννας, μένει το παράπονο της στείρωσης. Εγώ είμαι σίγουρα Έλληνας·δεν ήμουν ποτέ υπερήφανος για αυτό, ήμουν όμως υπερήφανος όταν έπραξα όπως θα πρέπει να πράττει ένας Έλληνας. Και μερικές φορές ντράπηκα για το αντίθετο. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί ένα «εκτόπισμα» όπως το περιγράφετε· η Ελλάδα σαν διακριτή προσέγγιση και σαν noblesseoblige, όχι σαν ιδιοκτησία διαβατηρίου ή αόριστο καύχημα και άνω-κάτω σύμπλεγμα.
Α, να σημειώσω μια ενέδρα: «και ποιος είμαι εγώ να κρίνω;» Ο Παύλος ρώτησε στο 2ο ενικό, η αλλαγή προσώπου άκρως προτεσταντική, σαν διασπαστικό κοινωνικό αυτοάνοσο και τεχνητή παγίδα. Η απάντηση μου βρίσκεται στο ονοματεπώνυμό μου, χαίρομαι για την γνωριμία.
Φωτογραφία: Σουζάνα Δημοπούλου
Είναι η Κοζάνη μια πόλη που μπορεί να καινοτομήσει και να προσβλέπει σε ένα καλύτερο αύριο;
Είναι. Επίσης είναι μια πόλη που μπορεί και να μην το κάνει. Αυτήν την χρονική περίοδο μοιάζει να έχει αποδεχθεί τον ρόλο ενός εκτροφείου – επιτυχία θεωρείται η απομάκρυνση, ενώ η παραμονή εδώ αποτελεί τεκμήριο ομολογίας της προσωπικής αποτυχίας. Αυτό, σε καιρό ειρήνης και χωρίς διωγμό από έναν άλλον λαό ή κάποια ανωτέρα βία, είναι ένα αίνιγμα: πώς μπορεί η αναχώρηση να θεωρείται επιτυχία αν ο τόπος δεν είναι ανεπιθύμητος; Πρώτο βήμα λοιπόν για την βελτίωση της ζωής εδώ είναι η συνομολογία πως η παραμονή είναι το βασικό κοινωνικό μας συμβόλαιο, με τις όποιες αναγκαίες εξαιρέσεις, καλή ώρα εσάς. Όταν αυτό προκύψει σε κάποιον έστω βαθμό, η απλή αυτή εμπιστοσύνη σε κοινό μέλλοντα, αρκεί για να κινητοποιήσει τις καινοτόμες και υγιείς κοινωνικές δυνάμεις αλλά και να προσκαλέσει καινούριες. Χωράνε ξέρετε οι δεκαπλάσιοι στην περιοχή, αρκεί να αθροίζουν και όχι να υποκαθιστούν. Μα έτσι ήταν πάντα, η ιστορία το δείχνει. Όπου οι άνθρωποι εργάστηκαν, πολλαπλασιάστηκαν και πρόκοψαν και όπου παρέμειναν άνεργοι και άεργοι απέναντι στο σύνολό τους παρήκμασαν, αποδεκατίστηκαν, έσπευσαν όπου φύγει και καταστράφηκαν. Η Κοζάνη δεν εξαιρείται από αυτόν τον αλγόριθμο. Πώς θα αποφασίσει σήμερα για αύριο; Το κάνει καθημερινά με όλους τους τρόπους και όλες τις επιλογές της και θα κριθεί για όλα αυτά όπως όλες οι πόλεις. Προικιά έχει, μυαλά έχει, δυνάμεις έχει, ευλογημένη είναι. Η επιλογή όμως αφορά την εύστοχη σοφία των πραγμάτων και αυτή βρίσκεται και χάνεται διαρκώς ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα των προθέσεων.Το μεγάλο μας ελάττωμα είναι η κενοδοξία. Το προτέρημά μας ότι αρκετοί το ξέρουμε.
Έπειτα η καινοτομία απαιτεί την χάραξη ενός νέου δρόμου που δεν υπάρχει. Για κάποιον λόγο συχνά περιγράφουμε αυτόν τον νέο δρόμο ως μια άνετη και λαμπρή λεωφόρο, γεμάτη δάφνινα στεφάνια και γρήγορες επιδοκιμασίες. Κάθε τοπογράφος θα σας πει πως ένας νέος δρόμος είναι οι ασήκωτες πέτρες, τα άσωτα χόρτα και τα ανυπέρβλητα εμπόδια που πρέπει να αφαιρεθούν για μια μικρή νέα πορεία. Η πραγματική καινοτομία θα αντιμετωπίσει αναπόφευκτα αφιλόξενες μέρες και δεν διαμαρτύρεται για αυτό.
«Θέλω να πιστεύω πως οι Έλληνες δεν έχουν ολοκληρώσει στο σημείο της τελείας παύσης τους και πως βαθιά μέσα τους διατηρούν την δυνατότητα να συνδράμουν στον κόσμο και στο μέλλον»
Για να κλείσω μακριά από ουτοπίες και δυστοπίες: η Κοζάνη έχει τον προορισμό της και αυτός είναι το κέντρο ενός κύκλου με αυξομειούμενη ακτίνα τις ιδέες της. Ποιες είναι αυτές; Το ίδιο το μέγεθος της προσφοράς της και η ευθύνη για αυτό βρίσκεται στις αποφάσεις και επιδόσεις όλων μας. Αυτήν την περίοδο λ.χ. η περιοχή δέχεται «επίθεση»· η γη και ο φυσικός πλούτος της μετατρέπονται σε χρηματιστηριακό χαρτοφυλάκιο τρίτων ερήμην εγκρίσεως του φυσικού ιδιοκτήτου. Πρέπει λοιπόν να επιλεγεί μία εκ των δύο ιδεών για εφαρμογή: η άμυνα ή η παράδοση. Προτείνω το πρώτο. Χωρίς όμως κραυγές και βολικά εικονογραφημένα, λουκούμια στο πιάτο του επιτιθέμενου. Προτείνω δηλαδή τους κοινούς κόπους μιας καλής ιδέας: να υπερασπιστούμε γη και ύδωρ. Τότε ναι, θα κερδίσουμε «ένα καλύτερο αύριο». Κανείς άλλωστε δεν θα δεχθεί πως μας το χρωστάει κι όποιος το υπόσχεται χωρίς χρέωση λέει ψέματα. Ιδού η Κοζάνη, ιδού και το πήδημα, ακούω πολλούς ψάλτες, αγνοώ τους άλτες.