Στις 20 Ιανουαρίου του 1920, γεννήθηκε ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι. Ένας δημιουργός που τόλμησε να δοκιμάσει πέρα από νόρμες και κανόνες, δημιουργώντας το δικό του μαγικό σύμπαν, αλλάζοντας για πάντα το μέλλον της Έβδομης Τέχνης. Έφυγε από ζωή στις 31 Οκτωβρίου του 1993
«Δεν είναι η δική μου μνήμη που κυριαρχεί στις ταινίες μου. Tο να πει κανείς ότι οι ταινίες μου είναι αυτοβιογραφικές, είναι μια αβασάνιστη κρίση, μια βιαστική ταξινόμηση. Έχω επινοήσει σχεδόν τα πάντα: παιδική ηλικία, προσωπικότητα, νοσταλγίες, όνειρα, αναμνήσεις, για την καθαρή απόλαυση του να μπορέσω να τις αφηγηθώ. Mε την έννοια του ανέκδοτου, της πραγματικής βιογραφίας, στις ταινίες μου δεν υπάρχει τίποτα. Aυτό που ξέρω είναι ότι επιθυμώ να αφηγηθώ. Πραγματικά, η αφήγηση είναι το μόνο παιχνίδι με το οποίο αξίζει να παίζει κανείς. Eίναι ένα παιχνίδι, που για μένα, για τη φαντασία μου, για τη φύση μου, έχει την δική του αναγκαιότητα.» Φεντερίκο Φελίνι
Ο Φεντερίκο Φελίνι, γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου του 1920 στο Ρίμινι της Ιταλίας. Όταν έγινε 12 ετών, το έσκασε από το σπίτι του για να ακολουθήσει ένα τσίρκο. Ίσως αυτό να εξηγεί και την αγάπη του για τους κλόουν που εμφανίζονται συχνά πυκνά στα έργα του.
Στα 17 του εγκατέλειψε την ηρεμία της επαρχιακής λουτρόπολης, στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, για να πάει στη Ρώμη. Εκεί έζησε αρχικά σαν σκιτσογράφος και στη συνέχεια γράφοντας παρλάτες και σκετς για κομφερανσιέ και άλλους καλλιτέχνες του music hall. Το 1943, σε ηλικία 23 ετών, παντρεύτηκε την ηθοποιό Τζουλιέτα Μασίνα, πλάι στην οποία έζησε 50 χρόνια, μέχρι το θάνατο του στις 31 Οκτωβρίου του 1993.
Γεννημένος στο Ρίμινι της Ιταλίας, το 1920, ο Φελίνι παίρνει το βάπτισμα του πυρός στα κινηματογραφικά δρώμενα της εποχής δίπλα στον Ρομπέρτο Ροσελίνι. Συμμετέχει έτσι ουσιαστικά ως συν-σεναριογράφος και βοηθός σκηνοθέτη στη δημιουργία θεμελιωδών ταινιών του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού κινηματογράφου όπως το “Rome, Open City” του 1945, αλλά και το “Paisà” του 1946. H γνωριμία και η φιλία του αυτή με τον Ροσελίνι θα τον επηρεάσει σημαντικά στην μελλοντική του πορεία.
Το 1950 μαζί με τον Alberto Lattuada σκηνοθετεί το “Variety Lights” και δύο χρόνια μετά ο Φελίνι, παρουσιάζει την πρώτη ταινία την οποία σκηνοθετεί αποκλειστικά ο ίδιος. Ο λόγος για το, “Λευκός Σεΐχης” (Sceicco Bianco) του 1952.
Tο φιλμ, παρουσιάζει ένα ζευγάρι από την επαρχία, την Βάντα και τον Ιβάν, που καταφθάνουν στη Ρώμη, για το γαμήλιο ταξίδι. Κι ενώ ο σχολαστικός Ιβάν, είναι εντελώς απορροφημένος με τις κονφορμιστικές του δραστηριότητες, η Βάντα επωφελείται της ευκαιρίας για να ψάξει τον Λευκό Σεΐχη. Τον λατρευτό πρωταγωνιστή δηλαδή, μιας σειράς φωτορομάντζων που δημοσιεύεται σ’ ένα περιοδικό ευρείας κατανάλωσης.
Η αλήθεια είναι ότι το σκηνοθετικό αυτό ντεμπούτο του Φεντερίκο Φελίνι, κάθε άλλο παρά επιτυχημένο, χαρακτηρίστηκε. “Η απόπειρα του Φελίνι ως σκηνοθέτη είναι αναμφίβολα χωρίς ερέθισμα”, είναι τα σχόλια των κριτικών της εποχής, με αποτέλεσμα η ταινία να αποσυρθεί απ’ όλες σχεδόν τις αίθουσες μέσα σε λίγες μόνο ημέρες. Ανάμεσα στις αιτίες της ολοκληρωτικής αποτυχίας, προστίθεται και η αληθινή αντιπάθεια που ο ηθοποιός Alberto Sordi, προκαλούσε στο κοινό του κινηματογράφου της εποχής εκείνης.
Είναι κι αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Φελίνι, θέλοντας πάλι τον Sordi ως πρωταγωνιστή και στην επόμενη ταινία του, τους “Vitelloni”, αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες στην πραγματοποίησή της. Όταν μάλιστα μετά από πολλές ατυχίες η ταινία φτάνει στο τέλος, το όνομα του Alberto Sordi συνεχίζει να αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα στη διανομή. Κρίνεται λοιπόν απαραίτητο ν’ αφαιρέσουν τ’ όνομά του από τα προγράμματα καθώς και από τις πρώτες 50 κόπιες της ταινίας…
Oι χώροι του Φελίνι, δρόμοι, ηλιόλουστες πλατείες, μισοφωτισμένα νυχτερινά σοκάκια, συνοικιακά θέατρα, παλιές κινηματογραφικές αίθουσες, έρημες παραλίες, διαπερνούνται όλοι από την πνοή του φανταστικού. Είναι ακαθόριστοι, διφορούμενοι, θαρρείς στοιχειωμένοι. O Φελινικός κόσμος είναι μια πραγματική αυλή των θαυμάτων.
Βρισκόμαστε σε μια μικρή παραλιακή πόλη της Ρομάνια. Το καλοκαίρι κοντεύει να τελειώσει. Μια νεροποντή διακόπτει τη γιορτή όπου τελικά ο Ρικάρντο βρίσκει την ευκαιρία να επιδειχθεί σαν τραγουδιστής. Μέσα στην αναταραχή που ακολουθεί ανακαλύπτουν ότι η Σάντρα, αδερφή του Μοράλντο, είναι έγκυος από τον Φάουστο.
Οι γονείς συμφωνούν να επανορθώσουν με γάμο. Η μικρή πολιτεία ξαναπέφτει στην επαρχιακή μελαγχολία του χειμώνα. Αν και δεν είναι πια τόσο νέοι, οι φίλοι του Φάουστο περνούν τις μέρες τους άσκοπα, χαζεύοντας στα καφέ και κάνοντας παιδικά αστεία ενώ συντηρούνται από τις οικογένειές τους. Είναι “Τα Βουτυρόπαιδα” (Vitelloni)…
1952, και οι “Vitelloni” προβάλλονται στη Βενετία ακριβώς έναν χρόνο μετά τον “Λευκό Σεΐχη”. Για τον Φελίνι, αυτή είναι η αληθινή και πρώτη, μεγάλη επιτυχία. Πως γεννήθηκε όμως αυτό το πολυβραβευμένο φιλμ;
Λοιπόν, η βασική ιστορία γράφτηκε μέσα σε 15 περίπου μέρες. Τα χειμωνιάτικα βράδια, οι περίπατοι στο τέλος του φθινοπώρου με τη θάλασσα κρυμμένη από την ομίχλη, τα βλακώδη και άγρια αστεία των φίλων, η μυθική προσμονή του καλοκαιριού, όλα αυτά δεν είναι παρά οι αναμνήσεις του Φεντερίκο από το Ρίμινι.
O Φελίνι υπήρξε ένας απόλυτος κινηματογραφικός δημιουργός. Mε το έργο του δεν απεικόνισε απλώς την πραγματικότητα, αλλά κατασκεύασε, με τα ίδια του τα χέρια, έναν φανταστικό κόσμο από σκιές και φως. Πνεύματα και φαντάσματα, σκιές κατοικημένες από υπάρξεις φυσιολογικές, αλλά ταυτόχρονα και φαντασιακές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί το “Λα Στράντα” (La Strada)του 1954.
Η αυλαία ανοίγει με τον Ζαμπανό (Anthony Quin), έναν τσιγγάνο που δίνει παραστάσεις στις πλατείες των χωριών. Πρωτόγονος και βίαιος, αγοράζει για λίγα χρήματα την αφελή αλλά και ευαίσθητη Tζελσομίνα (Giulietta Masina) από την φτωχή οικογένειά της. Μαζί πια, θα συνεχίσουν τη νομαδική ζωή τους.
Η ταινία δεν είναι παρά μια τεράστια, περιπλανώμενη και φανταστική γιορτή, που οδεύει στους σκονισμένους δρόμους, της απίθανα μοναχικής μιζέριας, καταλαμβάνοντας έτσι μια αδιάφορη και απολίτικη χώρα. Μοναδική στον ρόλο της η Τζουλιέτα Μασίνα, αποδεικνύει απλά γιατί δικαίως συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες ερμηνεύτριες της εποχής της.
Ακολουθούν το 1955 οι “Σκιές του Υποκόσμου” (Il Bidone). Πανούργοι και κακοντυμένοι απατεώνες, κάνουν εδώ την εμφάνιση τους. Αλλά σχεδόν πάντα τελειώνουν τις δουλειές τους αναίμακτα, λόγω δειλίας. Πορτρέτο αισχρών εγκληματιών, οι “Σκιές του Υποκόσμου” είναι μια ταινία “είδους”, από αυτές που πάντα αρέσκεται να δημιουργεί ο Ιταλός σκηνοθέτης.
Φτάνουμε έτσι στις “Νύχτες της Καμπίρια” (“Le Notti di Cabiria”) του 1957. Το σχέδιο αυτής της ταινίας ο Φεντερίκο το δούλευε πολύ καιρό. Η πρώτη ιδέα ανάγεται στο ’47, όταν είχε προτείνει στον Ροσελίνι να γυρίσουν την ιστορία μιας πόρνης.
Για να γράψει το σενάριο, ο Φελίνι διεξάγει μια έρευνα στους χώρους που θα περιέγραφε η ταινία, ενώ προσκαλεί και τον Pier Paolo Pasolini να συνθέσει τους διαλόγους. Η Καμπίρια είναι μια φτωχή πόρνη, άδολη και εύθραυστη, που ποτέ στη ζωή της δεν υπήρξε τυχερή.
Ένας φίλος της προσπάθησε να την σκοτώσει για να βάλλει στο χέρι τα χρήματά της. Οι συναδέλφισσές της, την κοροϊδεύουν. Ένας γνωστός ηθοποιός την ταπεινώνει αφού την εξαπατά με την θρυλική ματαιοδοξία της επιτυχίας του. Ενώ στη διάρκεια μιας υστερικής θρησκευτικής τελετής, η Καμπίρια προσεύχεται να γίνει ένα θαύμα, ώστε να αλλάξει η μοίρα της και όλα να ξαναπάρουν το δρόμο τους.
Η οριστική κόπια της ταινίας προβάλλεται τον Μάρτη του ’57 στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου και σημειώνει μεγάλη επιτυχία, με την Τζουλιέτα Μασίνα να κερδίζει το βραβείο γυναικείας ερμηνείας. Την επόμενη χρόνια, στην τελετή των Όσκαρ, η ταινία θα αποσπάσει και το βραβείο Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ο Μαρτσέλο Ρουμπίνι είναι δημοσιογράφος και αρθρογραφεί σ’ ένα έντυπο σκανδάλων, παρ’ όλο που ελπίζει να μπορέσει κάποτε να γράψει πιο σοβαρά. Για επτά ημέρες κι άλλες τόσες νύχτες γίνεται ο ξεναγός σ’ ένα ταξίδι της ζωής στη Ρώμη. Η “Γλυκιά Ζωή” (La Dolce Vita) κάνει πρεμιέρα στις Ιταλικές αίθουσες, τον Φεβρουάριο του 1960.
Η επιτυχία στο κοινό συμβαδίζει με τις πολεμικές. Στην πρώτη προβολή η ταινία γιουχάρεται και μερικοί αποδοκιμάζουν τον Φελίνι που (για κακή του τύχη) βρίσκεται στην αίθουσα. Οι κατηγορίες που του καταλογίζουν, αφορούν την ανηθικότητα που πιστεύουν ότι προωθεί η εν λόγω ταινία.
Το φιλμ προσβάλλεται από τα επίσημα όργανα της καθολικής εκκλησίας ενώ η υπόθεση φτάνει ακόμα και στη βουλή. Παρ’ όλα αυτά η ταραχή των πολεμικών συντελεί στην τεράστια εμπορική επιτυχία της ταινίας, αλλά εμποδίζει μια σαφή κριτική ανάλυση, τουλάχιστον τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Νεολογισμοί, που ανθίστανται ακόμα, δείχνουν πόσο ο σκηνοθέτης επηρεάστηκε και επηρέασε τα Ιταλικά ήθη του μεταπολέμου. Ευγενείς θλιβερά παρατεταγμένοι στους ερειπωμένους πύργους τους, μυστικές εμφανίσεις, διανοουμενίστικες συγκεντρώσεις και πάει λέγοντας. Είναι ουσιαστικά ολόκληρη η Ιταλία του ’50 που ανακαλείται, εδώ.
Με την αφελή επιθυμία της για ζωή, με την επιτηδευμένη ελαφρότητα που σήμερα μας φαίνεται παραμυθένια, με το γούστο στο καλό ντύσιμο, την ευχαρίστηση που προσφέρει ένα καθαρό ρούχο, ο περίπατος το βράδυ με το αυτοκίνητο, το χάζεμα κάτω από τις αναμμένες λάμπες του καφέ. Όλα αυτά, ο Φελίνι δεν τα εφηύρε, αλλά τα θυμήθηκε…
“Στοχασμός έντονα δημιουργικός με θέμα την αδυναμία της δημιουργίας” είναι τα πρώτα σχόλια που συνοδεύουν την επόμενη ταινία του Φεντερίκο Φελίνι. Ενώ χαρακτηριστικό παραμένει το γεγονός της επιλογής του τίτλου της. Στην καρτέλα που ο Ιταλός σκηνοθέτης κρατά τις σημειώσεις του, ανάμεσα στα συνηθισμένα του σκίτσα, είχε κακογραφεί ένα μεγάλο οκτώ και ½, γιατί ακριβώς εκείνο το σχέδιο ήταν το όγδοο και μισό φιλμ, κι έτσι λοιπόν έμεινε τελικά κι ως τίτλος.
Ο Γκουίντο Ανσέλμι είναι ένας γνωστός σκηνοθέτης που περνά μια περίοδο θεραπείας σε κάποια ιαματικά λουτρά. Στα όνειρά του συσσωρεύονται εφιάλτες, παιδικές μνήμες και αισθήματα ενοχής που πηγάζουν από μια καθολική παιδεία. Ετοιμάζει μια καινούργια ταινία και όπως είναι φυσικό σε τέτοιες περιπτώσεις, γύρω του στροβιλίζονται κάθε λογής άτομα που θα μπορούσαν να έχουν σχέση μ’ αυτήν. Το “8 ½” προβάλλεται τον Φλεβάρη του 1963.
Πίσω βέβαια απ’ όλα αυτά, βρίσκονται οι ονειρικές συνθέσεις του Nino Rota που θα ‘πρεπε, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον εδώ να τον θυμηθούμε. Γιατί η μουσική επένδυση με την οποία στόλισε το “8 ½”, έμεινε από τις πλέον μνημειώδης.
Ο Nino Rota, συνθέτης της μουσικής όλων των ταινιών του Φελίνι από τους καιρούς του “Sceicco Bianco” (“Λευκός Σεΐχης”) μέχρι την “Prova d’ Orchestra” (“Πρόβα Ορχήστρας”), δημιούργησε και τα μουσικά “σχόλια” πολλών άλλων σκηνοθετών, όπως οι “Notti Bianche” (Λευκές Νύχτες”), “Rocco e i Suoi Fratelli” (“Ο Ρόκο και τ’ αδέρφια του”), αλλά και ο “Gattopardo” (“Γατόπαρδος”) του Luchino Visconti.
Είναι όμως σίγουρο, ότι το όνομά του μένει άρρηκτα δεμένο μ’ αυτό του Φελίνι, καθώς υπέγραψε μερικά από τα πιο γνωστά μοτίβα, από το “La Strada” μέχρι το “8 ½”. Μελωδίες που ξαναφέρνουν αίφνης, σαν νότα που δραπετεύει σιωπηλά, έναν κόσμο γεμάτο κλόουν, οξύθυμες καλόγριες, ανήσυχους κομπάρσους, ερειπωμένες τέντες τσίρκων κι ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί, μέσα από το πολυσύνθετο σύμπαν του Φεντερίκο Φελίνι.