συνέντευξη στον Βασίλη Οικονόμου
Οι προβολές των αγώνων από την ΕΡΤ που ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, και οι παίχτες που στελέχωσαν την πετυχημένη Εθνική ομάδα του ΄87, είχαν μια τεράστια επίδραση στη συλλογική εμπειρία όλων των Ελλήνων. Σε σημείο μάλιστα να ταυτίζεται μια χρονολογία με το άθλημα! Αλήθεια εσείς ποιον πρώτο συνειρμό κάνετε στο άκουσμα του αριθμού ‘’1987’’;
Όταν μεγάλωνα το μπάσκετ κατάφερε να ξεπεράσει σε δημοφιλία τον βασιλιά-ποδόσφαιρο και στο σχολείο μου μεταξύ αγοριών επικρατούσε η άποψη ‘’μ΄ αρέσει να παίζω ποδόσφαιρο αλλά να βλέπω μπάσκετ’’. Λόγω ‘’γαλαζοαίματου’’ παρελθόντως είμαι θαμώνας του Ιβανώφειου, ομολογώ όμως ότι κι εγώ μικρός στο μπάσκετ ήμουν Άρης επειδή έβλεπα τα επικά Άρης-ΠΑΟΚ-ΠΑΟΚ-Άρης στην τηλεόραση του γείτονα.
Αυτές τις συγκινήσεις των καθοριστικών αναμετρήσεων που ζήσαμε και είδαμε μαζί, μετουσιώνει σε πολύτιμες αφηγήσεις ο Νίκος Παπαδογιάννης στις 300 περίπου σελίδες του δεύτερού του βιβλίου. Σε βιωματικό ύφος, με χιούμορ, σπάνιες πληροφορίες, θαρραλέα σχόλια και το κυριότερο μακριά απ΄τα κλισέ. Η αξιοζήλευτη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία είναι μια εγγύηση για αυθεντικότητα στη γραφή, αφού τον είχε φέρει σε απόσταση αναπνοής από τα πρόσωπα που έλαμψαν στα κλειστά γήπεδα και τα μεγάλα μπασκετικά τουρνουά του πλανήτη.
Στην εποχή της covid εσωστρέφειας βιβλία όπως τα ‘’Ματς της ζωής μας’’ του Νίκου Παπαδογιάννη θα γίνουν ιδανικά καλοκαιρινά διαβατήρια.
-Ποια στοιχεία του μπάσκετ σε κέρδισαν σε μικρή ηλικία απέναντι στο σαφώς δημοφιλέστερο εκείνη την εποχή ποδόσφαιρο;
Μέχρι την εποχή που πρωτοέπιασα δουλειά (1987) πήγαινα σε 2-3 γήπεδα διαφορετικών σπορ κάθε Σαββατοκύριακο: ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, στίβο και ό,τι άλλο υπήρχε. Ξεχώριζα πάντοτε το μπάσκετ για τη γρηγοράδα και τον δυναμισμό του, το θέαμα, τις εναλλαγές, αλλά και τη δυνατότητα που έδιναν τα κλειστά γήπεδα στον θεατή να κάθεται σε μικρή απόσταση από τους bigger than life ήρωες. Μπορούσες να δεις από κοντά το άσπρο του ματιού των αθλητών, να μυρίσεις τον ιδρώτα τους, να τους αγγίξεις ακόμη. Έπειτα, ήρθε το Ευρωμπάσκετ και το απλό φλερτ έγινε έρωτας. Βρέθηκα από καλή τύχη πάνω στην υπερταχεία και δεν ήμουν κουτός για να την εγκαταλείψω.
-Η ιδέα να γίνουν οι εμπειρίες των μεγάλων τελικών και διοργανώσεων βιβλίο πως ξεκίνησε;
Το πρώτο βιβλίο μου, Ο Νίκος Λείπει, είναι αφιερωμένο περισσότερο στις ταξιδιωτικές εμπειρίες μου, μέσα ή έξω από τα γήπεδα. Στο δεύτερο, θέλησα να διηγηθώ Τα Ματς της Ζωής Μας όχι όπως θα τα έγραφε μία εγκυκλοπαίδεια, αλλά όπως τα έζησα. Με προσωπική ματιά, συναίσθημα, γλύκα, πίκρα, αλλά και με το ταξίδι τους.
-Υπάρχουν μεγάλα ματς που δεν τα κατάφεραν για λίγο να χωρέσουν στο βιβλίο των τριανταένα κεφαλαίων;
Σχεδόν σε όλα τα ματς που περιγράφω ήμουν προσωπικά παρών. Έμειναν έξω κάποια εμβληματικά, π.χ. ο τελικός του Ολυμπιακού με τη Ρεάλ στο Λονδίνο το 2013 ή τα ματς της Εθνικής στο Μουντομπάσκετ του 1990 στην Αργεντινή, επειδή …έλειπα από το γήπεδο. Δεν ήθελα να εξιστορήσω αγώνες χωρίς να έχω προσωπική πείρα από όσα συνέβησαν. Η ιστορική πληρότητα δεν ήταν το ζητούμενο αυτού του βιβλίου.
-Η σχέση σου με το άθλημα εντός γηπέδου πως είναι; Έχεις ποτέ αλήθεια ονειροπολήσει, μια μπασκετική καριέρα ενός …πλέυ μέηκερ;
Ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου. Ακόμα και όταν έπαιζα, πιτσιρικάς, ο ρόλος μου ήταν άτεχνο «τεσσάρι», να μαζεύω ριμπάουντ και να μοιράζω καμιά τάπα. Το μυαλό μου καταλαβαίνει αρκετά καλά το παιχνίδι, οπότε θα μπορούσα να θητεύσω ως προπονητής στο πρωτάθλημα Τύπου, αλλά ταλέντο και κορμί για να παίξω δεν είχα ποτέ. Μακάρι να είχα!
-Το φανταστικό last dance γύρω από τη δυναστεία των Bulls ξαναζέστανε νοσταλγικά το ενδιαφέρον των φιλάθλων παγκοσμίως και λογικά θα ακολουθήσουν κι άλλες επικές αφηγήσεις. Το βιβλίο σου είναι γεμάτο ’’σενάρια’’. Σε ποια ιστορία θα έδινες προτεραιότητα να μεταφερθεί σε μια αντίστοιχη σειρά και γιατί;
Ασφαλώς στην ιστορία των Αντετοκούνμπο, που μοιάζει με παραμύθι. Θα ήθελα όμως να δω ένα ντοκυμαντέρ τύπου Last Dance για το Ευρωμπάσκετ 1987, αφού πολλές πτυχές του παραμένουν αφώτιστες. Τότε θυμίζω δεν υπήρχαν ούτε social media ούτε αθλητικές ιστοσελίδες που να καλύπτουν κάθε λεπτομέρεια, ούτε ιδιωτικά κανάλια και ραδιοσταθμοί. Σε σύγκριση με τις εποχές που ακολούθησαν, η δημοσιογραφική κάλυψη ήταν υποτυπώδης και στα όρια της γραφικότητας.
-Σαν οπαδός του αθλήματος, θυμάμαι το ελληνικό μπάσκετ να ‘’εκθρονίζεται’’ άγαρμπα στα τέλη της δεκαετίας του ΄90. Κάποιοι από τους λόγους είναι οι πολλοί ελληνοποιημένοι παίχτες (κοινοτικοί), η τηλεοπτική υπερπροβολή, η στρατευμένη χουλιγκανοποίηση της κερκίδας και το τέλος εποχής των αθλητών της γενιάς του ΄87. Είναι όντως κάπως έτσι τα πράγματα;
Ναι, είναι σωστές οι επισημάνσεις, ιδίως από τη στιγμή που μπήκαν στο παιχνίδι οι μεγάλοι του νότου με το χρήμα τους και την «κούρσα των εξοπλισμών». Παράλληλα οι επιτυχίες έφεραν κορεσμό στους φιλάθλους, που βαριούνται εύκολα ακόμα και τις νίκες. Οι επιτυχίες της Εθνικής στα μέσα της επόμενης δεκαετίας σε συνδυασμό με την εμφάνιση μίας νέας φουρνιάς μεγάλων παικτών ήρθαν την κατάλληλη στιγμή για να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον.
-Τι επίδραση έχει στο συλλογικό μας συνειδητό μια μεγάλη νίκη ή ήττα μέσα από την εμπειρία ενός τηλεοπτικού αγώνα;
Ο Έλληνας ψάχνει να πιαστεί από οπουδήποτε για να αντλήσει ψήγματα «εθνικής υπερηφάνειας». Μάλλον κακό μας κάνει αυτή η τακτική, παρά καλό. Νομίζουμε ότι είμαστε καλύτεροι από ό,τι είμαστε, επειδή πχ νικάμε στο μπάσκετ. Όταν χάνουμε, βέβαια, ρίχνουμε τις ευθύνες σε αόρατες ξένες δυνάμεις, όπως κάνουμε ακόμα και στα εθνικά μας θέματα. Προσωπικά ντρέπομαι πολύ όταν δίνουμε στις αθλητικές νίκες διαστάσεις που δεν τους αναλογούν και προτιμώ να μην αντιμετωπίζουμε ποτέ αντιπάλους με συναισθηματικό φορτίο, όπως Τουρκία, Β. Μακεδονία, ακόμα και ΗΠΑ.
-Στην Κοζάνη είχαμε την τύχη να ζήσουμε για λίγα χρόνια τα ‘’ματσάκια της ζωής μας’’ με την α λα NBA μεταφορά της ομάδας του Μακεδονικού από τη Θεσσαλονίκη στη Δυτική Μακεδονία. Τι θυμάσαι απ΄ αυτήν την ομάδα και ποια η γνώμη σου για το μοντέλο αποκέντρωσης σε περιπτώσεις όπως η Λήμνος, το Ρέθυμνο και η Αμαλιάδα που απ΄ ότι φαίνεται έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης;
Είχα πάντοτε την αίσθηση ότι ο Μακεδονικός χτίστηκε σε κινούμενη άμμο και είχε ημερομηνία λήξης. Για μένα, αποκέντρωση νοείται μόνο όταν υπάρχει ζωντανό και δημιουργικό τοπικό κύτταρο. Ημουν παρών στον τελικό του Σαρλερουά και ήλπιζα σε νίκη, αλλά το ήθελα διαφορετικό το μοντέλο της επαρχιακής ανάπτυξης. Όχι «φυτευτό» όπως στις περιπτώσεις που λέτε, που άλλωστε αποδείχθηκαν όλες θνησιγενείς.
-‘’Τα ματς της ζωής μας’’ ξετυλίγουν τη γεμάτη συγκινήσεις διαδρομή από τον Γκάλη στον Ατεντοκούμπο. Όμως πλέον το ελληνικό μπάσκετ δείχνει να μην μπορεί να αξιοποιήσει έναν μεγάλο παίχτη όχι μόνο στο Πρωτάθλημα αλλά και σε επίπεδο Εθνικής Ομάδας. Βλέπεις κάτι αισιόδοξο για το μέλλον;
Δεν είμαι αισιόδοξος για το μέλλον, διότι τα ταλέντα έχουν στερέψει σε οριακό βαθμό. Ένας μεγάλος παίκτης δεν μπορεί αβοήθητος να αλλάξει τη μοίρα, ιδίως κάποιος που παίζει διαφορετικό μπάσκετ, με άλλους κανονισμούς και άλλα χαρακτηριστικά. Προσωπικά θα ήμουν ικανοποιημένος αν μπορούσε να αξιοποιηθεί ο Γιάννης όχι από το στερέωμα του μπάσκετ, αλλά από την κοινωνία μας συνολικότερα. Για να γίνουμε πιο ανοιχτοί, πιο πολυπολιτισμικοί, λιγότερο αλλεργικοί στη μετανάστευση και πιο ανεκτικοί στη διαφορετικότητα.
-Το πρώτο σου βιβλίο είχε ταξιδιωτικό περιεχόμενο για ν΄ακολουθήσουν τα μεγάλα ματς της δημοσιογραφικής σου καριέρας. Με τι θεματολογία θα ολοκληρωνόταν ιδανικά μια άτυπη αυτοβιογραφική τριλογία;
Ομολογώ ότι δεν γνωρίζω. Ίσως με το χρονικό μίας μόνιμης μελλοντικής μετοίκησης σε κάποιον τροπικό παράδεισο, πολύ μακριά από τη μιζέρια της Ελλάδας.