Επιμέλεια: Τάνια Ώττα
Η μεγάλη οικονομική ακμή που γνώρισε η Σιάτιστα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα , λόγω των εμπορικών της συναλλαγών με την δυτική Ευρώπη και η επαφή αυτή των Σιατιστινών με τον πολιτισμό της ελεύθερης Ευρώπης είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και κοινωνική ανάπτυξή τους και την άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου. Οι συνθήκες της γενικής αυτής ευημερίας συντέλεσαν στην ανάπτυξη των τεχνών και προπάντων της αρχιτεκτονικής. Τα επιβλητικά Αρχοντικά της Σιάτιστας, χαρακτηριστικά δείγματα της αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα, χτισμένα από περιπλανώμενες συντεχνίες Ηπειρωτών και Μακεδόνων μαστόρων και οι μεταβυζαντινές εκκλησίες της ξεχωρίζουν και καθηλώνουν με την υποβλητική μορφή τους και τη μοναδική τους ατμόσφαιρα, προβάλλοντας τα ξυλόγλυπτα τέμπλα τους και τις εικόνες σπουδαίων εκπροσώπων της κρητικής σχολής.
Η αρχιτεκτονική της ιδιαιτερότητα, η πολιτιστική της ταυτότητα και ο φυσικός πλούτος αυτής της αρχόντισσας πόλης, της Σιάτιστας, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για καλλιτεχνικές δημιουργίες από ανθρώπους που αγάπησαν αυτόν τον τόπο και με τα έργα τους κρατούν ζωντανό το παρελθόν και αναδεικνύουν την ομορφιά ενός τόπου με τη δική τους ματιά.
Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού, με ευρωπαϊκές επιρροές και αέρα της Αναγέννησης, ο σιατιστινής καταγωγής ζωγράφος Κώστας Ντιός, αφηγείται μέσα από τα έργα του τη Σιάτιστα μιας άλλης εποχής. Αυτήν τη Σιάτιστα που αντιστέκεται στο χρόνο και ξυπνάει αναμνήσεις στους μεγαλύτερους. Πέρα από το έμφυτο ταλέντο, το πάθος και η επιμονή, όπως αναφέρει ο Κώστας Ντιός , είναι απαραίτητα για πάρουν σάρκα και οστά οι εικόνες που αποτυπώνει στα έργα του ο σιατιστινός ζωγράφος. Έχοντας ως θεμέλιο λίθο την κλασική παιδεία πάνω στην Τέχνη που του πέρασε ο πατέρας του, ο Κώστας Ντιός άρχισε να ξετυλίγει το ταλέντο του στη ζωγραφική από παιδική ηλικία, εμπνευσμένος από έργα μεγάλων ζωγράφων.
Κώστας Ντιός
«Είναι πολύ σημαντικό να έχεις έναν δικό σου άνθρωπο να πιστεύει σε σένα , σε μία εποχή που η ενασχόληση με την Τέχνη και ειδικά σε χώρες του εξωτερικού ήταν πολύ μακριά από τη νοοτροπία της επαρχίας»
Για τον Κώστα Ντιό το να ζωγραφίζει εικόνες από την ιδιαίτερη πατρίδα του σημαίνει οικεία βιώματα που αποτελούν πλέον μέρος της προσωπικότητάς του. «Τα πρώτα έργα ζωγραφικής», όπως μας αναφέρει, «τα είδα σε βιβλία τέχνης και ήταν έργα μεγάλων κλασσικών ζωγράφων. Σε κάποια διέκρινα αντιστοιχίες ,σαν εικόνα ,με την πραγματικότητα την οποία ζούσα στην παιδική μου ηλικία . Το τοπίο του Τολέδου του Γκρέκο, μου θύμιζε την όψη της Σιάτιστας απ’ το εξωκλήσι του αγίου Χριστοφόρου, οι λιτανείες της μεγάλης παρασκευής μου θύμιζαν ,τηρουμένων των αναλογιών, τη ‘’νυχτερινή περίπολο ‘‘του Ρέμπραντ. Επισκεπτόμασταν οικογενειακώς τον αείμνηστο καθηγητή Χρήστο Καπνουκάγια, συγγενή της μητέρας μου. Ο χώρος του σπιτιού του, ο χαμηλός φωτισμός της ημέρας και ο ίδιος με την κάπως βιβλική μορφή του ,μου έφερναν στο μυαλό τα έργα των Ολλανδών ζωγράφων του 17 ου αιώνα. Έτσι ο πλασματικός ζωγραφικός κόσμος, ο αληθινός σαν ψέματα, με βοηθούσε να ενταχθώ στον πραγματικό κόσμο, με έναν αδόκιμο ίσως τρόπο, αλλά αυτό ήταν το ‘‘εργαλείο πλοήγησης’’ που διέθετα τον καιρό εκείνο. Τα πρώτα έργα που ζωγράφισα απεικόνιζαν αυτό που έβλεπα από το μπαλκόνι του σπιτιού μου. Το τοπίο που έβλεπα, ήταν πάντα ένα εύκαιρο μοντέλο ,ποτέ το ίδιο στις αλλαγές του φωτός της μέρας και στην αλλαγή των εποχών, άρα πάντα ενδιαφέρον. Με τον καιρό, αντιλαμβανόμουν την πραγματική εικόνα μέσα από την τέχνη και η εικόνα της πραγματικότητας γινόταν με τη σειρά της το αντικείμενο της τέχνης μου. Αυτή η αμφίδρομη σχέση τέχνης και πραγματικότητας με ενδιαφέρει μέχρι σήμερα. Όταν ζωγράφισα αργότερα αρχοντικά της Σιάτιστας, αντιλήφθηκα τον καλλιτεχνικό πλούτο του παρελθόντος και τον ψυχικό πλούτο των ανθρώπων εκείνης της εποχής».
Το να δίνεις σημασία στη λεπτομέρεια κάνει τη διαδικασία εκτέλεσης του έργου πιο ευχάριστη και πιο ενδιαφέρουσα. Σε γενικές γραμμές ,το αν κάποιος δίνει σημασία ή όχι στις λεπτομέρειες ,έχει να κάνει με το ζωγραφικό ιδίωμα , τη μέθοδο που επιλέγει για να ζωγραφίσει. Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχουν δυο ειδών λεπτομέρειες. Η μη λειτουργική λεπτομέρεια είναι το περιττό στολίδι της εικόνας και στην περίπτωση αυτή το επουσιώδες υποκαθιστά το ουσιώδες. Συνήθως φανερώνει έναν αμήχανο καλλιτέχνη και αποπροσανατολίζει το βλέμμα του θεατή δημιουργώντας του την αίσθηση του περιττού. Η λειτουργική, αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, λεπτομέρεια είναι η ανάγκη του καλλιτέχνη για μια ποιο ενδελεχή προσέγγιση του αντικειμένου και προκύπτει σαν ανάγκη της ζωγραφικής διαδικασίας.
Πολλά από τα έργα του Κώστα Ντιό δείχνουν τη Σιάτιστα της παλιάς εποχής. Αυτή τη Σιάτιστα που αγαπήθηκε για την απλότητα και το άρωμα ενός ιδιαίτερου πολιτισμού. Ζωγραφίζοντας την παλιά Σιάτιστα, όπως αναφέρει ο Κώστας Ντιός, διαπιστώνεις τα σημάδια του χρόνου, οι άνθρωποι και τα τοπία που απεικονίζονται αλλάζουν ή χάνονται. Βιώματα της παιδικής ηλικίας, συνήθειες και έθιμα της παλιάς Σιάτιστας προκαλούν μια φυσική μελαγχολία για τον ζωγράφο, αντιλαμβανόμενος ότι η αθόρυβη επέλαση του χρόνου, εν πολλοίς μοιραία και γι’ αυτό ανησυχητική, φέρνει ριζικές αλλαγές στην εικόνα των ανθρώπων και των πραγμάτων.
Τι ώθησε τον Κώστα Ντιό να πιάσει το πινέλο. Η περιέργεια να δει πως φαίνεται ένα έργο ζωγραφικής στην πραγματικότητα κι όχι σαν εικόνα στα βιβλία. Αυτά τα βιβλία τέχνης με έργα μεγάλων ζωγράφων που έκαναν τον Κώστα Ντιό να πιάσει το πινέλο. Η κινητήριος δύναμη ήταν ο πατέρας του, που είχε σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας το 1930 περίπου, αλλά δεν ασχολήθηκε ποτέ με την τέχνη για βιοποριστικούς λόγους. Ο ίδιος καθοδήγησε τον Κώστα Ντιό στην εκμάθηση του σχεδίου και της ζωγραφικής με χρώμα. Αργότερα ακολούθησαν έργα ζωγραφικής με τοπία της Σιάτιστας , φίλους της γειτονιάς αλλά και μέλη της οικογένειάς του.
Μετά τη στρατιωτική του θητεία, εποχή δύσκολη για τον ίδιο όπως μας αναφέρει ο Κώστας Ντιός, οι ζωγράφοι Τέτα Μακρή και Δημήτρης Φράγκος εμψύχωσαν τον σιατιστινό καλλιτέχνη δείχνοντας την εκτίμησή τους στα έργα του και δεδομένου ότι οι ίδιοι ήταν ζωγράφοι, η γνώμη τους αποτέλεσε μεγάλη υποστήριξη. Έχοντας τη συμπαράσταση των συμπατριωτών του που αποδέχτηκαν το έργο του, ο Κώστας Ντιός έβγαζε τα προς το ζην μέσω της τέχνης. Το 1987, ο αείμνηστος Κώστας Λαχάς , πολυσχιδής προσωπικότητα της Βόρειας Ελλάδας , συμπεριέλαβε τον Κώστα Ντιό σε μια έκθεση νεοεμφανιζόμενων ζωγράφων της βόρειας Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη, κίνηση που αποδείχτηκε καθοριστική για το καλλιτεχνικό του μέλλον.
Κώστας Ντιός
Είμαι λοιπόν ευγνώμων σε όλους εκείνους που με ενέπνευσαν ,όχι μόνο να πιάσω το πινέλο ,αλλά να μην το αφήσω κιόλας και τους χρωστάω την παραμονή μου στο χώρο της τέχνης .
Αργύρης Παφίλης
Ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης, που ενσάρκωσε την αγάπη του για τον τόπο μέσα από τη δουλειά του στο γυαλί και τα έργα του. Όταν η ψυχαγωγία συνδυάζεται με τη γνώση το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει και κερδίζει την αναγνώριση.
Αργύρης Παφίλης
“Έναν τόπο δεν μπορείς να τον αγαπήσεις εάν πρώτα δεν τον έχεις γνωρίσει”.
Ζούμε σ’ ένα από τα ωραιότερα κομμάτια της Ελλάδας που κατοικήθηκε από την Παλαιολιθική εποχή. Μια διηνεκείς κατοίκηση γεμάτη ιστορία, μνημεία, ανθρώπους, αρχαίες πόλεις, κάστρα αρχαίων και βυζαντινών χρόνων, βυζαντινούς ναούς και μοναστήρια ιστορημένα από μεγάλους ζωγράφους, ήθη, έθιμα, και ένα πλήθος από ευρήματα ορισμένα από αυτά μοναδικά στον κόσμο, ένας πολιτισμός ασύγκριτος που βρίσκει την αρτιότερη έκφρασή του σε τούτο τον τόπο! Η φύση του αρματωμένη για τα καλά από ψηλά βουνά, μεγάλα ποτάμια, λίμνες, Εθνικούς Δρυμούς, εύφορους κάμπους, δάση απέραντα, σπάνια ενδημική χλωρίδα καθώς και πανίδα.
Πως βλέπει ο Αργύρης Παφίλης τη Σιάτιστα μέσα από την Τέχνη όμως.
«Η τέχνη ένα σχοινί ανθεκτικό, ένας ομφάλιος λώρος που δεν κόβεται, είναι αυτή μου με μπάζει στη δημιουργία και λυτρώνομαι από την καθημερινότητα. Από παιδί έως και σήμερα δεν θυμάμαι να μην ζωγραφίζω. Είχα και έχω μια ιδιαίτερη αγάπη για την αρχιτεκτονική και μάλιστα την παραδοσιακή του τόπου μου δηλαδή της Δυτικής Μακεδονίας (εκκλησιαστική, αρχοντικά, σύνολα χωριών) στην οποία όλα αυτά τα χρόνια μέσα από την έρευνα, τις καλλιτεχνικές ανησυχίες μου βρήκα την έκφραση μου με την σινική μελάνη και τις πένες καλλιγραφίας. Η Καστοριά, Η Φλώρινα, η Κοζάνη, τα μαστοροχώρια του Βοϊου (Πεντάλοφος, Δίλοφο, Αγία Σωτήρα κ.α) το μακρινό Επταχώρι και ιδιαίτερα η Σιάτιστα αποτέλεσαν οι μεγάλοι τροφοδότες της τέχνης μου.
Η πόλη της Σιάτιστας με την ιστορία της, τους ανθρώπους της, τα ήθη και έθιμα, την παραδοσιακή μουσική, τις ταβέρνες, τη γούνα ακόμα και σήμερα παρ όλες τις μεταλλάξεις που έχει υποστεί έχει κρυμμένη μια θαυμάσια αρματωσιά που θα μπορούσε να είναι σήμερα η ωραιότερη πόλη των Βαλκανίων και να αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους τουριστικούς προορισμούς της χώρας και όχι μόνο.
Οι πλακόστρωτοι δρόμοι και τα δαιδαλώδη καλντερίμια της με τους ψηλούς αυλόγυρους, οι λαϊκές κατοικίες, τα αρχοντικά της, με το βαρύ φρουριακό τους ύφος, την μακεδονική αρχιτεκτονική και τους ζωγραφιστούς οντάδες, δεν αποκαλύπτουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την πολύχρονη ιστορία τους και τη σπουδαία πολιτιστική και οικονομική άνθηση της πόλης σε εκείνες τις εποχές αλλά προκαλούν τους κάθε μορφής καλλιτέχνες να μελετήσουν αυτή την ομορφιά και να την μεταφέρουν ο καθένας με την τέχνη του στον εικαστικό τους κόσμο.
Για τον Αργύρη Παφίλη ένα κλικ του φακού είναι το πάγωμα μιας εικόνας, μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη. Είναι αυτή η δύναμη που κρύβει κάθε φωτογραφία και η κινητήριος δύναμη που σε ωθεί να φλερτάρεις με το φακό.
Την τεράστια δύναμη της φωτογραφία, όπως αναφέρει ο Αργύρης Παφίλης, την ένοιωσε στα τηλεοπτικά του οδοιπορικά. Όταν κατάλαβε τι ακριβώς πρεσβεύει αυτή η μαγεία. Αυτό τον ώθησε να μάθει και να ασχοληθεί με την κάμερα, για να μπορεί να γράφει και να μεταφέρει τις εικόνες όπως τις αντιλαμβανόταν. Αληθινές, χωρίς περιττά στολίδια και τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι διάφοροι εικονολήπτες.
«Φωτογραφίζω αρκετά χρόνια με αποτέλεσμα να έχω ένα αρκετά μεγάλο αρχείο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαι επαγγελματίας. Τα θέματα που τραβάνε τη ματιά μου και το κλικ της φωτογραφικής μου μηχανής είναι πάντα γύρω από τα ενδιαφέροντα μου, τις μεγάλες μου αγάπες φύση, άνθρωποι, παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Όσο για την φωτογράφηση ενός θέματος το βλέπω από τον φακό μου σαν να το ζωγράφιζα, έτσι φυσικά επιλέγω και τη θέση της λήψεις».