Επιμέλεια: Τάνια Ώττα, δημοσιογράφος
Κάνοντας την παραμονή μας στο σπίτι λίγο πιο ευχάριστη, επιλέγουμε να απέχουμε από τις αρνητικές ειδήσεις και σκεφτόμαστε όμορφα. Στιγμές που έχουν χαραχθεί στο μυαλό και την καρδιά μας, σκεπασμένες με χαμόγελα ή δάκρυα, όλες ξεχωριστές κι όλες με τη δική τους αξία για τον καθένα μας. Δεν χρειαζόμαστε κανένα challenge για να ανοίξουμε το μπαούλο με τις παιδικές φωτογραφίες ή να ξεσκονίσουμε τα άλμπουμ που θα μας θυμίσουν πως είμασταν παιδιά. Το θυμόμαστε πολύ καλά. Το θυμόμαστε με νοσταλγία, αγάπη και χαρά. Είναι οι δικές μας ιστορίες που θα διηγούμαστε στους άλλους. Μερικές από αυτές θα μοιραστούμε μαζί σας για να σας φτιάξουμε τη διάθεση και να σας δείξουμε ότι η ζωή είναι όμορφη, ακόμη και με τις δυσκολίες της. Γι’ αυτήν παλεύουμε και γ’ αυτήν αξίζει να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.
Ας αρχίσουμε λοιπόν….
Η ψυχή μου σε γνώρισε από το πρώτο δευτερόλεπτο…
Γράφει η Θένια Βασιλειάδου
Δεν έχω και πολλές χαρούμενες αναμνήσεις. Βασανισμένη ψυχή, βλέπεις. Αυτό που μου έρχεται πρώτο στο μυαλό, είσαι εσύ.
Η πιο όμορφη ανάμνηση της ζωής μου, εσύ.
Με μάτια που λάμπουν σαν να έχουν κλείσει δύο γαλαξίες μέσα τους, ένα βλέμμα πολλά υποσχόμενο και ένα χαμόγελο που σε κάνει διαβητικό μόνο που το κοιτάς. Μπήκες στη ζωή μου εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη και ανέτρεψες τα πάντα σε αυτή. Την πρώτη φορά που άκουσα τη φωνή σου, κάτι σκίρτησε μέσα μου. Την πρώτη φορά που σε είδα, ένιωσα λες και σε ήξερα χρόνια, μια απίστευτη χημεία μεταξύ μας.
Μπορεί για τα δεδομένα της κοινωνίας αυτής, να μην είμαστε το τυπικό ζευγάρι, αυτό που ταιριάζει στα κοινωνικά πρότυπα αυτού του λαού, όμως η ψυχή μου σε γνώρισε από το πρώτο δευτερόλεπτο. Την πρώτη φορά που άκουσα τη φωνή σου, κάτι σκίρτησε μέσα μου. Την πρώτη φορά που σε είδα, ένιωσα λες και σε ήξερα χρόνια, μια απίστευτη χημεία μεταξύ μας. Είμαστε τόσο ίδιοι, αλλά και τόσο διαφορετικοί ταυτόχρονα. Όσο πρέπει για να ταιριάζουμε στα σημαντικά, αλλά και να αποφεύγουμε τη ρουτίνα.
Αυτό που ξέρω, είναι πως μαζί σου βρήκα τη χαμένη μου παιδικότητα και το κλεμμένο μου χαμόγελο. Μαζί σου γίνομαι ξανά παιδί και αυτό είναι τόσο όμορφο.
Είσαι μια βουτιά στο παρελθόν, γιατί μου θυμίζεις πως είναι να είσαι ανέμελος, χαρούμενος, αυθόρμητος, να ζεις και να απολαμβάνεις την κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία. Ιδιαίτερο χιούμορ. Πολλές φορές παρεξηγήσιμο. Μια κατηγορία μόνος σου.
Αλλάξαμε ο ένας τον άλλον, προς το καλύτερο. Γίναμε καλύτεροι άνθρωποι. Εξάλλου, ημερεύει ο άνθρωπος όταν αγαπιέται. Γαληνεύει η ματιά του. Γλυκαίνει το χαμόγελο του. Έναν άνθρωπο με καθαρό βλέμμα και όμορφο χαμόγελο να βρείτε και θα αλλάξει όλη σας η κοσμοθεωρία.
Δύο παιχνίδια, ένα χαμόγελο και μία αξέχαστη ανάμνηση
Γράφει η Παναγιώτα Γάτα
Αναμνήσεις. Στιγμές αποτυπωμένες στη μνήμη, σε ένα φωτογραφικό υλικό ή ακόμη και σε μία κόλλα χαρτί. Ώρες και μέρες με ανθρώπους που αγαπάμε, που αποτελούν σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι στη ζωή κάθε ανθρώπου.
Ψαχουλεύοντας αυτές τις μέρες του εγκλεισμού τις φωτογραφίες, έπεσε στα χέρια μου μία που δεν γνώριζα καν πως υπήρχε. Πόσο υπέροχη μέρα… Μία καταπληκτική στιγμή που ευτυχώς απαθανατίστηκε. Σε ένα υπέροχο μέρος, με πολλούς αγαπημένους συγγενείς και μία καταπληκτική τούρτα. Ναι! Ήταν γενέθλια και μάλιστα, δικά μου. Τότε έκλεινα τα έξι και η οικογένειά μου αποφάσισε να μου κάνει πάρτι έκπληξη στο χωριό! Μαζεμένοι γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια, διάφοροι συγγενείς και φίλοι. Φυσικά, δύο ήταν οι πιο επιτυχημένες καταστάσεις εκείνης της ημέρας. Όπως γίνεται σε όλα τα παιδικά πάρτι, τα παιδάκια από ένα σημείο και μετά ξεκινούν να παίζουν. Ειδικά αν είναι σε υπαίθριο χώρο και με τόσο καλό καιρό και εφ’ όσον βρισκόμασταν στην «καρδιά» του καλοκαιριού. Στα μέσα Ιουλίου.
Χωριστήκαμε σε δύο ομάδες και όπως ήταν αναμενόμενο τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά κάνανε μία δική τους ομάδα. Το πρώτο παιχνίδι ήταν ποδόσφαιρο. Ξεκινήσαμε να παίζουμε σαν τρελά. Τρέχαμε πάνω κάτω σαν κυνηγημένα και σαν να μην υπήρχε αύριο. Τα γκολ στην ομάδα των μικρότερων έμπαιναν συνεχώς. Αποτέλεσμα όπως όλοι περίμεναν… Οι μεγάλοι κέρδισαν και μετά άρχισε η γκρίνια… Και για να μην μας ακούνε άλλο διότι τους είχαμε πάρει τα αυτιά, εν τέλη ξανά παίξαμε και παίξαμε ψείρες. Γέλια, σκισμένα γόνατα, παιδικές φωνές και άφθονη χαρά. Όμως, αυτά τα τρία βήματα για να κάψεις κάποιον άλλο… ήταν τα χειρότερα για κάθε ένα από εμάς τα μικρότερα. Πόσο μεγάλα βήματα να κάνεις όταν είσαι ένα και σαράντα πέντε; Αλλά, επειδή ήμασταν και πολύ πεισματάρικα βάλαμε τα δυνατά μας και επιτέλους, μετά από πολλούς γύρους παιχνιδιού κερδίσαμε. Η ευτυχία ήταν απερίγραπτη που κατορθώσαμε κάτι τέτοιο.
Βλέπετε… Κάτι τέτοιες στιγμές ανακαλύπτουμε πως κάποια πράγματα δεν τα εκτιμάμε όσο τους πρέπει. Η συγκεκριμένη φωτογραφία ήταν το κατάλληλο υλικό για να μου προσφέρει και πάλι ένα πλατύ χαμόγελο και μία υπέροχη ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων!
Αναμνήσεις βαθιά κρυμμένες…
Γράφει η Ελένη Δημητριάδου
Οι περισσότεροι δακρύζουν όταν θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια. Άλλοι ξαφνιάζονται με το πόσο έχουν αλλάξει από τότε. Για μένα είναι μια διαφορετική ιστορία. Όλα είναι τόσο εύκολα όταν είσαι μικρός. Νομίζεις ότι μπορείς να κατακτήσεις όλον τον κόσμο. Και τότε έρχονται τα λεκτικά εμπόδια. «Είσαι μικρή ακόμα». «Θα καταλάβεις όταν μεγαλώσεις». Κι αν δεν θέλω να μεγαλώσω; Κι αν θέλω να παραμείνω για πάντα παιδί μέσα μου;
Εγώ πάντα διαχώριζα τα παιδικά μου χρόνια σε κατηγορίες.
Στις πιο ωραίες στιγμές της ζωής μου και στις πιο δυσάρεστες. Αυτές τις δυσάρεστες στιγμές έχω φροντίσει να τις κρατήσω κρυμμένες μέσα στο μπαούλο του χρόνου, έχοντας μόνο εγώ τον συνδυασμό για να το ανοίξω.
Σήμερα όμως θέλω να μιλήσω για τις καλές στιγμές. Εκείνες που σχηματίζουν ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου όταν τις θυμάσαι. Εκείνες που κάνουν την ψυχή σου να αγαλλιάζει ανάμεσα στην θλίψη που βιώνουμε καθημερινά.
Θυμάμαι τότε, όταν ήμουν μικρή, είχα πάντα την ανάγκη να είμαι έξω. Αυτό που οι γονείς μου ονόμαζαν ασφάλεια του σπιτιού εμένα μου έμοιαζε με φυλακή. Ήθελα πάντα να κατεβαίνω κάτω στο προαύλιο της πολυκατοικίας μου με τους φίλους μου και να δημιουργούμε τους δικούς μας κανόνες, να κάνουμε πραγματικότητα ό,τι είχαμε στην φαντασία μας. Τρέχαμε, φωνάζαμε, χωρίς να νοιαζόμαστε αν θα λερωθούμε ή αν θα χτυπήσουμε. Το ευχαριστιόμασταν.
Θυμάμαι αυτές τις στιγμές τώρα και θυμώνω με τον εαυτό μου. Θυμώνω που ήθελα τόσο πολύ να μεγαλώσω τότε. Που άφησα τον χρόνο να με ξεγελάσει έτσι. Ο χρόνος είναι μια αυταπάτη. Περνάει γρήγορα χωρίς να ενδιαφέρεται αν εμείς είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το τι θα μας φέρει στην πορεία.
Μου λείπουν οι φίλοι μου από τότε. Για μένα ήταν η οικογένεια μου, τουλάχιστον η χαρούμενη εκδοχή μιας οικογένειας. Τώρα την θυμάμαι κοιτάζοντας έξω απτό παράθυρο μου, εγκλωβισμένη εδώ μέσα. Παλεύοντας με τους δαίμονες μου. Καιρός ήταν για όλους μας να το κάνουμε αυτό, αρκετά γυρνούσαμε την πλάτη στους φόβους μας και τους αφήναμε πίσω βγαίνοντας από τα σπίτια μας.
Κι αυτές τις στιγμές που ζούμε τώρα θα τις θεωρούμε αναμνήσεις μια μέρα. Κι εγώ έχω σκοπό να τις κρατήσω έξω απ’ το μπαούλο μου. Ως ένδειξη αναγέννησης. Για εμάς τους ίδιους αλλά και για τον πλανήτη μας, που τον έχουμε ταλαιπωρήσει τόσο πολύ με τα λάθη μας. Και ίσως μια μέρα κι εγώ καταφέρω να πετάξω αυτό το μπαούλο του παρελθόντος και δω την θετική πλευρά των πραγμάτων. Ίσως μια μέρα, το καταφέρω κι αυτό…
Η φράση της ζωής μου… «Όλα είναι δρόμος»
Γράφει η Ελευθερία Θεοχαροπούλου
Οι στιγμές που θυμάμαι το ταξίδι με τον μπαμπά μου, είναι πολλές, ένα ταξίδι μεγάλο, ένα ταξίδι που μου έδωσε την δυνατότητα να γνωρίσω όλη την Ευρώπη και με σημάδεψε.
Τα χιλιόμετρα αμέτρητα και η λαχτάρα μου τεράστια! Ανυπομονούσα μήνες πριν για το ταξίδι αυτό. Το είχα ονειρευτεί…
Πράγματι οι εικόνες, οι ήχοι, η μουσική, οι κουβέντες μας με τον πατέρα μου ήταν καλύτερες από ότι φανταζόμουν.
Ο πατέρας μου ήταν επαγγελματίας οδηγός. Ταξίδευε συχνά. Αυτό το ταξίδι όμως ήταν προορισμένο να το κάνει μαζί μου.
Έρχεται η στιγμή που φτάνουμε στον πρώτο μας προορισμό στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Ένα ταξίδι 14 ωρών. Ήταν απόγευμα θυμάμαι. Η ζέστη αφόρητη. Αύγουστος μήνας. Από την άλλη πλευρά η χαρά μου ήταν απερίγραπτη, οι ώρες μου πέρασαν ανακαλύπτοντας τους χώρους του καραβιού.
Κάπου εκεί το όνειρο μου είχε ξεκινήσει, διψούσα για να το ζήσω, να τα ζήσω όλα. Παρατηρούσα τα πάντα και θυμάμαι τις αναρίθμητες ερωτήσεις που έκανα στον μπαμπά μου και αυτός ποτέ δεν κουράζονταν και απαντούσε σε όλες.
Οι ώρες περνούσαν γρήγορα και ξαφνικά βρεθήκαμε στο λιμάνι της Αγκόνα. Εκεί ήταν που έπρεπε να αρχίσω να μαθαίνω καινούριους κώδικες συμπεριφοράς. Υπήρχε άγχος έπρεπε να είμαστε συνεπείς στις προθεσμίες φόρτωσης και εκφόρτωσης.
Ξημέρωσε, αφήσαμε την Ιταλία περνάμε τα τούνελ, βλέπουμε τις Άλπεις, την Αυστρία φτάνουμε στη Γερμανία.
Οι εικόνες της θάλασσας που τόσο κοντά μας έδειχνε, σα να την διασχίζαμε με είχαν συνεπάρει. Φτάσαμε στην Χάγη της Ολλανδίας όπου ξεφορτώσαμε τα ελληνικά προϊόντα που όλοι εκεί λάτρευαν.
Ο μπαμπάς μου ξεκίνησε την ξενάγηση στους δρόμους του Ρότερνταμ, στη μοναδική σκεπαστή αγορά, στολίδι. Δρόμοι με πλακόστρωτο και δίπλα μας κυλάει ο ποταμός Ρόττε. Την μεγαλύτερη εντύπωση μου έκαναν οι βιτρίνες με γυναίκες, τόσο εντυπωσιακές, σαν ψεύτικες. Έμεινα να τις χαζεύω απέναντι σε μια καφετερία. Περνούσα πολύ όμορφα, γελούσαμε πολύ με τον μπαμπά μου και τις ιστορίες για τα ταξίδια του. Ένιωθα παράξενα, ζούσα στιγμές πολύ έντονες, ειδικά για εκείνη την εποχή. Δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω.
Ξεκινάμε για τους επόμενους προορισμούς μας. Σειρά είχε το Βέλγιο, οι Βρυξέλλες και η Γαλλία. Θυμάμαι τις βόλτες με την βάρκα στην πλατεία Σαν Μάρκο, οι βενετικές μάσκες «με φλέρταραν» από ώρα, οπού τελικά αγόρασα μερικές. Στην γέφυρα των αναστεναγμών εγώ και ο αγαπημένος μου πατέρας αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε το ταξίδι της επιστροφής.
Ήμουν ένα κορίτσι με πείσμα και τσαγανό παρά τους χαμηλούς μου τόνους μπόρεσα να διαχειριστώ άψογα την ζωή των νταλικέρηδων.
Η νοσταλγία των φοιτητικών χρόνων
Γράφει η Ιωάννα Καραθανάση
Θυμάμαι το πρώτο βράδυ στο φοιτητικό μου σπίτι στην Θεσσαλονίκη. Μέσα στο δικό μου παλατάκι προστατευμένη από μία τεράστια πόλη, όπου η μοναξιά μου χανόταν στα πολύβουα σταυροδρόμια της, οι ανησυχίες μου ήταν πολλές. Πώς θα καταφέρω να ξεκλειδώσω αυτή την άγνωστη για μένα περιοχή, πώς θα καταφέρω να αποκτήσω συνταξιδιώτες σε αυτή την νέα πορεία, αλλά και πόσο θα δυσκολευτώ με τα δεδομένα της σχολής. Όλο αυτό το βασανιστήριο των ερωτήσεων κόπασε όταν σκέφτηκα πως είχα μπροστά μου χρόνο για να ανακαλύψω την πραγματικότητα. Κι όμως ο καιρός πέρασε τόσο γρήγορα.
Οι αναμνήσεις από τις πολύωρες βόλτες στην παραλία μετά από μία κουραστική ημέρα, από τα ξενύχτια σε σπίτια και κλαμπ και από τις ατέλειωτες συζητήσεις με φίλους είναι χαραγμένες βαθιά μέσα μου. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη χαρά μας κάθε Σεπτέμβρη όταν γυρνούσαμε από τις καλοκαιρινές διακοπές για να ξεκινήσουμε το επόμενο έτος με την ίδια αγωνία και ανυπομονησία για τις νέες περιπέτειες που θα ξεδιπλώνονταν. Τόσο όμορφες στιγμές που αξίζει να ζήσει ο καθένας. Είναι μία εμπειρία που δεν μπορεί να αποτυπωθεί όσο καλά κι αν προσπαθήσεις να την γράψεις. Απλώς την μοιράζεσαι με τα άτομα, που την έχεις ζήσει, και την αναπολείς. Είναι βιώματα που θα σας ενώνουν και θα σας συγκινούν για πάντα.
Υπάρχουν, βέβαια, και δυσκολίες για τις οποίες κανένας δεν σε έχει προετοιμάσει. Όλοι νομίζουμε ότι μετά τις πανελλήνιες δεν θα χρειάζεται να διαβάζουμε πολύ. Η αλήθεια είναι ότι το διάβασμα ήταν απαιτητικό, τα μαθήματα πολλά και η κούραση λόγω των μεγάλων αποστάσεων εξαντλητική. Επίσης, η διαχείριση ενός σπιτιού δεν ήταν τόσο εύκολη όσο πίστευα τελικά. Όμως, κι αυτές οι στιγμές ήταν μοναδικές.
Φτάνοντας στο πέρας των φοιτητικών μου χρόνων ήταν η πιο δύσκολη στιγμή που έπρεπε να αντιμετωπίσω. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι όλο αυτό το παραμύθι τελείωσε. Ποτέ δεν είσαι έτοιμος γι’ αυτό. Αναγκάζεσαι να ξεριζωθείς από το σπίτι σου κλείνοντας την πόρτα για τελευταία φορά με δάκρια στα μάτια, να χωριστείς από την παρέα σου, καθώς ο καθένας θα πρέπει να ακολουθήσει τον δρόμο του και να αναθεωρήσεις τη ζωή σου.
Τώρα πια όταν επισκέπτομαι την φοιτητική μου πόλη κάθε σημείο της μου φέρνει μνήμες και ακούω ακόμα τα γέλια της παρέας μου ανάμεσα στο πλήθος σχηματίζοντας ένα νοσταλγικό χαμόγελο στα χείλη μου για τα περασμένα μεγαλεία που βίωσα κάποτε.
Γροθιά στο στομάχι
Γράφει η Βάια Λαμπροπούλου
Ήμουνα και εγώ κάποτε έφηβη. Έκανα παρέες με πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους. Αγαπούσα να βλέπω τους ανθρώπους ως ξεχωριστές προσωπικότητες. Μια παρέα κοριτσιών πρέσβευε ως στάση ζωής το ” ναρκωτικά, σεξ και ροκ”. Το δικό του στυλ διαφορετικό. Πάντα σέβομαι τους ανθρώπους και αυτό μου δίδαξαν οι γονείς μου “σεβασμό στο ίδιο , σεβασμό στο διαφορετικό”.
Αγαπούσα τα κορίτσια αυτά, κάτι με προσέλκυε στην παρέα τους. Ζούσα μοναδικές στιγμές με την παρέα από την πρωτεύουσα, ζούσα επικίνδυνα, κατά τα δικά μου δεδομένα. Τα ναρκωτικά δεν μου πέρασε από το μυαλό να τα δοκιμάσω. Ξέρω το γιατί. Ούτε τσιγάρο λιγουρευόμουνα ,ούτε τη σκόνη τη λευκή που ματώνει τα ρουθούνια.
Κάποτε μια από τις κοπέλες μου μίλησε απότομα για την επιλογή μου να είμαι στην παρέα και να μην τις ακολουθώ σε ό,τι κάνουν. Της απάντησα πως δεν έβρισκα το λόγο να συμμετέχω και πως προσωπικά σεβόμουν την επιλογή τους να κάνουν αυτό που θέλουν δίχως να τους κατακρίνω. Σηκώθηκε όρθια , θυμάμαι, οι άλλες καθόμασταν στο πάτωμα και μου εξηγούσε πως όταν πίνεις τα χαπάκια τα μαγικά βλέπεις χρώματα να γυρίζουν γύρω σου και αυτό είναι ωραίο.
Την κοιτούσα με απορία. Τα μάτια μου ακολουθούσαν τα σχήματα που μου έδειχνε με τα χέρια της. “Αυτό είναι το ωραίο; Τα χρώματα;”, σκεφτόμουν. Δεν μιλούσα. Δεν υπήρχε λόγος να μιλήσω. Δεν τις ενδιέφερε να με ακούσουν.
Σηκώθηκα και εγώ όρθια και της απάντησα έντονα πως εγώ αυτά τα χρώματα και τα σχέδια γύρω μου τα βλέπω και χωρίς ουσίες ,τα δημιουργώ και τα χαίρομαι από μόνη μου. Και έκανα κινήσεις με τα χέρια μου. Τις τράβηξα την προσοχή. “Να, βλέπω και αυτή την πράσινη γάτα”, είπα και έδειξα ένα γάτο που περνούσε σαν σφαίρα μπροστά μας. Τα κορίτσια γύρισαν το κεφάλι και είδαν τον γάτο. Ήταν πράσινος. Αφού και εγώ έτριψα τα μάτια μου. Με χειροκρότησαν έντονα. Είδα τον θαυμασμό στα μάτια τους.
Με τον καιρό με αγάπησαν πολύ, δεν μου είπαν ξανά για τα ναρκωτικά, δεν ήταν επιλογή μου να μην ανήκω σε αυτές, επιλογή μου ήταν να μην ήμουν σαν και αυτές. Τα κορίτσια αποδεκατίστηκαν με τα χρόνια. Τα ναρκωτικά είναι μάστιγα.
Μπορεί να μην έζησα τη ζωή μου εύκολα, μπορεί να μου χρειάστηκε να δω χρώματα γύρω μου στα δύσκολα, μπορεί να μην έχω δρόμους στρωμένους με ροδοπέταλα, μπορεί να ξέφυγα αρκετές φορές. Μπορεί να κινδύνευσα διαφορετικά. Αλλά Ζω. Ζω και χαίρομαι. Και αυτό είναι η ωραιότερη παλέτα χρωμάτων. Γιατί εγώ βλέπω την πράσινη γάτα ακόμη…
Σκέφτομαι και γράφω : Όταν μεγαλώσω θα γίνω Δήμαρχος !
Γράφει η Αργυρώ Ξανθοπούλου
Πάνε σχεδόν 18 χρόνια από την μέρα που η κυρία Δήμητρα μας ρώτησε τι θέλουμε να γίνουμε όταν μεγαλώσουμε. Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω Δήμαρχος. Θέλω να φτιάξω την παιδική χαρά και να βάλω ένα μεγάλο σιντριβάνι στο πάρκο. Λοιπόν τώρα που το σκέφτομαι… Πάντα νοιαζόμουν για τους συνδημότες μου . Πως να ξεχάσω άλλωστε τις ατελείωτες ώρες στο μπαλκόνι να ρωτάω «γεια σας τι κάνετε , πως είστε , η γυναικά σας τα παιδιά σας».
Στην πορεία ασχολήθηκα με τα πολιτιστικά δρώμενα. Όντας τυχερή καθώς μεγάλωσα σε μια γειτονιά γεμάτη παιδιά, οι ομαδικές δραστηριότητες πήγαιναν και ερχόταν. Μια από αυτές ήταν οι θεατρικές παραστάσεις που λάμβαναν χώρα στον πεζόδρομο κάτω από τα σπίτια μας. Κατεβάσαμε καρέκλες, τραπέζια, ρούχα, διακοσμητικά, κάπως έπρεπε να κάνουμε τα σκηνικά. Στο διάλειμμα προσφέραμε και μουσική από ένα στερεοφωνικό το οποίο συνδέσαμε σε γειτονική πολυκατοικία. Όλα αυτά φυσικά επί πληρωμή!
Η κουμπάρα μου η Έφη έχει να το λέει! Καλούσα τους γονείς λέγοντάς τους να έρθουν να δούνε τα παιδιά τους και μόλις ερχόταν τους έλεγα ότι έχει και εισιτήριο . Αργυρώ κατά τα άλλα! Τα χρήματα βεβαίως πήγαιναν υπέρ του θιάσου καθώς τα εκμεταλλευόμασταν κατάλληλος πηγαίνοντας όλοι μαζί για πίτσα!
Αν θεωρήσεις ότι δεν με ενδιέφεραν τα προβλήματα της καθημερινότητας, κάνεις μεγάλο λάθος. Ήμουν περίπου Γ Δημοτικού. Ο πατέρας μου, στο επάγγελμα αγρότης συνήθιζε τα απογεύματα να με πηγαίνει βόλτες στον κάμπο και να μου δείχνει τις καλλιέργειες κάτι που καθιστούσαν δύσκολο οι πολλές λακκούβες.
Μια μέρα λοιπόν, νύχτα για την ακρίβεια στην αυλή του σχολείου έχουμε πάει με την μαμά μου να δούμε μια καλοκαιρινή παράσταση. Εκεί στην πρώτη σειρά ο τότε κ. Δήμαρχος. Να η ευκαιρία σκέφτηκα! Οπλισμένη με περίσσιο θάρρος κατευθύνθηκα προς το μέρος του. Η μαμά μου απορημένη με ακολούθησε .
«Κύριε δήμαρχε, πότε θα φτιάξετε τους αγροτικούς δρόμους που είναι γεμάτοι λακκούβες ; Δεν μπορεί ο μπαμπάς μου να πάει στην δουλειά του».
Έπειτα ασχολήθηκα με την τοπική οικονομία. Με την παιδική μου φίλη Λένα ανοίγαμε διάφορες επιχειρήσεις στην είσοδο των πολυκατοικιών , πουλώντας αντικείμενα που δεν χρειαζόμασταν και φτιάχνοντας κολόνιες από λουλούδια, οινόπνευμα και νερό….ας μη σχολιάσουμε το αποτέλεσμα.
Η πολιτική αυτή καριέρα συνεχίστηκε ως την Γ Λυκείου έχοντας πάντα για δεξί μου χέρι τον Σωτήρη. Μαζί παίρναμε τις εκλογές και φυσικά κερνούσαμε σοκολατάκια για την νίκη !
Είμαι 28… Το περίεργο είναι πως ακόμη θέλω να γίνει αυτή η ανάπλαση στο πάρκο, ακόμη τρέχω σε θεατρικές παραστάσεις , συμβάλω στην τοπική οικονομία καθώς διατηρώ το κατάστημά μου εδώ , ακόμη ρωτάω πως είναι η γυναίκα σας και τα παιδιά σας. Η κουμπάρα μου με αποκαλεί ‘Εβραία’ για τα εισιτήρια που ζητούσα, ακόμη με τον Σωτήρη συζητάμε για εκλογές. Οι αγροτικοί δρόμοι έχουν παραμείνει με τις ίδιες ακριβώς λακκούβες!
Στο κάθισμα ενός αυτοκινήτου συλλέξαμε τις ομορφότερες παιδικές αναμνήσεις
Γράφει ο Χρήστος Σαλαμπουκίδης
Φασαρία .. ένα παντζούρι ανοίγει απότομα και ο ψίθυρος στο αυτί ” ξύπνα μικρέ σε λίγο ξεκινάμε ” . Πάντα μου άρεσε το κυριακάτικο ξύπνημα συνήθως ήταν από τον πατέρα μου , γλυκό και διακριτικό άλλοτε, λίγο εκνευριστικό, συνήθως μου έκλεινε την μύτη μέχρι να ξυπνήσω , διαφορετικό από εκείνο το καθημερινό της μητέρας, το ” Σήκω, τέλος το χουζούρι, ετοιμάσου για σχολείο” .
Ο προορισμός δεν ήταν πάντα γνωστός. Για την ακρίβεια τις περισσότερες φορές ήταν απλά μια Κυριακάτικη βόλτα. Το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου γέμιζε από το προηγούμενο βράδυ και αποτελούσε υπόσχεση ότι την επομένη μέρα θα καταπιούμε τα χιλιόμετρα . Η όποια κούραση υπήρχε στην διαδρομή δεν έπαιζε και μεγάλο ρόλο, ούτε καν η ζάλη από τις στροφές που ίσως συναντούσαμε στεκόταν αφορμή για να χαλάσει η διάθεση , έφτανε που η απόφαση είχε παρθεί και ήμαστε ήδη έτοιμοι να ξεκινήσουμε .
Το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου άνοιγε και ο χάρτης στα χέρια της μητέρας σήμαινε την έναρξη της διαδρομής με τα όσα θα ακολουθούσαν , λίγο η μουσική , λίγο το γέλιο και η συζήτηση και μια λάθος στροφή όλο και θα αποκάλυπτε κάποια ομορφιά που δεν περιμέναμε να δούμε . Το πίσω κάθισμα ήταν το “σαλόνι” της Κυριακής . Το ριγέ άσπρο-κόκκινο καλαμάκι στο πάντα αντιπαθητικό γάλα κακάο που δεν θέλαμε να πιούμε ήταν το σήμα κατατεθέν μιας εποχής αγνότητας που πολλοί σήμερα και δη αυτή την περίοδο αναζητούμε.
Είτε οι ορεινές διαδρομές μέσα από δρόμους με στροφές που το φως έπαιζε κρυφτό ανάμεσα από τα φύλλα μέχρι να περάσει το τζάμι του αυτοκινήτου , είτε εκείνες που περνούσαν δίπλα από τη θάλασσα, ανάλογα την εξόρμηση, και εκείνη η πράσινη κασέτα στο ραδιόφωνο αρκούσαν για να περάσουμε μερικές όμορφες οικογενειακές στιγμές . Μία βόλτα γεμάτη τρέλα και ανεμελιά κάθε Κυριακάτικη βόλτα με τους γονείς .Το αυτοκίνητο σταματούσε και ανάλογα με την τοποθεσία αποκτούσε ενδιαφέρον και η παραμονή .
Πάντα ήταν ωραία, μια ορεινή βόλτα, να περπατάς μέσα σε μονοπάτια ή σε πλακόστρωτα δρομάκια από το πρώτο πάτημα στα φύλλα μέχρι και το τελευταίο, που τα πόδια πατούσαν πάλι μέσα στο αυτοκίνητο. Μαζί μας κουβαλούσαμε κι ένα-δυο κολλημένα φύλλα στο χαλάκι κι όλα ήταν μαγικά. Το ίδιο και στην θάλασσα. Πάντα η άμμος που έμπαινε μέσα στα παπούτσια γινόταν, μέχρι να πέσει το πρώτο γέλιο και να γεμίσει το αυτοκίνητο χαμόγελα, αιτία για “γκρίνια” για τα λερωμένα καθίσματα. Βρίσκαμε και καταλαβαίναμε τι θα πει ευτυχία μέσα σε εκείνο το αυτοκίνητο , με κάτι τέτοιες απλές στιγμές μάθαμε πως είναι να γελάς , να κλαις , να χαίρεσαι , να στενοχωριέσαι, αλλά κυρίως μάθαμε πως χτίζονται αναμνήσεις, με εικόνες και ήχους αυθεντικούς και πεντακάθαρους, φορτωμένους με αγάπη . Ένα “flashback” ή αλλιώς χρονικό πισωγύρισμα, σε κάνει να διερωτάσαι τι σου έχει μείνει και τι αποκόμισες από εκείνα τα κυριακάτικα πρωϊνά στο πίσω κάθισμα .
Ξαφνικά θα έρθει ένα αβίαστο χαμόγελο παρέα με το μελτέμι των αναμνήσεων. Τις κράτησε στην αποθήκη του το μυαλό, εκείνες τις καθαρές και φορτισμένες με αγνότητα εικόνες για να είναι σωσίβιο στην δύσκολη ενηλικίωση θαρρείς σανίδα σωτηρίας όταν η ζόρικη καθημερινότητα στον κόσμο τον μεγάλων θα σε τραβάει στον βούρκο της. Αναμνήσεις. Μια λέξη χιλιάδες εικόνες , αρώματα, μυρωδιές, γέλια , γρατζουνιές και συνάμα ένας υπέροχος και μοναδικός τρόπος να κρατάμε το παρελθόν για να συντηρούμε το παρόν κάνοντας όνειρα για το μέλλον και όλες μέσα σε εκείνο το αυτοκίνητο πλασμένες έτσι ώστε αποτελούν το μέσο του τώρα με το τότε.
Έπειτα όμως το αυτοκίνητο εκείνο πάλιωσε και εσύ μεγάλωσες και από το πίσω κάθισμα με οδηγό εκείνες τις αναμνήσεις είσαι στο τιμόνι ενός άλλου αυτοκινήτου. Στο τιμόνι του δικού σου αυτοκινήτου και παράλληλα στο τιμόνι της ζωής, έτοιμος να πλάσεις τις δικές σου αναμνήσεις για κάποιον που κάθεται ή ονειρεύεσαι να καθίσει στο πίσω κάθισμα. Πόσο όμορφο πράγμα είναι να είσαι ενήλικος και να θυμάσαι όλες εκείνες τις αναμνήσεις που κινηματογράφησε η ζωή σε ένα παράθυρο που έμοιαζε με καμβάς και να αναρωτιέσαι .. «αχ ζωή , που να είναι άραγε εκείνο το αυτοκίνητο , άραγε θυμάται τις αναμνήσεις που μου ζωγράφισε στη σκέψη;»