Together
Together
Together
No Result
View All Result
Home ID

Συζητώντας με τον ποιητή Γιάννη Ανδρονικίδη για το βιβλίο μπλε μαγΝήτες: μερικά χιλόπνοα μακριά από την οικειότητα (A) GLIPMSE) OF)

από Κέλλυ Γρηγοριάδου
16 Δεκεμβρίου 2025
σε ID
Share on FacebookShare on Twitter

Με αφορμή το δίγλωσσο βιβλίο μπλε μαγΝήτες: μερικά χιλιόπνοα μακριά από την οικειότητα (A) GLIMPSE) OF) συζητάμε με τον Γιάννη Ανδρονικίδη για το οικογενειακό αρχείο ως σώμα, για τη (αυτό)μετάφραση ως τρόπο επιβίωσης και για τις αποστάσεις που μετριούνται όχι σε χιλιόμετρα, αλλά σε αναπνοές.

 

Το βιβλίο βασίζεται στο οικογενειακό σου αρχείο και τις μετακινήσεις του παππού σου και της οικογένειας από την πλευρά της μητέρας σου από το 1960 μέχρι και σήμερα. Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις στη μεταγραφή των βιωμάτων σε λόγο;

Οι μπλε μαγΝήτες καταγράφουν και μεταφράζουν τις μεταναστεύσεις της οικογένειάς μου από την πλευρά της μητέρας μου, ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Τότε, ο παππούς μου φεύγει από την Ελλάδα για το Σανκτ Γκάλεν της Ελβετίας αναζητώντας δουλειά σε εργοστάσια. Λίγα χρόνια αργότερα, μετά τη γνωριμία του με τη γιαγιά μου, βρίσκονται στο Οντάριο του Καναδά, στην αγκαλιά της δικής της οικογένειας που είχε μεταναστεύσει εκεί σταδιακά ήδη από τη δεκαετία του ’50. Και έπειτα η απόφαση να επιστρέψουν με τις κόρες τους –τη μητέρα και τη θεία μου– στην Ελλάδα το 1978, που βρίσκεται στον πυρήνα του βιβλίου.

Η ίδια η αφήγηση βέβαια φτάνει μέχρι και σήμερα, ή μάλλον ξεκινάει με τη δική μου πρόσληψη των ζωών τους και των ιστοριών που υπάρχουν σε θραύσματα στο οικογενειακό αρχείο, το οποίο άρχισα να επεξεργάζομαι το 2020. Το βασικό του σώμα αποτελείται από φωτογραφίες, καρτ ποστάλ, ευχετήριες κάρτες, γράμματα, αλλά και εφήμερα, φαινομενικά ασύνδετα αντικείμενα, όπως ένας λογαριασμός και ένα ροζ χαρτί με οδηγίες πλύσης καλυμμάτων.

Μια από τις βασικές προκλήσεις ήταν να νιώσω οικεία με αυτό το αρχείο-σώμα, που κάθε φορά που μετακινούσα τα περιεχόμενά του αυτό άλλαζε. Αν και μιλάμε για ένα οικογενειακό αρχείο, η οικειότητα δεν ήταν δεδομένη. Πολύ σύντομα, καθώς προσπαθούσα να αναγνωρίσω οικεία πρόσωπα και συναισθήματα, συνειδητοποίησα πως πολλά μου ήταν εντελώς άγνωστα – τόσο σε εμένα όσο και στη μητέρα μου, στην αδερφή της ή/και στον ίδιο τον παππού μου όμως, στους οποίους απευθύνθηκα με απορία.

Θυμήθηκα έτσι πώς συγκροτούνται τα ανεπίσημα αρχεία, πώς συλλέγονται τα περιεχόμενά τους, πόσο άτακτα οργανώνονται, ιδίως όταν πρόκειται για προσωπικά ή οικογενειακά αρχεία. Και πώς το να φτιάχνεις ένα νέο αρχείο στη βάση ενός προϋπάρχοντος αλλάζει την ίδια του την υλικότητα, μαζί και εκείνη των συναισθημάτων.


κουτί/αρχείο (Κοζάνη, Δυτική Μακεδονία, Ελλάδα, 2021). All rights reserved.

Αποφάσισα, λοιπόν, να φτιάξω αυτό το νέο αρχείο για να βρω την οικειότητα.

Πρώτα όμως έπρεπε να φτιάξω έναν νέο κώδικα, μια νέα γλώσσα οικειότητας που να μην παγιδεύει τα πράγματα, να μην αναπαράγει τις ασφυκτικές αγκαλιές της (πυρηνικής) οικογένειας στις οποίες έπεφτα μάλλον συχνά μέσα στο οικογενειακό αρχείο, αλλά να τα αφήνει να ιδρώνουν, να χύνονται, να αδειάζουν: τα ποιήματα-γράμματα.

Παράλληλα, θέλησα να βρω τρόπους οι ζωές της οικογένειάς μου να (αυτο)μεταφράζονται σαν σώματα σε μόνιμη πρόβα: η αφήγηση να αναβάλλει τον θάνατο την ίδια στιγμή που η ισοπέδωση σκάει δίπλα μας και εξαπλώνεται.

Έτσι αποφάσισα η ιστορία του βιβλίου να πτυχώνεται «αναρχειακά», να καταγράφει αλλά και να προδίδει τις μετακινήσεις τους.

Υπήρχε δυνατότητα επιλογής ή αντίδρασης απέναντι στις τερματικές αποφάσεις και συνθήκες;

Μια θολή φωτογραφία που τυλίγει τον πυρήνα του βιβλίου σηματοδοτεί ένα κλείσιμο, μια ημερομηνία λήξης (εδώ, το 1978), αλλά και το τέλος μιας ζωής που κάποιο θα ήθελε να είχε ζήσει. Για αυτό και οι μπλε μαγΝήτες συχνά κλείνουν το μάτι κλέφτικα σε όσα θα μπορούσαν να είχαν γίνει αλλιώς.

Φυσικά, προκειμένου να μιλήσω για όλες αυτές τις ιστορίες, για τις επίπονες εργασίες του παππού μου στα εργοστάσια της Ελβετίας, για την καθημερινότητά τους στο Οντάριο του Καναδά δίπλα σε εκείνα τα εργοστάσια εξόρυξης νικελίου που κάπνιζαν, για τη θολή επιστροφή τους στην Ελλάδα, πέρασε πολύς καιρός. Στις πρώτες γραφές του βιβλίου το «εγώ» απουσίαζε ολοκληρωτικά. Και αυτή μάλλον ήταν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη μεταγραφή των βιωμάτων σε λόγο, όπως το θέτεις στην ερώτηση.

Ένιωθα πως, για να μιλήσω για τις ιστορίες των άλλων, έπρεπε με κάποιο τρόπο να μην υπάρχω.

Είναι σαν τη βία της αυτολογοκρισίας: οι εγγραφές συχνά βγαίνουν μέσα από τα ίδια αυτιά που τις λαμβάνουν. Αυτή η βία, στο πλαίσιο της συγγραφής, ένιωσα πως απαιτούσε μια οικεία αναγνώστρια για να τη διαχειριστώ, για να αντέξω να μιλήσω ανοιχτά για αυτή, για να μην καταλήξει μια αρχειακή επίστρωση σε ένα άβολο οικογενειακό κρεβάτι. Αυτή η οικεία αναγνώστρια, για μένα, ήταν η επιμελήτρια-εκδότρια του βιβλίου Δήμητρα Ιωάννου. Με βοήθησε ουσιαστικά να επεξεργαστώ αυτές τις αμηχανίες, τα πίσω κείμενα που «οι αλήθειες τους εξόκειλαν», όπως είχε αναφέρει η καλλιτέχνις Μαρία Σιδέρη στην παρουσίαση του βιβλίου.

 

«Ωτοπιεσόπερα» (ή Φτιάχνοντας το Τρίτο Αυτί με τη Maryanne Amacher), 2024. All rights reserved.

 

Όσα εξόκειλαν είναι που με κάνουν να επιστρέφω με τέτοια φόρα στο «εγώ» για να βρω κάτι πέρα από αυτό. Στο βιβλίο, το εγώ είναι ένα ανοιχτό υποκείμενο που παίρνει πάνω και μέσα του ένα ένα τα πρόσωπα της οικογένειας. Και έτσι αμφιταλαντεύεται, αγαπάει, ανακατεύεται, παλινδρομεί στη συγκράτηση, ξερνάει. Ψάχνει γλώσσες ανάλογης σχεσιακότητας για να μιλήσει. Στρέφεται στην (αυτο)μετάφραση, συναρμόζει ακατάστατα σύνταξη, γραμματική, στίξη. Και έτσι ανοίγεται μια νέα γλώσσα, η γλώσσα του στομαχιού στην οποία είναι γραμμένοι οι μπλε μαγΝήτες: μια γλώσσα κατανάλωσης, μεταβολισμού, αποβολής, τρυφερών και μπλαβιασμένων κοιλοτήτων.

Μοιάζει με την οικειότητα: να πάθουμε, να νιώσουμε μπλε.

 

Η δίγλωσση μορφή του βιβλίου εισάγει μια επιπλέον διάσταση στη νοηματοδότηση της μετανάστευσης. Πώς η (αυτό)μετάφραση των αρχειακών εικόνων και εμπειριών σε νέα γλωσσικά και νοηματικά σώματα επηρεάζει την πρόσληψη της θεματικής του έργου σου;

Η δίγλωσση μορφή του βιβλίου (ελληνικά/αγγλικά) ήταν μια επιλογή που έγινε, αρχικά, επειδή αυτές είναι οι γλώσσες της οικογένειάς μου από την πλευρά της μητέρας μου, ορισμένες από τις γλώσσες των τόπων όπου μετανάστευσαν, έζησαν ή/και γεννήθηκαν. Στο ποίημα-γράμμα «γλώσσα» που ανοίγει το κεφάλαιο «Εργασία(ς)» απευθύνω σκέψεις που αφορούν στη γλώσσα ως εργασία, στη γλώσσα ως ικανή να σου προσφέρει αλλά και να σου στερήσει.

Αναφέρω ήδη στην εισαγωγή του βιβλίου πως ο παππούς μου όταν ξεκίνησε το ταξίδι του προς το Widnau (βορειοανατολική Ελβετία, σύνορα με Αυστρία) ήξερε ελάχιστες λέξεις στα αγγλικά, πόσο μάλλον στα γερμανικά. Το μόνο που είχε μαζί του ήταν ένα κομμάτι χαρτί με τη διεύθυνση του σπιτιού ενός ξαδέρφου του, που είχε ήδη μεταναστεύσει στην περιοχή για να βρει δουλειά. Όταν τελικά έφτασε και τον βρήκε, χρειάστηκε να περάσουν σαράντα ημέρες για να βρει και ο ίδιος δουλειά. Ο λόγος ήταν η γλώσσα.

Το ποίημα-γράμμα ξεκινά ως εξής:

«είπαν, γλώσσα              λιγότερο ή περισσότερο                       ξένη από άλλες
είπαν,                              αυτομετάφραση αυτοκραυγή              ή αυτοστέρηση» 

(σελ. 32)

 

Στο βιβλίο, η αυτο-μετάφραση εμφανίζεται κυριολεκτικά, ως μετάφραση του κειμένου από τη μια γλώσσα στην άλλη –μια διαδικασία που έκανα παράλληλα, με την αγγλική να προηγείται σε ορισμένες διατυπώσεις σκέψεων– αλλά και μεταφορικά. Η αυτο-μετάφραση συνδέεται άμεσα με την αίσθηση του άτοπου: να προσπαθείς να ζήσεις ή να επιβιώσεις σε έναν τόπο που δεν γνωρίζεις, που σε απορρίπτει, γλωσσικά, υπαρξιακά, νομικά. Γι’ αυτό και ως πρακτική επιβίωσης αναπτύσσεται στο σύνορο: στο γεωγραφικό σύνορο που ξεγυμνώνει, καταπνίγει και σπρώχνει πίσω (πού;), αλλά και στους χώρους ανάμεσα στα φύλα και στις γλώσσες.

Ταυτόχρονα, στην ίδια τη διαδικασία της συγγραφής, η αυτο-μετάφραση, αν κάτι επιτρέπει, είναι να επιλέξεις μια λέξη που φαντάζει αμήχανη ή άτοπη – τη «λάθος» λέξη. Τουλάχιστον, έτσι βίωσα εγώ την ελευθερία της, ως έναν τρόπο να βραχυκυκλώσεις τη σιγουριά της απόδοσης. Γι’ αυτό διατήρησα στο βιβλίο και ορισμένες φράσεις του παππού μου όπου οι γλώσσες συνυπήρχαν (ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά), αλλά και άλλες φράσεις στα γερμανικά, όπως το «es ist ein Fehler aufgetreten, die angeforderte Seite ist nicht verfügbar», που συναντούσα συχνά σε ιστοσελίδες που φιλοξενούσαν τα αρχεία των εργοστασίων στα οποία εργάστηκε ο παππούς μου τη δεκαετία του ’60. Η ιστοσελίδα ενός αρχείου που δεν υπάρχει πια, μία βλάβη στη φιλοξενία που καθιστά το υλικό θολή σκιά ή φάντασμα.

Αυτή η βλάβη στη φιλοξενία είναι τελικά που μετατρέπει την αυτο-μετάφραση από τεχνική γραφής σε πρακτική επιβίωσης.

Εκεί όπου η αντοχή εξαντλείται, όπου η ζωή γίνεται ανυπόφορη.

Ο τίτλος «μπλε μαγΝήτες» φαίνεται να συνδέεται τόσο με εργαλεία βιομηχανίας όσο και με μια πιο αφαιρετική ιδέα της έλξης και της απόστασης. Αντίστοιχα, η επινόηση της μονάδας «χιλιόπνοα». Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή και πώς σχετίζεται με την εμπειρία της εργασίας στις χώρες όπου έζησε η οικογένειά σου;

Κατέληξα στον τίτλο έπειτα από μια αναφορά του παππού μου στην εγκατάσταση μαγνητών σε ένα από τα εργοστάσια στο Οντάριο του Καναδά. Ορισμένοι από αυτούς τους μαγνήτες, που φιλτράρουν τα υπολείμματα των εργοστασιακών διαδικασιών, έχουν χρώμα μπλε, αλλά ίσως μπορούμε να επανέλθουμε στο χρώμα αργότερα.

Οι μαγνήτες και ο μαγνητισμός βρέθηκαν έτσι στο επίκεντρο του βιβλίου, ξεκινώντας από αυτή τη «βιομηχανική» αφορμή που στην επέκτασή της ίσως φαντάζει αφαιρετική αλλά γίνεται μάλλον κυριολεκτική και σωματική: αρχικά, αν λάβουμε υπόψη τον διασκορπισμό της οικογένειας, την επίμονη επαναφορά στη μνήμη του τόπου που είχαν αφήσει, αλλά και την ίδια την επιθυμία, στη βάση όλων, να συνυπάρχεις με όσα αγαπάς.

Αυτή εδώ αναστέλλεται.

Τονίζω τη σωματική διάσταση και για έναν ακόμη λόγο όμως: σε αρκετές από τις φωτογραφίες του αρχείου που τραβήχτηκαν στο Οντάριο, στο βάθος ή ακριβώς δίπλα τους διακρίνονται εργοστασιακά φουγάρα. Αυτή η εγγύτητα των φουγάρων εγγράφηκε με βία στα σώματά τους, αν αναλογιστεί κανείς τις περιβαλλοντικές και αναπνευστικές συνθήκες που επέβαλε.

Όλα αυτά με οδήγησαν να ψάχνω με επιμονή απτά εργαλεία με τα οποία να μπορώ να επεξεργαστώ, να εκθέσω, αλλά και να ανατρέψω, τουλάχιστον στο πλαίσιο του βιβλίου όπου είχα αυτή τη δυνατότητα, τις συγκεκριμένες συνθήκες.

Ένα από τα βασικά εργαλεία σε αυτή την προσπάθεια έγινε το διαστημόμετρο ή παχύμετρο, το οποίο συναντά κανείς στη φωτογραφία με την οποία ανοίγει το βιβλίο και σε εκείνη με την οποία κλείνει (στον πυρήνα όπου συναντιούνται οι γλώσσες). Είναι ένα όργανο ακριβείας που ο παππούς μου έχει διατηρήσει ανέπαφο από τη δεκαετία του ’60. Σε μία από τις συζητήσεις μας το ανέσυρε από ένα κουτί και έφερε να μου το δείξει. Για ένα διάστημα το κράτησα εγώ.

 

παχύμετρο/διαστημόμετρο (αρχικά: Widnau, Σανκτ Γκάλεν, Ελβετία, ca. 1962). All rights reserved.

 

Και είναι η ακριβής μέτρηση των «χιλιοστών του χιλιοστού», όπως επαναλάμβανε ο παππούς μου για το διαστημόμετρο, που με έκανε να σκεφτώ τα «χιλιόπνοα», μια επινοημένη μονάδα μέτρησης της απόστασης. Θέλησα να λειτουργούν σαν ένα παραλλαγμένο διαστημόμετρο με μόνη διαφορά ότι αυτό το εργαλείο θα είναι ανακριβές και γεμάτο αποκλίσεις –σαν τις αποστάσεις μέσα στο ίδιο το αρχείο, μέσα στην οικογένεια. Έτσι τα μικρά και μεγάλα σαγόνια τους καταγράφουν τις αλλαγές στην ένταση της εγγύτητας, τις μαγνητικές βλάβες, αλλά και τις απώλειες που δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν.

Πέρα από αυτά όμως, στο βιβλίο θα συναντήσει κανείς πολλά άλλα εργαλεία. Ορισμένα κατονομάζονται και άλλα υπονοούνται. Όλα όμως αφορούν τους χώρους εργασίας που πέρασαν από τα χέρια τους –τα εργοστάσια, τα εστιατόρια, τα χωράφια– και συνδέονται με αυτή την ανακριβή μονάδα, φανερώνοντας, νομίζω, τους τρόπους με τους οποίους η εργασία αφήνει τα ίχνη της στο σώμα, στο στομάχι, στα πνευμόνια, στη γλώσσα.

Αντίστοιχα, η εμπειρία της εργασίας διέφερε από τόπο σε τόπο: στην Ελβετία, ο παππούς μου θυμάται τα χέρια του να γδέρνονται· τα πόδια της γιαγιάς μου, πριν ακόμη πιάσει δουλειά στα εστιατόρια του Καναδά, πατούσαν ξυπόλυτα καρφιά – κι εκεί μετά κόβονταν.

Αλλά τα εργαλεία που κρατούσε ο παππούς μου αργότερα στην Ελλάδα για να σκαλίζει ξύλινα αντικείμενα ήταν ένα με τα χέρια του – όπως και τα χέρια της γιαγιάς μου που φρόντιζαν τα χωράφια με τα καλαμπόκια και την αυλή με την κερασιά και τις ντάλιες.

 

Στο βιβλίο δίνεις ιδιαίτερη έμφαση στον ήχο και χρησιμοποιείς διάφορα εργαλεία για την οπτικοποίηση των ήχων των αρχειακών εικόνων, όπως το φασματογράφημα. Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα και πώς συνδέεται με την προσπάθεια αποτύπωσης της μνήμης;

Η ιδέα να δοθεί έμφαση στον ήχο ήταν καθοριστική για την ίδια τη διάδραση με το αρχείο. Ήδη από την αρχή, σε μια προσπάθεια να αποφύγω την τυπική καταγραφή του αρχειακού υλικού σε μορφή κειμένου (εν είδει αποδελτίωσης), αναρωτήθηκα αν όλες αυτές οι φωτογραφίες, τα αρχειακά αντικείμενα, παράγουν ήχο.

Έτυχε την ίδια περίοδο να μελετάω το έργο της Αμερικανίδας συνθέτριας και καλλιτέχνιδας Maryanne Amacher, της οποίας η πρακτική γύρω από το πώς τα αυτιά έχουν τη δυνατότητα να παράγουν ήχους ως απόκριση σε συγκεκριμένα ακουστικά ερεθίσματα, και όχι μόνο να λαμβάνουν, μου έδωσε μια βάση πάνω στην οποία να φανταστώ τους ήχους του αρχείου.

Ξεκίνησα, λοιπόν, ηχογραφώντας συζητήσεις με τον παππού μου αλλά και με τη μητέρα και τη θεία μου, και κρατώντας σημειώσεις από ένα τηλεφώνημα της μητέρας μου στις θείες μου στον Καναδά (τις αδερφές της γιαγιάς μου που ζουν ακόμη), στο οποίο με κάποιο τρόπο δοκιμάζαμε την εστίαση στις ερωτήσεις που παρέμεναν θολές: πόσο πίσω μπορούμε να φτάσουμε, πώς ξεκίνησαν όλα, γιατί ο Καναδάς, ποιες οι ασχολίες, τα όνειρά τους, τι θυμόμαστε και ποια στοιχεία συμπληρώνει το μυαλό μας αυτή τη στιγμή που μιλάμε, πώς λειτουργεί η μνήμη, γιατί όλες αυτές οι ιστορίες, όλα αυτά τα στοιχεία έχουν σημασία;

 

Σ.Ζ., μεταγραφή τηλεφωνήματος (2023). All rights reserved.

 

Η απομαγνητοφώνηση των ηχογραφήσεων με τον τρόπο που εμφανίζεται στην εικόνα αυτή αποτελεί μάλλον την πρώτη δοκιμή οπτικοποίησης των ήχων. Στη διαδικασία αυτή ιδιαίτερο ενδιαφέρον απέκτησε για εμένα η στίξη που ορίζει τους τρόπους μετάδοσης των ιστοριών. Παρατήρησα πως όσο πιο συχνά πείραζα την ταχύτητα στις ηχογραφήσεις, τόσο περισσότερο διαταρασσόταν η συμβατική στίξη στις σημειώσεις μου. Αποφάσισα να σταθώ σε αυτό, δηλαδή με κάποιο τρόπο να βρω τα σημεία στίξης που ορίζουν τη μετάδοση των ιστοριών με ανάσες – ή και χωρίς ανάσα σε πολλές περιπτώσεις. Κι αυτό ήθελα με κάποιο τρόπο να αποδοθεί και στα φάσματα των εικόνων:

να ανοίξει ο ήχος σε τομές.

Μετέτρεψα, λοιπόν, αρχικά τις σκαναρισμένες εικόνες σε ήχο. Στη μετάφραση των πίξελ σε ηχητικά σήματα, οι εικόνες παρήγαγαν έναν πολύ υψηλό τόνο – τόσο υψηλό που καθιστούσε την ακρόασή τους ενοχλητική. Στη συνέχεια, τις οπτικοποίησα ως φασματογραφήματα και αποφάσισα να διατηρήσω τη θολότητα που έκανε τις αρχικές εικόνες να αιωρούνται ανάμεσα στο βάθος και την επιφάνεια σαν αρχειακά φά(ντά)σματα.

 

Deluxe restaurant—Inco smokestack (Σάντμπερι/Copper Cliff, Οντάριο, Καναδάς, ca. 1980). All rights reserved.

 

Έτσι, η αποτύπωση της μνήμης παραμένει θολή και αυτό βασικά γιατί οι ίδιες οι ιστορίες, τα οικογενειακά μυστικά, μεταδόθηκαν σε εμένα με μεγάλη θολότητα· κάτι που από το οπτικό πεδίο νιώθω πως μεταφέρεται εύκολα στους ηχητικούς τόνους της αφήγησης, στην ένταση ή τη σίγαση της φωνής.

Σε αυτήν ακριβώς τη θολούρα απαντούν οι ηχητικές εικόνες που υπάρχουν στο βιβλίο, ή μάλλον σε όσα επιμένουν να κρατάνε τα γυαλιά μας βρώμικα.

Ένα “entre-genre” mixtape σε συνεργασία με τον Lefen (Βαγγέλης Γκουντώνης) που πατά και προεκτείνει σ/τη βάση των μπλε μαγΝητών.

 

 

Ο όρος «μπλε μαγνητισμός» από τον 19ο αιώνα έχει πλέον ξεχαστεί. Πώς η έννοια της λήθης και της ανάκτησης ξεχασμένων όρων ή βιωμάτων ενσωματώνεται στο έργο σου;

Με την αναφορά του παππού μου στους μαγνήτες του εργοστασίου στο Οντάριο, το μυαλό μου γυρνούσε αρχικά στα μαγνητάκια με τους δύο πόλους, μπλε και κόκκινο· στις βελόνες στις πυξίδες, πώς άλλαζαν θέσεις, πώς να κρατήσεις το χέρι σταθερό για να κάτσει η βελόνα, γιατί να αποκλίνει συνέχεια, μήπως να σαλιώσω το δάχτυλό μου για να εντοπίσω τη φορά του αέρα και πού βρίσκομαι;

Στη συνέχεια, ένιωσα την ανάγκη να αναζητήσω τον μπλε μαγνητισμό: αρχικά, να μάθω αν ο όρος απαντάται, και αν ναι, τι ακριβώς αποδίδει. Η αναζήτηση με έβγαλε σε ένα Ηλεκτρικό Λεξικό [Electrical Dictionary, 1893], μια συλλογή όρων για ηλεκτρολόγους μηχανικούς, και από εκεί σε άλλα λεξικά. Σταδιακά, κατάλαβα πως το «μπλε» στον μπλε μαγνητισμό δεν είχε κάποια ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη διάσταση – μάλλον το χρώμα επιλέχθηκε αυθαίρετα, ή για εκπαιδευτικούς σκοπούς, για να διαχωρίζουμε ευκολότερα τα σημεία του ορίζοντα.

Αποφάσισα να πιαστώ από την ανοιχτότητα, την αυθαιρεσία του όρου αυτού, ανακτώντας ορισμένα στοιχεία του, και φτιάχοντας έτσι ένα νέο αρχείο.

Στον όρο βέβαια προηγείται το μπλε, ένα χρώμα στο οποίο αποφάσισα να σταθώ, μιας και πολλές διαστάσεις (αν)οικειότητας έχουν συνδεθεί μαζί του: την ίδια στιγμή που η θέα του σε παρηγορεί, ξεχειλίζει απειλητικά και σε διαλύει. Στράφηκα στη Maggie Nelson, τον Derek Jarman, τη Nicole Brossard, την Carol Mavor. Αλλά το μπλε τρυπώνει και αλλού, σχεδόν παντού. Στην εκδοχή του Ce Soir του Tino Rossi από τον The Caretaker (Tonight, all seems blue and dark) που άκουγα μανιακά όσο έγραφα το ποίημα-γράμμα «Ωτοπιεσόπερες», στις απαλές αρχιτεκτονικές της Lisa Robertson[1], αλλά και στις μελανιές που μπλαβίζουν σ/τα σώματα.

Αυτό που υπονοώ εδώ είναι πως το μπλε συχνά αυτόματα συνδέεται με τη μνήμη, τη μελαγχολία, και ίσως έτσι, στη μετάφρασή του, να είναι νοσταλγικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι αθώο. Αρχικά γιατί η νοσταλγία δεν είναι μια αθώα πράξη. Όσο και αν η αναπόληση μας βοηθά να πλάθουμε το υλικό που έχουμε στα χέρια μας αλλιώς, και έτσι να ζούμε.

 

Οι μετακινήσεις της οικογένειάς σου μεταξύ Ελλάδας, Ελβετίας και Καναδά διαμορφώνουν ένα συνεχές ταξίδι διαπραγμάτευσης της ταυτότητας; Νιώθεις ότι και η δική σου ταυτότητα έχει επηρεαστεί από αυτές τις μετακινήσεις;

Νιώθω πως οι μετακινήσεις της οικογένειάς μου έχουν επηρεάσει καθοριστικά τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι και αντιμετωπίζω τα πράγματα. Μάλλον, κάτι αντίστοιχο έψαχνα να βρω και στις επίπονες εργασίες που έκαναν.

Καθώς έγραφα, φοβόμουν μήπως προσέδιδα μια φετιχιστική αύρα στις ιστορίες, τις μετακινήσεις, τις ίδιες τις εργασίες τους. Σταδιακά, όμως, αντιλήφθηκα πως μέσα από αυτές έβλεπα με μεγαλύτερη διαύγεια τη δική μου διαδικασία διαπραγμάτευσης της ταυτότητας. Δεν ήθελα τα πράγματα να είναι παγιωμένα. Ήθελα να αφεθώ στην αυτο-μετάφραση, να δοκιμάσω τα ενδεχόμενα να είμαι κάποιο άλλο – ένα απόστροφο υποκείμενο.

Έτσι θα μπορούσα να εκθέσω και τις δικές μου επίπονες δι-εργασίες, επιλέγοντας τη συγγένεια.

Μεγάλωσα σε ένα δίγλωσσο περιβάλλον, με τον Καναδά σαν έναν φαντασιακό τόπο. Μάθαινα για αυτόν μέσα από γράμματα και ευχετήριες κάρτες, από φωτογραφίες, δέματα με γλυκά (rice krispies, marshmallows) και τις καλοκαιρινές επισκέψεις των συγγενών. Στο παιδικό μυαλό μου, όλα αυτά είχαν μια μαγική χροιά. Υπάρχουν, όμως, και όσα ακούει κανείς κατά λάθος, όσα κρυφακούμε, όσα πιάνουμε ανάμεσα στα φωνήεντα που σκίζονται απ’ τα δόντια και τις εμπλοκές γλώσσα-με-σύμφωνα. Ανάμεσά τους, ο σωματικός και ψυχικός πόνος. Και τα οικογενειακά μυστικά, που συχνά μεταδίδονται σώμα-με-σώμα. «Τα χέρια μας αγγίζονται συμπτωματικά» (σελ. 26). Η επαφή. Το άγγιγμα.

Συζητώντας ένα βράδυ με τον Franck-Lee Alli-Tis aka V Stylianidou για τους μπλε μαγΝήτες και όσα μας αγγίζουν, μου θύμισε ένα κείμενο της φυσικού και θεωρητικού Karen Barad. Στο «On Touching— the Inhuman That Therefore I Am» επισημαίνει κάτι που ίσως προκαλεί εντύπωση: σε φυσικό επίπεδο, τα χέρια μας δεν αγγίζονται ποτέ.[2] Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως επαφή είναι στην πραγματικότητα η ηλεκτρομαγνητική άπωση μεταξύ των ηλεκτρονίων των ατόμων που συγκροτούν τα δάχτυλά μας και εκείνων που συγκροτούν το αντικείμενο, ή το σώμα, που αγγίζουμε. Τα ηλεκτρόνια, έχοντας το ίδιο αρνητικό φορτίο, απωθούνται μεταξύ τους, σαν μικροί μαγνήτες. Με άλλα λόγια, η αίσθηση της αφής είναι μια ψευδαίσθηση, ένα παράγωγο της ηλεκτρομαγνητικής δύναμης, και όχι μια άμεση επαφή με το άλλο.[3]

Αυτή η ψευδαίσθηση του αγγίγματος διατρέχει, για μένα, τη συνεχή διαπραγμάτευση της ταυτότητας – ένας χώρος που τον δοκιμάζουμε και μας δοκιμάζει, ένας χώρος που μοιάζει οικείος.

 

Πιστεύεις ότι η μνήμη ενός τόπου λειτουργεί σαν ένας «μαγνήτης» που έλκει πίσω όσους έχουν φύγει;

Νιώθω πως η μνήμη ενός τόπου, την ίδια στιγμή που μας έλκει, μας απωθεί – την ίδια στιγμή, εμάς και όσες, όσους και όσα έχουν φύγει.

Αγαπάμε έναν τόπο που πλέον είναι φτιαγμένος με άλλα υλικά και εργαλεία. Μας ξαφνιάζει που όταν τον επισκεπτόμαστε δεν είναι ακριβώς όπως τον θυμόμασταν. Αλλά, όσο κι αν θέλουμε οι κινούμενες εικόνες στις παλιές βιντεοκασέτες, που κρατούν κομμάτια του, να είναι απτές και να μας επιβεβαιώνουν, τόσο εκείνες καίγονται, λιώνουν, σαπίζουν.

Νιώθω τελικά πως ανάμεσα σε αυτά που μας απωθούν, και άρα (παραδόξως ή μη) μας έλκουν, είναι ίσως η αποδιοργάνωση, η ματαίωση όσων νομίζουμε πως ξέρουμε για αυτόν τον «τόπο». Και εκείνα τα βρώμικα γυαλιά.

Τι επιβιώνει τελικά στη μνήμη μας;

Και τι σβήνεται από τη μνήμη αλλά και από τον ίδιο τον τόπο όσο εμείς θυμόμαστε και ξεχνάμε;

 

Προσωπικά, στη διαδικασία της συγγραφής, αφέθηκα στην έλξη για αυτή την αποδιοργάνωση, τουλάχιστον στην παροδική της διάσταση και όχι στον εγκλωβισμό, στην ασφυξία που ενέχει. Τώρα κάπως κατανοώ πως αυτό μου επέτρεψε να συνθέσω κάτι καινούριο στους μπλε μαγΝήτες – μέσα από την επεξεργασία αλλά και την απόρριψη όσων νόμιζα πως ήξερα για την οικειότητα. Αυτό εννοώ με τη λέξη ματαίωση. Αυτό είναι που λειτουργεί σαν μαγνήτης: αποτυγχάνω αλλά επιμένω στην επανάληψη και τη διαφοροποίηση της συγγένειας. Το αγκάλιασμα νομίζω το παραδίδει αυτό εύστοχα και ενσώματα: την ίδια στιγμή που νιώθω πως μπορώ να λιποθυμήσω στην αγκαλιά σου, νιώθω πως πνίγομαι.

«Τι σου συμβαίνει;» ρωτούσε η Μαρία Σιδέρη στην παρουσίαση του βιβλίου.

Ίσως μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά, αλλιώς, τα μαγνητικά φίλτρα των εργοστασίων στα οποία γυρνούσε το μυαλό του παππού μου· να αναπροσανατολίσουμε τη ζωή με νέα υλικά, σώματα που δοκιμάζουν, επιθυμούν, κουράζονται, ιδρώνουν, αγανακτούν, αγαπάνε («αλλά μπορώ να σε αγαπήσω ξανά», νομίζω).

 

Σ.Ζ. με Μ.Ζ., κερασιά (Χρυσαυγή, Δυτική Μακεδονία, Ελλάδα, ca. 2007). All rights reserved.

 

Μάλλον, κάτι αφήνουμε πίσω.

Ίσως, όσα αφήνουμε πίσω είναι όσα φτιάχνουμε τώρα.

Αλλά τι θέλουμε να αφήσουμε πίσω;

Λίγο πριν ανέφερα πως ορισμένες από τις ιστορίες του βιβλίου μεταδόθηκαν εξαρχής θολές, τόσο που οι ηχητικές εικόνες δεν θα μπορούσαν παρά να είναι φά(ντά)σματα. Το βιβλίο όμως κλείνει με μια άρνηση, δανεισμένη από την ποιήτρια Ana Cristina César: «κράτα το μυστικό, αυτή την έκκριση. Όχι,»

Τα μυστικά είναι εκκρίσεις που δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε για πάντα. Πολλές φορές ανεπαίσθητα σκάνε και χύνουν τα στομάχια τους. Και άλλες φορές είμαστε εμείς που επιλέγουμε να ανοίξουμε τα στομάχια τους διάπλατα και να φτιάξουμε αυτή τη νέα γλώσσα οικειότητας.

Γιατί η μνήμη ενός τόπου –ενός σπιτιού, ενός δωματίου, ενός αρχείου– λειτουργεί σαν μαγνήτης. Το άκουσμα μιας ηχογραφημένης φωνής που είχες ξεχάσει, η ανάμνηση του να αγγίζεις τις ραβδώσεις στα νύχια ενός αγαπημένου σου προσώπου πριν αποκοιμηθείς λειτουργούν σαν μαγνήτης. Και η ίδια η επανάληψη λειτουργεί σαν μαγνήτης.

Αλλά αυτά που μαγνητίζει η μνήμη ενός «τόπου» είναι όσα αφήνουμε πίσω. Και όσα αφήνουμε πίσω είναι νεκρό δέρμα. Με κάποιο στενά οικείο τρόπο όμως, το νεκρό δέρμα που αφήνουμε πίσω μας γίνεται η γλώσσα που μοιραζόμαστε:

«Να γελάς μέχρι δακρύων, να πενθείς σιωπηλά, να χρησιμοποιείς τη γλώσσα σαν υλικό για να υπάρξεις πέρα από τον κανόνα.»[4]

 

Το δίγλωσσο βιβλίο μπλε μαγΝήτες: μερικά χιλιόπνοα μακριά από την οικειότητα κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις A) GLIMPSE) OF). Είναι διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία Πολιτεία, Κομπραί, Αμόνι, μίνι-μάρκετ Βαλτετσίου (Αθήνα), στις Ακυβέρνητες Πολιτείες (Θεσσαλονίκη), ενώ για αντίτυπα μπορείτε να επικοινωνήσετε και μέσω email στο info@aglimpseof.net.

 

 

 

 

 

 

[1] Η Lisa Robertson στο Occasional Work and Seven Walks from the Office of Soft Architecture γράφει: «It can appear as though colour, like an army, is made from memory and fear and lust» (σελ. 144).

[2] Karen Barad, “On Touching— The Inhuman That Therefore I Am,” differences 23, no. 3 (2012), 209.

[3] Ibid.

[4] Δήμητρα Ιωάννου, μιλώντας για το βιβλίο στην παρουσίαση στο Βιβλιοπωλείο Κομπραί, 13.12.24.

Tags: sliderΈνα “entre-genre” mixtape σε συνεργασία με τον Lefen (Βαγγέλης Γκουντώνης) που πατά και προεκτείνει σ/τη βάση των μπλε μαγΝητών.Συζητώντας με τον ποιητή Γιάννη Ανδρονικίδη για το βιβλίο μπλε μαγΝήτες: μερικά χιλόπνοα μακριά από την οικειότητα (A) GLIPMSE) OF)

Κέλλυ Γρηγοριάδου

Εκδότρια του Together Free Press και του Togethermag.gr Θα την βρείτε ανάμεσα σε γραμμές, λέξεις, κόλλες, σημειώσεις, σβήστρες, μολύβια και καλώδια. Καταναλώνει εικόνες, αισθητική, περιεχόμενο και μηνύματα. Ασχολείται σοβαρά και ανθρωπολογικά με τα ποπ σημεία των καιρών Είναι μια φανατική του Τοgether που δημιουργεί το περιεχόμενό του. Με αυτήν την σειρά. Αγαπάει τον σκύλο της, τις ταινίες του Tim Burton και μπορεί να ακούσει Dead Kennedys και Nouvelle Vague ταυτόχρονα. Ξεκίνησε έχοντας στο μυαλό της πως θα ενθουσιαζόταν αν μπορούσε να κάνει τους συνανθρώπους της να ενθουσιαστούν με πράγματα που την ενθουσιάζουν.

Related Posts

ID

ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης: Ανακοίνωση Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού Χειμερινής Περιόδου 2025-2026 

30 Οκτωβρίου 2025
ID

Το πένθος της περιγεννητικής απώλειας

27 Ιουνίου 2025
ID

Διαγωνισμός καινοτομίας #ECOTOURS

15 Απριλίου 2025

Highlights

ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης: Ανακοίνωση Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού Χειμερινής Περιόδου 2025-2026 

Προτεραιότητες μετάβασης και βιώσιμη ενέργεια

Η Ευρώπη στο Στρασβούργο: Όλα όσα θα ακούσουμε στη φετινή Ομιλία για την Κατάσταση της Ένωσης

Eπιστολή του Τμήματος Επικοινωνίας και Ψηφιακών Μέσων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας με αφορμή τις δηλώσεις της Υπουργού Παιδείας κ. Σοφίας Ζαχαράκη

Παράταση προκήρυξης του ΔΠΜΣ “Επικοινωνία του Αθλητισμού” (MSc in Sports Communication)

Νεανικές πρωτοβουλίες στην ενεργειακή μετάβαση:Από το περιθώριο στο προσκήνιο;

Connect with TOGETHER

Advertising

Contact us

info@togethermag.gr
ad@togethermag.gr
24610 25600
ΑΡΧΕΛΑΟΥ 25
ΚΟΖΑΝΗ

Mailing list

Subscribe to the Τοgether newsletter

Get the day on Together straight to your inbox

Together n. 67

Together n. 67

© 2018 Together Magazine - Powered & Developed by webable.gr

No Result
View All Result
  • News Feed
    • Κοινωνία
    • Οικονομία
    • Πολιτική
    • Επιστήμη – Tech
    • Κόσμος
    • Υγεία
    • Animals
    • Περιβάλλον
  • Life & Culture
    • Μουσική
    • Βιβλίο
    • Σινεμά
    • Θέατρο
    • Φωτογραφία
    • Εικαστικά
    • Design
    • Σειρές
    • Travel
    • Wellbeing
    • Fashion
    • Γαστρονομία
    • Picks
  • ID
    • To Ερωτηματολόγιο του Προυστ
    • Togethergram
    • Togetherωτήσεις
    • Πρόσωπα
  • #opinions
  • Μανταλάκι
  • Διαφήμιση

© 2019 Together Magazine - Powered & Developed by webable.gr