Γράφει ο Κώστας Διδίλης
Τότε που τα κλειδιά ήταν από την έξω πλευρά της πόρτας του σπιτιού. Τότε που τα παράθυρα ήταν ανοιχτά για να μπει μέσα ο ήλιος κι ο Θεός.
Τότε που οι άνθρωποι μοιράζονταν τη χαρά, τη λύπη, την πείνα, τον καημό και τ’ όνειρο.
Περιμέναμε να γεννηθούμε απ’ το χέρι μιας μαμής σε μια γωνιά στο σπίτι μας χωρίς πάνες, μακριά από μαιευτικές κλινικές και νοσοκομεία με δυο τρία γλυκά στο προσκεφάλι μας για να κεραστούν οι μοίρες που θα ερχόταν να μας μοιράνουν.
Είμαστε η γενιά της ανέχειας και της πείνας. Δεν μας ένοιαζε όμως. Μεγαλώσαμε με ζάχαρη και νερό πάνω στο ψωμί αντί για μερέντα. Ζήσαμε στην εποχή που οι φούστες των γυναικών όλο και κόνταιναν και τα μαλλιά των αγοριών όλο και μάκραιναν.
Δεν είχαμε αυτοκίνητο, δεν κάναμε διακοπές, δεν είχαμε ψυγείο. Η μάνα μας μαγείρευε στην γκαζιέρα και αργότερα στο πετρογκάζ.
Είμαστε η γενιά που έκανε νηστεία όλη την εβδομάδα μέχρι να φτάσει η Κυριακή για να πάμε εκκλησία να κοινωνήσουμε και έπειτα το μεσημέρι στο κατηχητικό σχολειό, απέναντι απο τον Αϊ Νικόλα.
Περιμέναμε το Σαββάτο την μάνα μας να βάλει τ’ κοπάνα μέσα στο δωμάτιο και να ζεστάνει το νερό στο γκιούμι πάνω στη σόμπα που έκαιγε για να μας πλύνει με πράσινο σαπούνι.
Είμαστε η γενιά που κουβαλούσε ψείρες στο κεφάλι και η μάνα μας τις έδιωχνε πάντα με ζεστό ξίδι. Δεν αρρωσταίναμε πολύ αλλά αν τύχαινε να αρρωστήσουμε η μάνα και η γιαγιά, μας έφτιαχναν λίγο φιδέ, μας έριχναν κάνα δυο βεντούζες και μας διάβαζαν κανένα παραμυθάκι για να αποκοιμηθούμε.
Είμαστε η γενιά που πέρασε ανεμοβλογιά, ιλαρά και μαγουλάδες ενώ όσοι δεν αρρώσταιναν τους έπαιρναν οι μανάδες τους και τους πήγαιναν σε παιδιά που τις περνούσαν για να κολλήσουν.
Είμαστε η γενιά της Disco, της παρέας, της γειτονιάς, της καντάδας, των τζουκ μποξ, του ραδιοφώνου, των πάρτι, της ρομάντζας, του γιορτάσιου, του καθαρού ουρανού. Είμαστε η γενιά που έτρωγε σάμαλι ή κορνέ και έπινε νερό από το λάστιχο.
Είμαστε η γενιά του γηπέδου και των αθλημάτων. Η γενιά που φορούσε στενά παντελόνια, μεσάτα σακάκια, γραβάτες φαρδιές με σχέδια και ρίγες, καρό ή λουλουδάτα πουκάμισα, ζιβάγκο πουλόβερ με χοντρή πλέξη και παντελόνια καμπάνα.
Είμαστε η γενιά που οι γονείς μας, μας στόλιζαν με ωραία επιφωνήματα περιφρόνησης.
Γκαβαμένου, ξιαστουγμένου, άχρηστου βεράγκου και ορζουζ’κου και όταν πήγαιναν να ρωτήσουν τον δάσκαλο στο σχολείο πως πάμε στα γράμματα, του έλεγαν:
-Βάρα δάσκαλε, βάρα και μη φοβάσαι τίποτα.
Αυτό ήταν το παιδαγωγικό «Μοντεσσοριανό σύστημα» της εποχής. Κλωτσιές και γερά χτυπήματα με τ ΄βέργα στα χέρια. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι κάποιου δασκάλου, να μας σηκώνει απο τη φαβορίτα, να μας τραβάει τα αυτιά ή να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα. Σπουδαίος εκπρόσωπος αυτού του συστήματος ήταν ο δάσκαλος απ’ το έκτο σχολείο ου Λιάκους. Οι δάσκαλοι μας ήταν επιβλητικοί και σοβαροί. Δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ το γέλιο από κανέναν έκτος από τον Λαμπρέτσα Ηλία και την Αναστασία Δάλλα που ήμουν τυχερός, που τους είχα δασκάλους.
Είμαστε η γενιά που όταν τέλειωνε η σχολική χρονιά κάναμε γυμναστικές επιδείξεις, ανεβάζαμε θεατρικά και μετατρέπαμε την λήξη του σχολικού έτους σε γιορτή.
Τότε οι γονείς μας ήταν διαφορετικοί. Πρώτα ήθελαν σωστούς ανθρώπους και μετά μορφωμένους. Είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στο δάσκαλο, στο σχολείο και στο σύστημα, χωρίς να ανησυχούν ιδιαίτερα για την επαγγελματική μας αποκατάσταση. Για τα κορίτσια τότε έλεγαν: «Να μάθ’ν να διαβάζ’ν να γράφ’ν για να μην είναι μούτες και να παντρευτούν. (μούτα =αυτή που δεν μιλά)
Τότε σπούδαζες αν έπαιρνες τα γράμματα όπως έλεγε και ο λαός. Αν δεν τα έπαιρνες μάθαινες μια τέχνη. Αν σπουδάζαμε κιόλας… Ε! τότε καμάρωναν και έλεγαν «Ο γιός μ’ και η κόρη μ’ είναι γραμματιζούμεν’οι»
Είμαστε η γενιά που πηγαίναμε ο καθένας από ένα ξύλο στο σχολειό για να ζεσταθούμε. Τότε που το σχολείο ήταν η μοναδική πηγή γνώσης… Μαθαίναμε για τον κόσμο μόνο μέσα από εικόνες και για να κατανοήσουμε καλύτερα τους άγνωστους τόπους έπρεπε να φτιάξουμε χάρτες πολιτικούς και γεωφυσικούς. Ώρες μας έπαιρνε να ζωγραφίσουμε τα βουνά, τις πεδιάδες και τα ποτάμια.
Τότε οι γονείς μας δεν ήξεραν πως να μας βοηθήσουν έτσι απαραίτητο βοήθημα ήταν η εγκυκλοπαίδεια. Σίγουρα υπάρχει ακόμα σε μερικά σπίτια. Ψάχναμε τη γνώση στη «Δομή», την «Υδρεία», τον «Ελευθερουδάκη» και για να τις αγοράσουν οι γονείς μας έδιναν μια περιουσία που τις πλήρωναν με δόσεις κάθε μήνα.
Είμαστε η γένια που πουλούσε κουλούρια για τις ανάγκες του σχολείου. Τα πουλούσαμε όλα και στο τέλος μοιραζόμασταν το σουσάμι που έμενε στο κάτω μέρος στο κασελάκι.
Είμαστε η γενιά που γλείφαμε το χειμώνα τα «σιουτζιούκια» που δημιουργούνταν και κρέμουνταν απ’ στ’ς αστρέχις. (σιουτζιούκια=σταλακτίτες πάγου-αστρέχις= τα σημερινά λούκια)
Σκαρφαλώναμε σαν τις μαϊμούδες στα ξένα δέντρα για να κλέψουμε με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστούμε για λίγα τζέρτζιλα, γκόρτσα, κυδώνια, καλίγκες και κεράσια.(τζέρτζιλα= βερίκοκα γκόρτσα=αχλάδια καλίγκες=ρόδια)
Όταν έβγαιναν τα «γλύκα», που ήταν ένας καρπός μικρός μαύρος στρογγυλός με γλυκιά γεύση από δέντρα που ευδοκιμούσαν μόνα τους στα χωράφια, ανεβαίναμε και μαζεύαμε τον καρπό για να τον έχουμε σαν πασατέμπο όταν πηγαίναμε να δούμε τις αγαπημένες μας ταινίες, Μασίστα, Ταρζάν και Ζορό που παιζόταν στους κινηματογράφους «Άστρον», «Τιτάνια», «Ολύμπιον» , «Ηρώ», και αργότερα «Φίλιππος».
Είμαστε η γενιά που το χαρτζιλίκι ήταν πιντάρις, δικάρις κι πιντούλια κι τσ’ Κυριακές καμιά δραχμή άιντε και κανένα δίφραγκο.
Ακόμη θυμάμαι τις πρώτες γκοφρέτες που είχαν εσωτερικά χαρτάκια με τις φορεσιές και σημαίες των χωρών του. Θυμάμαι το γλειφιτζούρι κοκοράκι, το μαλλί της γριάς, τις καραμέλες φλόκες, το ταμ-ταμ (ένα αναψυκτικό σαν την κόκα κόλα αλλά πιο γλυκό ), τον άσπρο χαλβά που σκληρός σαν πέτρα. Θυμάμαι τη γεύση απο το καλαμπόκι και τα κάστανα και συγκινούμαι όταν βλέπω καστανάδες και καλαμποκάδες.
Τα παπούτσια μας τα αγόραζε είτε ο νουνός μας, είτε η γονείς μας το Πάσχα. Αν τυχόν χαλούσαν από το ποδόσφαιρο που παίζαμε τότε τα πηγαίναμε στον τσαγκάρη για επιδιόρθωση. Τα παπούτσια μας ήταν τεσσάρων εποχών, για όλες τις χρήσεις ποδόσφαιρο, τρέξιμο σκαρφάλωμα, περπάτημα.
Είμαστε η γενιά που διατηρούσαμε τα τρόφιμα μέσα σε φανάρια. Το γκουρμέ εκείνης της εποχής, ήταν το κίτρινο Αμερικάνικο τυρί. Από γλυκίσματα εκτός από τα παραδοσιακά γλυκά που έκαναν οι μητέρες μας και τις σπιτικές μαρμελάδες, αγοράζαμε από το μπακάλικο και «θρεψίνη», ένα γλυκό που γινόταν από μούστο και το αλείφαμε στο ψωμί σαν μερέντα. Φημιστά προϊόντα και εδέσματα εκείνης την εποχή ήταν τα βαντσιώτ’κα ζαρζαβατικά, το νερό της Ερμακιάς, τσ’ μπάμπους του μαλλί, τα ζαχαρουμένα μήλα τ’ Ρέτζιου, η μπουγάτσα τ’ Θωμά, οι μπαμπάδες και τα τρίγωνα τ’ Μανώλη, τα κώκ από τουν Κρίνο, οι πουτίγκες από το Βυζάντιο, τα λουκάνικα τ’ Λάτσκου και τ’ Τσικριτζή, το σάμαλι και τα κέικ τ’ Ναούμ, ο χασλαμάς τ’ Ηλία τ’ Γιολδάση, οι τυρόπιτες τ’ Βαμβακά και το καλύτερο απ’ όλα το παγωτό τ’ Καπλάνογλου. Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοιες νοστιμιές! Οι γκαζόζες και οι πορτοκαλάδες τ’ Νταβάνη , η βυσσινάδα απ το Ψ.Υ.Π.Α.Κ.Ο. … Αχ,αυτά τα ροδάκινα από το Βελβενδό, σαν τα θυμάμαι … Με μια δαγκωματιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και στο λαιμό. Φυσικά δεν μπορώ να μην αναφέρω το εθνικό μας φαί ,τ’ γιαπράκια και οι κεφτέδες μι’ σμι.
Είμαστε οι γενιά που πρόλαβε και είδε επαγγέλματα να χάνονται στο διάβα του χρόνου, σαμαρτζήδες και πεταλωτήδες, μαραγκοί και καρεκλάδες, σιδεράδες κουδουνάδες και γανωτζήδες, γαστράδες και λούστρους, γαλατάδες, πλανόδιους μανάβηδες, σαλεπτσίδες, καλαθάδες και ομπρελάδες, καροποιούς και κεραμοποιούς . Ανθρώπους σαν τον «Κουκουρίνο» που κατασκεύαζε ακίνητα αλογάκια τα οποία γύριζαν γύρω-γύρω κουβαλώντας εμάς στην πλάτη…
Και ποιος δεν έχει παίξει κρυφτό, κουτσό, κυνηγητό στις αλάνες, την αυλή του σχολείου ή όπου μπορούσε να στηθεί εύκολα το παιχνίδι. Είμαστε η γενιά που δεν είχαμε καλοφτιαγμένα παιχνίδια από εργοστάσια αλλά αυτοσχέδια δικά μας, τα γκορκίλια και τον κλούτσο!
( γκορκίλι= ο τροχός από το ποδήλατο αλλά χωρίς το λάστιχο, κλούτσος=ένα σίδερο ειδικό που με αυτό κάναμε τον τροχό να κινηθεί ).
Παίζαμε με τα καπάκια από τα αναψυκτικά, μπίλιες και μπαζ. Κάναμε αυτοσχέδια πατίνια με ρουλεμάν. Κατεβαίναμε με σανίδια τις κατηφόρες τις γειτονιάς και αν είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο όταν σηκωνόμασταν μέσα απ τους τείχους των σπιτιών, μαθαίναμε πώς να διορθώσουμε το πρόβλημα, για να μη ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας, να μην αποκτήσουμε ευμεγέθη καρούμπαλα στο κέντρο του μετώπου μας, ενώ αν τα αποκτούσαμε τα πατάγαμε με εκείνα τα μεγάλα τάλιρα για να μη φουσκώσουν!
Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό όχι μόνο στις αλάνες αλλά και στους δρόμους και σταματούσαμε αν τύχαινε να περάσει κανένα αυτοκίνητο. Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέτες μας κουβαριασμένες. Φύλακα άγγελο σ’ όλα τα παιχνίδια μας είχαμε πάντα τον αστυνόμο Καψάλη που αν έτρεχες λίγο παραπάνω με το ποδήλατο, έκανες καμιά ορζουζιά η έσπαγες και κανένα τζάμι σου γύριζε το αυτί ανάποδα!
Παίζαμε πόλεμο και ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά και σφεντόνες, καμήλα του σκεφτάκι και ζίμ.
(καμήλα του σκεφτάκι=μακριά γαϊδούρα, ζίμ=κουτσό)
Τα κορίτσια έπαιζαν με κούκλες πάνινες ή αρκουδάκια που τα έκανε η γιαγιά και η μάνα τους. Περιτριγύριζαν ένα χώρο με πετρούλες για να φτιάξουν το σπιτάκι τους και να βάλουν μέσα τα κουζινικά τους και τα όνειρα τους. Με χαλίκια και κεραμίδια που έβρισκαν σχημάτιζαν αυλές, σπίτια και φύτευαν λουλούδια ή έφτιαχναν αυτοσχέδιες γλάστρες! Ένα κομμάτι παλιό πανί γινόταν στα χέρια τους σεντόνι, κουρτίνα ή φόρεμα. Η φαντασία μας ήταν το καλύτερο εργαλείο για να δημιουργήσουμε παιχνίδια!
Από το εργοστάσιο κεραμοποιίας του Κανδύλη προμηθευόμασταν πηλό για να κάνουμε κάστρα, βάρκες, πουλιά, αεροπλάνα. Από το εργοστάσιο του Κική, παίρναμε τα υπολείμματα από τον πάφιλα (είδος λαμαρίνας) για να κάνουμε περικεφαλαίες και ζώνες για να βάζουμε τα σπαθιά μας!
Τον χειμώνα δεν σταματούσαμε, είχαμε τον χιονοπόλεμο με τις τσιόμκες και τ’ γλίστρες. Τα παμπόρια (χαρταετοί) ήταν ένα άλλο είδος παιχνιδιού που χρειαζόταν επιδεξιότητα και μαστοριά. Μεγάλος μάστορας και δάσκαλος σε αυτά ήταν ο Ράκος που δούλευε στο πυροσβεστείο και έκανε παμπόρια μέχρι και δυο μέτρα. Ακόμα ακούω τις φωνές των παιδιών στα αυτιά μου να λένε το «απόλνα ράμα»!
Όταν παίζαμε ομαδικά παιχνίδια κορίτσια και αγόρια, συνήθως μας ένωνε η τέχνη! Ο καραγκιόζης ήταν το αγαπημένο μας παιχνίδι. Ένα σεντόνι κλεμμένο από το σπίτι μας που το ξαναγυρίζαμε στην θέση του με κίνδυνο πάλι να φάμε ένα χέρι ξύλο (βέβαια ούτε που μας ένοιαζε). Κάναμε αυτοσχέδιες φιγούρες των πρωταγωνιστών, ανάβαμε κεριά για τον φωτισμό πίσω από τον μπερντέ και άρχιζε η παράσταση! Τα θέματα των έργων του Θεάτρου Σκιών ήταν συνήθως σατιρικά, για να προκαλούν γέλιο στους θεατές που συνήθως πλήρωναν μια δεκάρα.
Σαν ερχόταν το καλοκαίρι το αγαπημένο μας παιχνίδι, ήταν η κολοκύθα νεκροκεφαλή. Παίρναμε μια κολοκύθα την αδειάζαμε, με ένα κουτάλι από μέσα και την κάναμε νεκροκεφαλή με δόντια, μύτη και μάτια. Περιμέναμε να βραδιάσει για να ανάψουμε ένα κερί που το βάζαμε μέσα στην κολοκύθα και την κρατούσαμε γερά περιμένοντας ένα γειτονόπουλο ή κάποιον περαστικό για να τον τρομάξουμε!
Το γέλιο ήταν ο αυτοσκοπός μας!
Ένας αστερισμός περιοδικών στο κατάστημα του «Σιαμέτη» κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων και πνευματικών αναγκών καθώς και των ανησυχιών την εποχής εκείνης. Το ευτύχημα ήταν ότι μπορούσαμε να κάνουμε ανταλλαγή των μεταχειρισμένων περιοδικών με ένα μικρό αντίτιμο. Στο κατάστημα αυτό επί της Μ. Αλεξάνδρου μπορούσες να βρεις περιοδικά όπως τον «Μικρό Σερίφη » και τον «Μικρό Καουμπόυ» . Άλλα περιοδικά ήταν ο «Μικρός Ήρωας» και οι «Μοντέρνοι Ρυθμοί» όπου βρίσκαμε πληροφορίες για τους αγαπημένους μας τραγουδιστές και στίχους τραγουδιών. Όλα τα περιοδικά καθρέφτιζαν τις νεανικές μας ανησυχίες, τις σκέψεις αλλά και τις ασχολίες μιας γενιάς, αφενός μπερδεμένης και αφετέρου έτοιμης να περάσει καλά.
Τι να θυμηθώ από την εφηβεία μας!
Το φλερτ ήταν ο κανόνας! Ο πρώτος μας έρωτας ήταν συνήθως αδελφή ή εξαδέλφη του καλύτερου φίλου μας. Το πρώτο φιλί. Τα ξαναμμένα μάγουλα, τις ματιές και τα μισόλογα! Ο έρωτας είχε στρατηγική, χτυποκάρδια, κυνηγητό, καντάδες, ραβασάκια . Ήταν ένας ατελείωτος αγώνας κατάκτησης. Οι χυλόπιτες πολλές και επώδυνες, αλλά ο αγώνας της κατάκτησης ατελείωτος γλυκός και μαγικός!
Είμαστε οι γενιά που είδαμε τα πρώτα μοντέρνα συγκροτήματα της Κοζάνης να κάνουν δειλά δειλά την εμφάνιση τους στους κινηματογράφους Άστρον και Ολύμπιον. Οι Sterns, οι Βad boys, οι Deffectors!
Είμαστε οι γενιά που είδαμε να ξεφυτρώνει η πρώτη ντισκοτέκ στην Κοζάνη, σε ένα υπόγειο, το όνομα αυτής «Lajones» επιχειρηματίας ένας φωτογράφος εκείνης της εποχής ο κ. Παπαβασιλείου. Η δεύτερη άνοιξε στον Ξενία, στο ισόγειο του κτηρίου, από τον επιχειρηματία Ντέμο. Έπειτα ακολούθησαν η Tiffany’s, Adonis και άλλες!
Καμιά έξοδος σε νυχτερινό κέντρο της εποχής εκείνης όπως το «Βιετνάμ» , η «Αδυναμία» , το «Αριγκάτο», το «Λαμόρε» δεν ήταν πετυχημένη αν δεν γινόταν φασαρία ή αν δεν έσπαγες μερικές εκατοντάδες πιάτα.
Και τώρα τι; Τώρα που ήλθαν τα επάνω, κάτω; Zητάμε από τα παιδιά μας, τι; Όταν τα τόσα εφόδια που τα φορτώσαμε, τους είναι σχεδόν άχρηστα, για την επιβίωση τους. Τώρα τους ζητάμε να παλέψουν με την σκληρή καθημερινότητα για να επιβιώσουν.
Αυτά όμως δεν έμαθαν να παλεύουν στις αλάνες, να εξερευνούν το άγνωστο να σκαρφαλώνουν στα δέντρα, να πέφτουν και να σηκώνονται, να βάζουν την φαντασία τους να δουλέψει για να μπορέσουν επιβιώσουν μέσα σε αυτόν τον τεράστιο ανταγωνισμό! Ακόμα δεν έμαθαν να φλερτάρουν, να ερωτεύονται για να αγαπιούνται για αυτό που είναι.
Νομίζω πως κάπου χάσαμε τη μπάλα … Σε αυτό φταίμε και εμείς, οι εκδρομείς, που κοιτάζαμε μόνο τους εαυτούς μας, που αναγάγαμε τα ρουσφέτια σε επιστήμη, που δεν διστάσαμε να χρησιμοποιήσουμε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να αυξήσουμε την προσωπική μας περιουσία, για να βολευτούμε σε κάποια δουλειά, ακόμα και αν τα προσόντα μας δεν επαρκούσαν . Εμείς που ξοδεύαμε περισσότερα από όσα βγάζαμε, που ψηφίζαμε ανθρώπους για το συμφέρον μας και μόνο.
Μη βιαστείτε να με πείτε υπερβολικό, νομίζω πως δεν υπερβάλλω. Η χώρα μας πλέον είναι προτεκτοράτο, των ξένων κυβερνήσεων χωρίς Σύνταγμα και νόμους. Τη θέση όλων αυτών έχουν πάρει τα μνημόνια και κάποιες “ανεξάρτητες αρχές” οι οποίες στην ουσία είναι απλά υπηρεσίες – μαριονέτες καθοδηγούμενες.
Φτάνει μόνο μια ματιά γύρω μας για να αποδείξουμε στους εαυτούς μας πως υπάρχει πείνα… Βλέπουμε και πάλι συνωστισμό στα συσσίτια που οργανώνονται από δήμους και διάφορες άλλες συλλογικότητες, αντικρίζουμε μικρά παιδιά να λιποθυμούν από την ασιτία στα σχολεία, συνανθρώπους μας να αναζητούν στα απομεινάρια των λαϊκών αγορών και σε κάδους σκουπιδιών, μήπως και βρουν κάτι φαγώσιμο. Κοιτάξτε τους, δεν είναι άστεγοι, είναι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας, ίσως εσείς ή εγώ…
Πρέπει να ξαναβρούμε την μπάλα ή να φτιάξουμε μια άλλη, καλύτερη με καινούργιες αξίες ώστε να μπορέσουν οι καινούργιες γενιές να ξανακτίσουν ότι εμείς γκρεμίσαμε…