Κάθε γειτονιά κρύβει και μια ιστορία που αντιστέκεται να σου πει σε πείσμα του χρόνου που πέρασε. Μια από τις πολλές είναι και αυτή των παλιών μπακάλικων. Όμορφα, χρωματιστά, γεμάτα αρώματα προσπαθούσαν να χωρέσουν όλες τις γεύσεις της Ελλάδας σε λίγα τετραγωνικά. Φορτωμένα λίγα από όλα, σε προκαλούσαν να πειραματιστείς με τις γεύσεις τους. Ο μπακάλης σου έδινε να δοκιμάσουμε τυριά, σαλάμια και ελιές πριν αποφασίσεις να πάρεις 100 δράμια. Το αβαντάζ να τσιμπολογάς από τα “διαμάντια” της ελληνικής κουζίνας προτού διαλέξεις τι θα αγοράσεις, μόνο τα μπακάλικα σου το πρόσφεραν.
Εκεί βρίσκαμε τα βασικά είδη για τις ανάγκες του νοικοκυριού, τρόφιμα, απορρυπαντικά, γενικά είδη οικιακής χρήσης αλλά και τσίπουρο με μεζέ!
Οι πιο πολλές ταμπέλες έγραφαν «Παντοπωλείο»
Λίγες έγραφαν «ΕΔΩΔΙΜΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ». Η λέξη εδώδιμα σήμαινε φαγώσιμα και η λέξη πποικιακά τα είδη που έρχονταν από τις αποικίες των ευρωπαϊκών χωρών όπως μπαχαρικά, τσάι, καφέ, σοκολάτες κ.ά. Στο κάτω μέρος της ταμπέλας υπήρχε το επίθετο και όνομα του ιδιοκτήτη ,αλλά όλοι οι γείτονες τον ξέραμε με το μικρό!
-Πετάξου στον κυρ-Γιώργο να πάρεις λίγη φέτα, λίγο σαλάμι από το ακριβό, καμιά σοκολάτα από τις μικρές και την μαρμελάδα που έφερε προχθές. Ας βάλει και κάνα δυο δράμια ρύζι και λίγη θρεψίνη. (μερέντα της εποχής, την βγάζανε από την επεξεργασία της σταφίδας και έμοιαζε με μαρμελάδα)
Αν δεν σου έφταναν τα χρήματα έλεγες στον κυρ-Γιώργο, κάπως χαμηλόφωνα, να σου βάλει τον πελτέ, τον φτηνό και αν δεν είχες καθόλου χρήματα του έλεγες να τα γράψει και στο τέλος του μήνα θα περνούσε η μάνα να τον πληρώσει!
Αυτά τα γραφικά μαγαζάκια εκτελούσαν σπουδαίο κοινωνικό έργο με το βερεσέ χωρίς τόκο για τους οικονομικά αδύναμους της γειτονιάς. Μέσα σ’ αυτά ο κόσμος ένιωθε ζεστά και οικεία. Από τις πόρτες του μπακάλικου περνούσε καθημερινά όλη η γειτονιά για να ψωνίσει σε οκάδες και δράμια.
Οι παραγγελίες πήγαιναν και έρχονταν. Όλοι ήξεραν περίπου τι φαγητό θα μαγειρέψεις αύριο, αν περιμένεις καλεσμένο, ποιος έχει χαρές, σε ποιον δεν πήγαν καλά οι δουλειές και είχε «στένεμα», δηλαδή «γράφτα κυρ-Γιώργο»! Ο μπακάλης αποτελούσε εξέχουσα προσωπικότητα της τοπικής κοινωνίας γιατί στα χέρια του κρατούσε το φοβερό και τρομερό μπακαλο-τέφτερο!
Ήξερε τα μυστικά όλων και οι πελάτες, μάθαιναν τα παλιά, μπαγιάτικα νέα, από τις εφημερίδες που χρησιμοποιούσε για το περιτύλιγμα των προϊόντων, μια προσφορά του καταστήματος.
Ο τρόπος ζωής των κατοίκων αν και πολύ δύσκολος, ήταν απλός αλλά ωφέλιμος για το περιβάλλον. Υπήρχε μηδενικός αριθμός άχρηστων αγαθών και συνεπώς σκουπιδιών, αφού δεν υπήρχαν οι χιλιάδες συσκευασίες σε πλαστικά, νάιλον σακουλάκια ή πλαστικά μπουκάλια.
Η σημερινή φρενίτιδα της υπερκαταναλωτικής κοινωνίας, με τα χιλιάδες παρόμοια προϊόντα μεταξύ τους, συσκευασμένα σε απίστευτη ποσότητα πλαστικού, καθώς και η μανία με τα εμφιαλωμένα σε πλαστικό αναψυκτικά, είναι η καταστροφή για τον πλανήτη.
Κάποτε μας έλεγαν, ότι θα μας επέβαλλαν να αγοράζουμε το νερό και εμείς χαμογελούσαμε απορημένοι. Τελικά μας έφεραν στο σημείο να μην πίνουμε το νερό της βρύσης ή της πηγής, αλλά να αγοράζουμε δεκάδες πλαστικές συσκευασίες νερού. Αγοράζουμε το δωρεάν αγαθό της φύσης, φορτώνοντας με χιλιάδες πλαστικά μπουκάλια τον άλλοτε καθαρό πλανήτη.
Αντρική υπόθεση
Έναν ακόμη λόγος για βόλτα στο μπακάλικο που είχαν αποκλειστικά οι άνδρες της γειτονιάς ήταν να περάσουν για να πιουν ένα τσίπουρο στα γρήγορα ξεροσφύρι, μια κούπα κρασί ή καμιά ρετσίνα για να κατεβαίνουν πιο ευχάριστα οι μπουκιές με τον συνοδευτικό μεζέ, που συνήθως ήταν λίγες ελιές, λίγο τυρί και καμιά ντομάτα! Για τραπέζι είχαμε τον πάγκο ή το βαρέλι απ’ το κρασί. Πάνω του υπήρχε μια λαδόκολλα για τραπεζομάντηλο. Αν τύχαινε να συναντηθούν περισσότεροι άνδρες της γειτονιάς ο μεζές γινόταν πιο πλούσιος με σκουμπρί και λακέρδα.
Τα ποτήρια γεμίζαν, τσουγκρίζαν και η ιστορία ξεκινούσε. Κάθε τσίπουρο ήταν και μια γύρα με τον αντίστοιχο μεζέ. Συζητούσαν με συμπάθεια ο ένας για τον άλλο, τραγουδούσαν και έκλαιγαν για τους καημούς, τα βάσανα και τις έγνοιες της ζωής. Άλλοτε άλλαζε το σκηνικό και πειράζονταν μεταξύ τους , με ατάκες και αστεία. Έτσι λυτρώνονταν ξορκίζοντας τις έγνοιες και της σκοτούρες της δύσκολης ζωής.
Τα μπακάλικα ξυπνούν μνήμες, Μας γυρνούν σε παιδικές αναμνήσεις, στις δύσκολες εκείνες εποχές, τότε που το καθημερινό φαγητό και η επιβίωση δεν ήταν κάτι εύκολο και αυτονόητο!
Ιστορικά παντοπωλεία της γειτονιάς επί της 11 Οκτωβρίου
Ένα αγαπημένο μπακάλικο ήταν αυτό στην γωνία της Αρχελάου απέναντι από το ποδηλατάδικο των αφών Σκαρκαλά που το διηύθυνε ο αείμνηστος Γιώργος Καραδήμος ,γνωστός σε εμάς ως μπάρμπα Γιώργος. Τον θυμάμαι πίσω από τον πάγκο με την ποδιά του, γελαστό, κεφάτο και πρόθυμο να εξυπηρετήσει. Το ζύγισμα των προϊόντων τότε ήταν απλό. Όταν τα δύο κοκοράκια (οι δείκτες της ζυγαριάς) ήταν στο ίδιο ύψος, δεν έκανε λάθος στη μέτρηση ο μπακάλης. Αυτό που ζύγιζε είχε το ίδιο βάρος με τα σταθμά που έβαζε.
Μας βλέπει σήμερα από ΄κει ψηλά ο μπάρμπα Γιώργος, να ταλαιπωρούμαστε με τις διπλές μάσκες στα super market και ίσως απορεί που ιδρώνουμε ψωνίζοντας και πληρώνοντας της μετρητοίς
Κατεβαίνοντας την Αριστοτέλους Στα δεξιά μου στέκετε ακόμα όρθιο, αλλά καταβεβλημένο από την φθορά του χρόνου, με κατεβασμένα ρολά το παλιό μπακάλικο του κυρ Γρηγόρη Λιόνα που εκτός από την μπακαλίστικη τέχνη ήξερε να κάνει κρασιά και τσίπουρα. Θυμάμαι τα γαλίκια γεμάτα σταφύλια και την χαρακτηριστική μυρωδιά των σταφυλιών που γινόταν κρασί και τσίπουρο. Δίπλα ήταν το μπακάλικο του Θεόδωρου Παπαϊωάννου που σήμερα είναι ο γνωστός φούρνος της κόρης του Γιάννας. Όλοι οι γείτονες το ξέραμε σαν το μπακάλικο του «Θοδωράκη». Αυτό από μόνο του λέει πολλά.
Πιο κάτω ήταν το μπακάλικο του Τιμόθεου Τσιότσια. Δεν θα ξεχάσω τα μεγάλα του χέρια που κατέβαζαν από τα ψηλά ράφια τα προϊόντα. Ο Τιμόθεος είχε πολύ ύψος και μια καρδιά μικρού παιδιού
Απέναντι από το ξενοδοχείο Αλιάκμων ήταν το μπακάλικο του Κωνσταντίνου Δερίλα, ο οποίος εκτός από μπακάλης ήταν πολύ καλός μουσικός κορνετίστας και συνεργάτης του Θωμά Καραματσούκα (Γκατζαλάτσα) ένα από καλύτερα κλαρίνα της περιοχής. Ο δυο τους κουβάλησαν στην πλάτη τους όλη την μουσική παράδοση της Κοζάνης.
Τέλος, το μπακάλικο του Νιάκου Παγούνη που εκτός από προϊόντα μπακάλικου είχε και φρούτα. Ξακουστά ήταν και τα χειροποίητα γιαούρτια που έκανε η οικογένεια Παγούνη σε χωμάτινο γούπο, μια παράδοση πολλών ετών.
Πήξαμε στη νοσταλγία, θα μου πείτε… Όμως, πώς να το κάνουμε, αυτά τα παλιά μπακάλικα κανακεύουν τον άνθρωπο, ήταν μικρά λιμανάκια μες στον τραχύ βίο της ζωής.
Δεν υπήρχαν τυποποιημένα ή προσυσκευασμένα προϊόντα, αλλά όλα ήταν χύμα, εκτός από κομπόστες, τοματοπολτό, σαρδέλες του κουτιού κ.ά.
Ποιος γεννημένος τη δεκαετία του ’60-’70 δεν έχει αναμνήσεις από το μπακάλικο της γειτονιάς;
Ήταν κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας.
Κάτι άλλο που θυμάμαι από εκείνη την εποχή και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν μια πολύχρωμη αφίσα που έβλεπα σε πολλά περιοδικά. Ήταν μια φωτογραφία που έδειχνε αυτόν που πουλούσε επί πιστώσει και αυτόν που πωλούσε της μετρητοίς. Κι όμως οι μπακάληδες της γειτονιάς μας επέμεναν να βοηθούν πάντα τους ασθενέστερους και να πουλούν επί πιστώσει
Είναι σίγουρο ότι σήμερα κανείς νέος δεν ξέρει την ιστορία του βερεσέ, κι όσοι παλιότεροι την ξέρουν μάλλον την έχουν ξεχάσει. Υπάρχει άλλωστε η σύγχρονη εκδοχή του βερεσέ με τις τραπεζικές πιστωτικές κάρτες. Όμως η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων έφερε τα πάνω κάτω και δεν αποκλείεται να ξαναφέρει τα βερεσέδια. Φαίνεται ότι ο καιρός έχει γυρίσματα και ότι δεν είναι απίθανο να ξαναζήσουμε μια νέα εκδοχή του βερεσέ!
Ιστορίες που έγιναν ανέκδοτα
Κοζανίτισσα που έμενε στην Αθήνα, επιστρέφει στην Κοζάνη και πηγαίνει στο μπακάλικο της γειτονιάς να αγοράσει Μπάτζιο. Μπαίνει μέσα και επιθυμώντας να δείξει πόσο Αθηναία έχει γίνει, απευθύνεται στον μπακάλη του μαγαζιού:
-Έχετε βάντζον;
για να πάρει την απάντηση από τον μπακάλη «Βίντσιν ο βάντζος!»
(μπίτσιν στα Κοζανίτικα σημαίνει τελείωσε. Βάντζος = μπάτζιος ανήκει στην κατηγορία λευκών αλμυρών (ημίσκληρων τυριών ) και παρασκευάζεται από φρέσκο αιγοπρόβειο γάλα.
Εκτός από το μπάτζιο τα μπακάλικα διέθεταν ακόμα κασέρια κεφαλοτύρια και ούρδα. Η τυρομάζα που απέπλεε από την παρασκευή του μπάτζιου και του βουτύρου η μυζήθρα, στην Κοζάνη λεγόταν ούρδα.
Το κοζανίτικο κασμέρι, το ιδιωματικό χιούμορ των κατοίκων της Κοζάνης δεν άφησε ασχολίαστη ούτε την ούρδα. Ούρδα λέμε αυτόν που δεν έχει μυαλό.
– Καλά που σι είδα κι θυμιθ΄κα να πάρω κανένα κιλό ούρδα.
-Είσαι ούρδα κατσ’καβαλισια
– Άι μαρ ούρδα
Τα Delicatessen
Τα σύγχρονα μπακάλικα λίγη σχέση έχουν με τα παλιά. Ο μπακάλης σήμερα είναι ένας άνθρωπος που έχει ενημερωθεί, έχει σπουδάσει, έχει ταξιδέψει, έχει ψάξει, έχει γνωρίσει πράγματα και αυτές τις γνώσεις τις μεταφέρει στους πελάτες του.
Μπορεί να σου πει από την ιστορία που κρύβει το κάθε προϊόν μέχρι τη συνταγή για να το φτιάξεις. Τα σύγχρονα μπακάλικα δεν είναι μικρά απρόσωπα σούπερ μάρκετ. Είναι ένας χώρος που θα πας, θα δεις, θα ρωτήσεις, θα μάθεις και θα ξαναπάς για να πεις τις εντυπώσεις σου. Όσο για την ύπαρξη ή μη του σύγχρονου μπακαλο-τέφτερου, δυστυχώς δεν έχουμε καμία ενημέρωση για να σας τη μεταφέρουμε. Βλέπετε ο σύγχρονος μπακάλης είναι και εχέμυθος!