Φωνή απ’ την Θάλασσα – Κ. Π. Καβάφης
Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή – φωνή που μπαίνει μες στην καρδιά μας και την συγκινεί και την ευφραίνει. Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει, τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι, ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός. Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη, όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός. Φέρνει μηνύματα εις ταις ψυχαίς δροσάτα η μελωδία της. Τα περασμένα νειάτα θυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καϋμό. Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε, αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε μες στων κυμάτων τον γλυκόν ανασασμό. Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει, τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι, ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός. Και σαν κυττάζεις την υγρή της πεδιάδα, σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα, τον κάμπο της πούναι κοντά και τόσο μακρυνός, γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνει το φως σαν κηπουρός, χαρά σε παίρνει και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά. Κι αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη της θάλασσας ο πόθος· θα σε ’πη μια λέξι το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξη με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά. Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή – φωνή που μπαίνει μες στην καρδιά μας και την συγκινεί και την ευφραίνει. Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; – το τραγικό παράπονο των πεθαμένων, που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό, και κλαίν για ταις γυναίκες των, για τα παιδιά των, και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των, ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό, σε βράχους και σε πέτραις κοφτεραίς τους σπρώχνει, τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει, κ’ εκείνοι τρέχουνε σαν νάσαν ζωντανοί με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα, και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα, από την αγωνία των την υστερνή. Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;— το τραγικό παράπονο των πεθαμένων που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό. Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν, και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν, και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κ’ ευσπλαγχνικό. Τάφο, που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει, που κάποτε κανένας ιερεύς θα παή θυμίαμα να κάψη και να ‘πη ευχή. Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάται ή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται. Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάται πιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή.
Η Θάλασσα -Ντίνος Χριστιανόπουλος
«Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους – μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις, γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα, ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες. Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι. Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει. Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.»
Ὁ Οὐρανός – Μανώλης Αναγνωστάκης
Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή. Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός. Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι. Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα – Κώστας Καρυωτάκης Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα είδα το βράδυ αυτό. Κάποια χρυσή, λεπτότατη στους δρόμους ευωδιά. Και στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη. Στα χέρια το παλτό, στ’ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη. Ηλεκτρισμένη από φιλήματα θα ‘λεγες την ατμόσφαιρα. Η σκέψις, τα ποιήματα, βάρος περιττό. Έχω κάτι σπασμένα φτερά. Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό. Για ποιαν ανέλπιστη χαρά, για ποιες αγάπες, για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
Ὁ πράσινος κῆπος – Νικηφόρος Βρεττάκος
Ἔχω τρεῖς κόσμους. Μιὰ θάλασσα, ἕναν οὐρανὸ κι ἕναν πράσινο κῆπο: τὰ μάτια σου. Θὰ μποροῦσα ἂν τοὺς διάβαινα καὶ τοὺς τρεῖς, νὰ σᾶς ἔλεγα ποῦ φτάνει ὁ καθένας τους. Ἡ θάλασσα, ξέρω. Ὁ οὐρανός, ὑποψιάζομαι. Γιὰ τὸν πράσινο κῆπο μου, μὴ μὲ ρωτήσετε. Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ – Οδυσσέας Ελύτης Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!
Ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδος – Τάσος Λειβαδίτης
Νύχτα. Μονάχα τ᾿ ἄστρα. Καὶ πέρα τὸ βάθος τοῦ ὁλάνοιχτου ὁρίζοντα— ἐκεῖ ποὺ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὰ ὀνόματά τους. Ρόδον καὶ χορτάρι – Γεώργιος Ζαλοκώστας Ἕνα λουλούδι, ὅπου κυρτὸ τὸν ἥλιο ἀκολουθοῦσε – Ἥλιος ἐλέγονταν κι αὐτὸ – εἰς ἕνα κῆπο φουντωτὸ τριανταφυλλιὰ ἀγαποῦσε. -Ἔλα νὰ γίνωμε τὰ δύο ζευγάρι ταιριασμένο, ἔλα, τριανταφυλλιὰ χρυσή, γιατ᾿ εἶσαι μυρωδάτη ἐσύ, κ᾿ ἐγὼ καμαρωμένο. -Σώπα, λουλούδι ἀμύριστο, λουλούδι χωρὶς χάρι, ἐν᾿ ἀηδονάκι τοῦ λαλεῖ, τὸ ρόδο ποὺ μοσχοβολεῖ δὲν μοιάζει τὸ χορτάρι. Ἕνα ἔρημο ἄνθος – Νίκος Καρούζος Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο. Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα… Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς ἀμέριμνο σὰν ἰδέα.
Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει – Σάμιουελ Μπέκετ
Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου πάνω σ’ εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με καταδιώκει και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε αγαπημένη στιγμή σε βλέπω μέσα σ’ αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται όπου δε θα ‘χω παρά να πατήσω σ’ αυτά τα μακριά κινούμενα κατώφλια και θα ζήσω όσο ν’ ανοιγοκλείσει μια πόρτα
Πλάνα – Θωμάς Γκόρπας
Σε πρώτο πλάνο υπάρχει μια ερημιά γεμάτη χρώματα στολίδια ραντεβού και μίση στο δεύτερο η αγάπη στο τρίτο πάλι μια ερημιά και βουτηγμένη τώρα σε πηχτό σκοτάδι στο τέταρτο πάλι η αγάπη τώρα τυφλή και μεθυσμένη στο πέμπτο πάλι μια ερημιά μαύρη και στάζει αίμα στο έκτο ούτε ερημιά ούτε αγάπη με ή χωρίς φως ή σκοτάδι στο έκτο μεταμεσονύκτιος δρόμος καλοκαιρινός και ένας άντρας βιαστικός καπνίζοντας τον διασχίζει η νύχτα λάμπει σαν ημέρα και μονάχα το γλυκό αεράκι δροσίζει τα καμένα φύλλα της καρδιάς του…
Το καλοκαίρι – Κωστής Παλαμάς
Απ’ το κανάλι οι πάσσαρες με τ’ απλωτά πανιά γυρίζουν πρίμα, μας φέρνουν τα ζακυθιανά λουλούδια τ’ ακριβά, το πέρασμά τους γλύκανε κ’ εσένα, πικρό κύμα! Και πιο καλοπιθύμητα και πιο φανταχτερά κι από τα κρίνα, πάσσαρες γοργοσάλευτες, με τ’ άσπρα σας φτερά, μας φέρνετε τ’ αγόρια μας απ’ τη μεγάλη Αθήνα. Κι ανοίχτε, λιακωτά, χλωρά, φουντώστε, πασκαλιές, του πόθου τη σκόλη˙ και σείστε τα μαντήλια σας ανάερα, λιγερές˙ παραμονεύουν οι έρωτες˙ ετοιμαστήτε, μώλοι, το καλοκαίρι μύρισε˙ προσμένουν οι αμμουδιές και τα πρυάρια, πριν έμπης, άθεη χειμωνιά, να γίνουν εκκλησιές˙ οι ερωτεμένοι λειτουργοί και τα φιλιά τροπάρια.
Μια εποχή στην Κόλαση – Αρθούρος Ρεμπώ (απόσπασμα)
Καλοκαίρι τέσσερις το χάραμα Στου έρωτα τον ύπνο βυθισμένοι Το δασάκι στην αχνοβολή τη μυρωμένη Από το νυχτερινό ξεφάντωμα. Πέρα εκεί, στο ξυλουργείο το αχανές Στων Εσπερίδων την ανατολή Πηγαινοέρχονται ανασκουμπωμένοι Οι Μαραγκοί. Μες στων νεφών τις Ερημιές και τη γαλήνη Θόλους λαμπρούς θα στήσουν Oπου οι άνθρωποι Ψεύτικους ουρανούς θα ζωγραφίσουν. Α! τι Τεχνίτες λεβεντιά Στη Βαβυλώνα υπήκοοι κάποιου βασιλιά Λιγάκι, για χάρη τους, Αφροδίτη Τους στεφανωμένους εραστές ν’ αφήσεις. Των Εραστών Βασίλισσα εσύ Κέρασε τους εργάτες με ρακή Να ανασάνουν λίγο απ’ τη δουλειά Να ‘ρθει το μεσημέρι, να βρουν θαλασσινή δροσιά.
Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά – Ντύλαν Τόμας
Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά, ατενίζοντας το κίτρινο και τη μουντή θάλασσα, περίγελως εμείς που χλευάζουμε που ακολουθούμε τα κόκκινα ποτάμια, κούφια εσοχή λέξεων πέρα από τον ίσκιο των τζιτζικιών, διότι σε τούτο τον κίτρινο τάφο άμμου και θάλασσας μια επίκληση για χρώμα καλεί με τον αγέρα μουντή και ζωηρή όπως ο τάφος κι η θάλασσα καθώς κοιμούνται ούτως ή άλλως. Οι σεληνιακές σιωπές, η σιωπηλή παλίρροια που γλείφει τα ακίνητα κανάλια, ο ξηρός άρχοντας της παλίρροιας ζαρωμένος ανάμεσα σε αμμοθύελλα και νεροποντή, πρέπει να θεραπεύσουν τα δεινά μας από το νερό με μια μονόχρωμη γαλήνη· η ουράνια μουσική πάνω από την άμμο ηχεί μαζί με τους κόκκους που βιάζονται να κρύψουν τα χρυσαφένια βουνά και τις οικίες της μουντής, ζωηρής, παράκτιας γης που ζώνει αρχοντική κορδέλα, ξαπλωμένοι εμείς, ατενίζουμε το κίτρινο, ευχόμαστε ο άνεμος να διώξει μακριά τη μορφολογία της ακτής και τον πνιγμένο κόκκινο βράχο· μα οι ευχές δεν αποφέρουν, μήτε μπορούμε ν’ αποφύγουμε την άφιξη του βράχου, ξαπλώνουμε ατενίζοντας το κίτρινο έως ότου ο χρυσαφένιος καιρός διαρρηχθεί, ω αίμα της καρδιάς μου, όπως μια καρδιά ή ένας λόφος.