H ιστορία του Ρίπλεϊ, σε όλες τις εκδοχές της, από το βιβλίο της Πατρίτσια Χάισμιθ που εκδόθηκε το 1955 μέχρι την φετινή τηλεοπτική σειρά στο Netflix, αφορούσε πάντα την ιδέα της αμερικανικής επανεφεύρεσης, την μεταμόρφωση σε κάποιον άλλον. Ακόμα και το ίδιο το μυθιστόρημα της Χάισμιθ ήταν μια «επανεκτέλεση» της νουβέλας του Χένρι Τζέιμς «Οι πρεσβευτές». Κάθε μεταγενέστερη εκδοχή έχει προσθέσει άλλο ένα στρώμα, αρκετά διαφανές ώστε να εξακολουθεί να δείχνει το πρωτότυπο αλλά αρκετά ανθεκτικό ώστε να στέκεται από μόνο του. Μια συγκεκριμένη πτυχή της ιστορίας όμως ξεχωρίζει πιο ξεκάθαρα από ποτέ σ’ αυτή την πιο πρόσφατη βερσιόν του φτωχού απατεωνίσκου Τομ Ρίπλεϊ και της περίτεχνης παράστασης που στήνει για να πάρει την θέση του όμορφου και προνομιούχου Ντίκι Γκρίνλιφ, και έχει να κάνει με μια εμμονή του 21ου αιώνα –την εμμονή με την χωρίς όρια βελτιστοποίηση της προσωπικότητάς μας στην πιο ιδανική και εύπεπτη εκδοχή της.
Ο Τομ ξεκινά ως ένα τίποτα, ή τουλάχιστον ως το είδος του ανθρώπου που ο Ντίκι θεωρεί ως ένα τίποτα. Ο Ντίκι έχει όλα αυτά που ο Τομ λαχταρά για τον εαυτό του. Και ο στόχος του, αφού βγάλει από τη μέση τον Ντίκι, δεν είναι μόνο να αποφύγει την αστυνομία ή να ξοδέψει την κληρονομιά του. Αυτό που θέλει είναι η αίσθηση του εαυτού του Ντίκι: η ανεμελιά του, η ελιτίστικη περιφρόνησή του για τους δεύτερους και τους τρίτους αυτού του κόσμου, η έμφυτη άνεσή του. Ο Τομ μπορεί να είναι δολοφόνος, αλλά μας προκαλεί να θαυμάσουμε το σθένος και την πληρότητα της μεταμόρφωσής του.
Η σύγχρονη κουλτούρα πήρε ένα μάθημα από τον Τομ Ρίπλεϊ, τον πιο επιφανή απατεώνα της λογοτεχνίας: Μια προσωπικότητα μεταμορφώνεται και σταθεροποιείται ανάλογα με τις περιστάσεις, και η πιο κοινή μορφή τέχνης που επιτελείται αυτή τη στιγμή στον κόσμο είναι η συνεχής επανεφεύρεση του εαυτού.
Από πολλές απόψεις, ο Τομ ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και πολύ κοντά στη δική μας, στην οποία η ταυτότητα βασίζεται περισσότερο από ποτέ σε ενός είδους performance. Ο δημόσιος βίος, του οποίου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένα συστατικό στοιχείο, χρειάζεται λεπτομερώς ρυθμισμένους, εξατομικευμένους εαυτούς. Oι σύγχρονες ταυτότητες απαιτούν δύο πράγματα: ένα πρόσωπο και μια προσωπικότητα. Τα πρόσωπα λειτουργούν ως επαγγελματικές κάρτες, που συνδέονται μαζί μας με τον ίδιο τρόπο όπως τα ονόματά μας. Βρίσκονται παντού, αναπαράγονται επ’ άπειρον στις οθόνες – με αποτέλεσμα τελείως άγνωστοί μας να φαίνονται τόσο οικείοι όσο και τα μέλη της οικογένειάς μας. Το πρόσωπο είναι ο καμβάς του 21ου αιώνα, ένα σύμβολο που είναι τόσο αναγνωρίσιμο όσο και εύπλαστο.
Οι προσωπικότητές μας –αυτά που μας αρέσουν, αυτά που δεν μας αρέσουν, τα likes, τα dislikes, οι ατζέντες, οι έριδες, οι τάσεις, τα ελαττώματα, οι δυνάμεις μας– εμφανίζονται μέσω απόσταξης σε μικρές δόσεις στο διαδίκτυο, οι απαιτήσεις του οποίου ωθούν τους χρήστες να παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως ένα συγκεκριμένο τύπο, ως μια κατηγορία στην οποία μπορεί να απευθυνθεί το μάρκετινγκ και να αποσταλούν οι κατάλληλες διαφημίσεις. Ο πολλαπλασιασμός των διαδικτυακών προφίλ και των ψηφιακών βιογραφικών, όπου όλη η θολούρα και οι αντιφάσεις ενός ατόμου παραλείπονται, επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία: τα hashtags μετέτρεψαν το personal branding σε άθλημα, και από εκεί και πέρα ανέλαβαν οι αλγόριθμοι.
Όλοι γνωρίζουμε πλέον αρκετούς όρους ποπ ψυχολογίας ώστε να ταξινομούμε εύκολα φίλους και αγνώστους ως «τοξικούς» ή «ναρκισσιστές» φερ’ ειπείν, μικρά καλάθια στα οποία μπορούν να πεταχτούν ολόκληρα φάσματα ανθρώπινης συμπεριφοράς. Και η παράλογα γρήγορη και διαρκής ανάδυση νέων μικρο-τάσεων συμπυκνώνει τις προσωπικότητες των ανθρώπων σε ένα μικρό πράγμα κάθε φορά. Η σύγχρονη κουλτούρα πήρε ένα μάθημα από τον Τομ Ρίπλεϊ, τον πιο επιφανή απατεώνα της λογοτεχνίας: Μια προσωπικότητα μεταμορφώνεται και σταθεροποιείται ανάλογα με τις περιστάσεις, και η πιο κοινή μορφή τέχνης που επιτελείται αυτή τη στιγμή στον κόσμο είναι η συνεχής επανεφεύρεση του εαυτού. Και οι παραστάσεις αυτές μπορούν επίσης να λάβουν χώρα πίσω από κλειστές πόρτες. Ο Τομ μιμείται τον Ντίκι, ακόμη και όταν είναι μόνος του, απόδειξη της προσήλωσής του στη νέα του ταυτότητα, και φαίνεται να αξιολογεί την ποιότητα της ερμηνείας του όχι με βάση το αν μπορεί να τον πιάσουν ή όχι, αλλά με βάση το αν αυτή μπορεί να πείσει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό.
Με στοιχεία από The Atlantic