Η Πρωτοχρονιά
Ρωμαίικη παράδοσις
Aπάνω στο κρεββάτι μου με μάτια σφαλισμένα
δια του κόσμου το φθαρτόν εφιλοσόφουν μόνος,
όταν κανόνα έξαφνα βροντούν εκατόν ένα,
και τότε πια θυμήθηκα πως ήλθε νέος χρόνος.
Κι αρχίζω να τον χαιρετώ κι εγώ απ’ το κρεββάτι
με όλο μου το πρωινό “Ρωμαίϊκιο ραχάτι”.
Καλώς τ’ ογδώντα πέντε μας με την πολλή του φούρια,
καλώς το το καλλίτερο απ’ όλα μας τα χρόνια,
καλώς τ’ ογδώντα πέντε μας με δάνεια καινούρια,
Καλώς το που το χαιρετούν κι’ εμπορικά κανόνια.
Καλώς τον χρόνο της πολλής κακομοιριάς και ζάλης.
Καλώς τον χρόνο της φειδούς, τον χρόνο της σπατάλης.
Εμπρός ταμπούρλα, σάλπιγγες, σφυρίκτραις και φλογέραις,
τον χρόνον χαιρετήσατε, ω προσφιλείς Αθήναις
που με τρακόσαις έρχεται κι εξήντα πέντε μέραις…
όπως κι αν έχη, πάντοτε καινούργιος χρόνος είνε.
Κι αν πρόβαλε με σύννεφα και μ’ αδειανή την τσέπη,
μα πάντοτε χαιρετισμούς και τελετή του πρέπει.
Ο κόσμος είνε μάταιος και τριγυρνά η σφαίρα,
και κατά Εξαρχόπουλον ομοιάζει περιβόλι,
που μπαινοβγαίνουν μεσ’ ‘ς αυτό με μια ταμπακέρα
να πάρουν τον αέρα των μικροί, μεγάλοι, όλοι.
Λοιπόν γλεντίσετε και σείς κατενθουσιασμένοι,
και θέλει καλοπέρασι η φτώχια η καυμένη.
Ο κόσμος είνε μάταιος και ψέμματα γεμάτος .
διοργανίζονται στρατοί, αναμορφούνται στόλοι,
κι εκεί που απελπίζεσαι για των Ρωμηών το κράτος
μπορεί του χρόνου έξαφνα να τους ιδής στην Πόλι.
Καθώς σας είπα, τριγυρνά της γης αυτής η σφαίρα,
και χίλιοι χρόνοι δεν γεννούν ό,τι γεννά μια μέρα.
Ενθυμηθείτε, κύριοι, την φίλην Ιταλίαν
κι άλλα πολλά κρατίδια πως είνε τώρα κράτη,
και πως επήραμ’ άλλοτε κι εμείς την Θεσσαλίαν…
στα περασμένα ρίξετε για μια στιγμή το μάτι,
ενθυμηθήτε, κύριοι, κι αυτήν την Κωπαΐδα,
και παύσετε οικτείροντες την τάλαιναν πατρίδα.
Πενήντα χρόνους αριθμεί το νεαρόν μας κράτος
κι όμως με τόσα δάνεια ευρίσκεται και φόρους.
Εκαμε σιδηρόδρομον και ο Μαυρογορδάτος,
κι αναριθμήτους έχομεν γιατρούς και δικηγόρους.
Προς τούτοις απεκτήσαμεν και βουλευτάς διακόσους,
και ποιητάς και συγγραφείς δεν ενθυμούμαι πόσους.
Τον άνθρωπον τον παλαιόν λοιπόν αποβαλόντες,
ας ενδυθώμεν, κύριοι, τον άνθρωπον τον νέον,
κι ας ευχηθώμεν σύσσωμοι κι εκ της χαράς πηδώντες
τον νέον χρόνον ευκλεή κι εις δάνεια γενναίον.
Κι είθε μεσ’ το κρεββάτι της κουκουλωμένη πάλι
η νυσταγμένη Μούσα μου τ’ ογδώντα έξη ψάλη.
* * *
Χειμώνας, νύχτα, βροχή, κρύο.
Ενας ρωμηός χωρίς παρά
Κάθηται ‘ς ένα καφενείο
Συλλογισμένος φοβερά
Ξάφνου σηκώνει το κεφάλι,
Και του ξεφεύγει ένα Α!!
Με ρουχʼ αλλόκοτα και κάλλη,
Σαν οπτασία, σα σκιά,
Ψηλή γυναίκα εμπρός του στέκει.
Και τον κυττάζει τρυφέρα.
“Τι θέλεις από με, κυρά;”
Θέλει να πη, αλλά τα μπλέκει.
Τον πιάνει φόβος. Πάει να φύγη.
Αλλά να φύγη δε ʽμπορεί
Τρίβει τα μάτια του, τʼ ανοίγει,
Μα πάλι ʽμπρος του τη θωρεί.
Από μετάξʼ η φορεσιά της
Και από τράπουλας χαρτιά.
Κάτου ʽς το πάτωμα η ουρά της
Ξεσέρνεται, μακρυά, πλατειά.
Στους ώμους της διπλώνει ταίρι
Φτερά διαμαντοπλουμιστά,
Με χάρις το ʽνα της το χέρι
Ενα χρυσό ραβδί βαστά.
Και ʽς τάλλο της κρατεί ζεμπίλι
Οπού μʼ ασήμʼ είνε φκιαστό,
Ολο γεμάτο ως τα χείλη
Βαρύ βαρύ, αλλά κλειστό.
Μα τι παρέξενη ωραιότης,
Και τι θωριά αστραφτερή!
Ανάμεσα ʽς το μέτωπό της,
Οπως ʽς των Τούρκων τα Ουρί
Λάμπει ένα κάρβουνο αναμμένο,
Ενα ρουμπίνι μαγικό!
Και λέει ʽς το νιό το σαστισμένο
Μʼ ένα χαμόγελο γλυκό:
“Εγώ ʽς ταις μοίραις ειμʼ η πρώτη,
Πάντα χιλιόπλουτη και νιά.
Με χαιρετούν χαραίς και κρότοι,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.
Άλλους πλουτίζω, άλλους φτωχαίνω
Με ευσπλαγχνία ή μʼ απονιά.
Όλους εδώ σας ξετρελλαίνω
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.
Μα τορʼ αυτά πώχω για σένα
Ποτέ καμμιά της γης γωνιά,
Κανείς δεν τάειδε αραδιασμένα,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά!
Πες μου τι θές να σου χαρίσω,
Αγαπημένο μου παιδί;
Λέγε. μου φτάνει να σʼ εγγίσω
Με το χρυσό μου το ραβδί!
Θες να γλεντήσης ʽς το Παρίσι;
Θέλεις ʽς την Λόντρα νʼ ακουστής;
Να πας ʽς Ανατολή και Δύσι
Ακούραστος σεργιανιστής;
Θέλεις να χάσκουν, καβαλάρης
Οταν περνάς κάθε μεριά;
Στην εμμορφιά να είσαι Πάρις,
Και Οδυσσεύς ʽς την πονηριά,
Στην εκκλησία Πατριάρχης,
Αρχιρραβίνος μεσʼ τη χάδρα,
Να γράφης στίχους σαν Πετράρχης,
Να λαχταρά για σε μια Λαύρα;
Πες μου τι θέλεις να σε κάνω;
Αυλάρχη, λόρδο, στρατηγό,
Κατακτητή, σοφό, σουλτάνο,
Θησαυροφύλακα, υπουργό;
Ότι κι αν θες, μικρό, μεγάλο,
Μπροστά σου θα το ιδής ευθύς,
Φτάνει το χέρι μου να βάλω
Μεσʼ το ζεμπίλι… Τι ποθείς;”
Μόλις το στόμα της εκλείσθη
Και μόλις πήρε ανασασμό,
Αυτός λιγάκι εσυλλογίσθη,
Και απαντά:
– Διορισμό!
Η Πρωτοχρονιά του Γεωργίου Σουρή
1η Ιανουαρίου 1885 από την εφημερίδα «Ασμοδαίος»
Τον τίτλο Ασμοδαίος έφερε παλαιά εβδομαδιαία σατιρική και γελοιογραφική εφημερίδα που εξέδιδε στην Αθήνα ο Εμμανουήλ Ροΐδης, μαζί με τον Θέμο Άννινο.
Η εφημερίδα αυτή κυκλοφόρησε για μια δεκαετία, από το 1875 μέχρι το 1885, με μια μικρή μόνο διακοπή κατά τον Ιούλιο του 1876.
Στην προμετωπίδα της η εφημερίδα είχε τον βιβλικό δαίμονα Ασμοδαίο σε μορφή μικρού τοξοβόλου σάτυρου ερωτιδέα.
Η εφημερίδα τυπωνόταν στο τυπογραφείο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Κατά τη δεύτερη περίοδο της έκδοσής του τυπωνόταν στα τυπογραφεία των αδελφών Περρή και της Ενώσεως, Γ.Σ. Σταυριανού («Ο Ασμοδαίος»), Ανδρέου Κορομηλά, Ανέστη Κωνσταντινίδου και του Αττικού Μουσείου.
Σημαντικότεροι συνεργάτες της εφημερίδας αυτής ήταν ο Γεώργιος Σουρής, ο Μιχαήλ Μητσάκης,ο Ευάγγελος Κουσουλάκος, ο Δημήτριος Κόκκος, ο Αριστείδης Ρούκης, ο Μπάμπης Άννινος, ο Νικόλαος Σαράντης και άλλοι.
Η σάτιρα αλλά και η ευφυολογία του Ασμοδαίου σε γενικές γραμμές ήταν κόσμια, κομψή, πολιτισμένη χωρίς τίποτε το άγριο και χωρίς προσωπικές επιθέσεις.