Ο ζωγράφος Georges Braque (Παρίσι, 1882-1963) βιώνοντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1942 επέλεξε την ηθελημένη απομόνωσή του στο ατελιέ του στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, μια περίοδο που αποπνέει την αίσθηση του κλειστού χώρου, την πνιγηρή ατμόσφαιρα και την ασφυκτική αγωνία. Η πολυπλοκότητα της κατάστασης οδήγησε τα χέρια και την ψυχή του στην δημιουργία του έργου «La patience» (Η πασιέντζα). Ο Braque προσπάθησε να μετασχηματίσει τον φόβο που βίωνε σε τέχνη. Γι’ αυτόν το λόγο, τα πιο κοινά αντικείμενα που απεικονίζονται στο έργο του, υφίστανται πρωτοφανείς μεταμορφώσεις.
Στο αριστούργημά του προσπάθησε να αποτυπώσει την αίσθηση σύγχυσης και απομόνωσης μέσα από μία γυναικεία φιγούρα, δοσμένη με δυο σιλουέτες, θέλοντας να αποδώσει τις δύο όψεις διαχείρισης μιας αδιαπέραστης κατάστασης. Η μία φιγούρα με ένα έντονα φωτισμένο πρόσωπο, βυθίζεται στην στωική ονειροπόληση και την αναμονή, ενώ η άλλη στη σκιά, σε μια ανείπωτη αγωνία, φόβο και απελπισία.
Η δυική προσωπικότητα σε αυτό το έργο υπονοεί τις ανεπαίσθητες συναισθηματικές διακυμάνσεις του καλλιτέχνη, ο οποίος διερμηνεύει τα φαινόμενα μέσα από το πινέλο του. Οι συμβολισμοί που διαλαλεί ο πίνακας επεκτείνονται από την υπαρξιακή αγωνία της εποχής έως την πάλη με τα σοβαρά κοινωνικά, ιστορικά και πολιτικά ζητήματα που υφίστανται μέχρι σήμερα.
Προσμένοντας την μεταβολή της κατάστασης που μοιάζει με αίνιγμα και προσπαθώντας να εξηγήσει την πολυπλοκότητα που αναδημιουργείται συνεχώς, ο Braque με έναν μοναδικό τρόπο εκφράζει μέσα από το έργο του την σύγκρουση του συναισθηματικού κόσμου των ατόμων που ζουν σε δυστοπίες.
Σήμερα, πιο επίκαιρος από ποτέ, ο ζωγράφος καθρεπτίζει την προσωπική αντιμετώπιση ενός ορατού εχθρού, μέσα από την τέχνη. Η φωνή που αναδύεται από το έργο του, διδάσκει την δική του οπτική.
Η παραπάνω συγκυρία μπορεί να θυμίζει το πρώτο τοπικό lockdown του δεύτερου κύματος της πανδημίας στη χώρα μας, όπου καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε έναν αόρατο εχθρό, σε έναν διαφορετικό πόλεμο, με όπλο τον αυτοπεριορισμό μας!
Άραγε, μέσα σε αυτή τη συνθήκη, το συγκεκριμένο έργο μας παρηγορεί;
Μπορεί να αποτελέσει μια ρωγμή στο σκοτάδι της άγνοιας, οδηγώντας τις επιλογές μας για το πώς θα διαχειριστούμε την δική μας δυστοπία;