του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Μια ενδιαφέρουσα ιστορία κινηματογράφου εκδόθηκε πέρυσι από τον καθηγητή Βρασίδα Καραλή. Αν και καθηγητής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Σίδνευ έχει εντρυφήσει στον ελληνικό κινηματογράφο και διαθέτει μια διεισδυτική κριτική ματιά. Ιστορίες του Ελληνικού Κινηματογράφου υπάρχουν αρκετές, οι περισσότερες από αυτές είναι κυρίως τεκμηριωτικές και πολύ λιγότερο σχολιαστικές. Ο Καραλής δεν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει απλώς τα γεγονότα και τις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Περισσότερο θέλει να τοποθετήσει την εξέλιξη του στον κοινωνικό – πολιτικό γίγνεσθαι και να σχολιάσει τις μεταβολές του. Ο συγγραφέας βλέπει τις ταινίες ως πολιτιστικά γεγονότα, μελετάει την πρόσληψη τους και τις μορφολογικές τους αναζητήσεις μέσα σε μια κοινωνία που αλλάζει – μερικές φορές με γρήγορους ρυθμούς – και το πως λειτουργεί το κινηματογραφικό βίωμα μέσα στις αλλαγές αυτές.
Η περιοδολόγησή του είναι κατά δεκαετίες εκτός από την αρχική περίοδο 1905-1945. Σε κάθε περίοδο καταγράφει τις ταινίες, την αγορά, τις ιδεολογικές/ αισθητικές μορφολογικές τάσεις και την επίδραση των ταινιών στην κοινωνία. Ο Καραλής τονίζει ότι η ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου είναι μια ιστορία πολυσχιδούς ποικιλομορφίας και χαοτικού πλουραλισμού. Αντίθετα η ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία ήταν πάντα εσωστρεφής, κλειστή όπως και οι κατά καιρούς κυβερνητικές πολιτικές για τον κινηματογράφο. Ο κριτικός λόγος, σε μεγάλο βαθμό έρμαιος των blockbusters και των media που υπερέβαλλαν στην τοποθέτηση και προπαγάνδα των προϊόντων τους δεν μπόρεσε να υποστηρίξει ουσιαστικά τις καλές προσπάθειες των ελλήνων κινηματογραφιστών όπως για παράδειγμα αυτές ( ακόμα και συντηρητικών κινηματογραφιστών) που απεικόνιζαν πραγματικότητες, οι οποίες υπονόμευαν τις κυρίαρχες ιδεολογίες και έφερναν το κοινό τους αντιμέτωπο με άβολες αλήθειες.
Μόνο μετά το 1991 θεωρεί ο Καραλής – όταν επέρχεται η ρήξη κράτους- κοινωνίας- συναντώνται κινηματογραφικές απόπειρες διαλόγου. Κομβική ταινία είναι για τον συγγραφέα Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995) του Θόδωρου Αγελόπουλου, μεταιχμιακό ορόσημο, το οποίο διαχωρίζει νοοτροπίες, συμμαχίες, ταυτότητες, ψευδαισθήσεις και πραγματικότητες και θέτει επί τάπητος τις αλλαγές επαναπροσδιορισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, το οποίο έχει προστεθεί πρόσφατα καθώς η πρώτη έκδοση στα αγγλικά έγινε το 2012, ο μελετητής ασχολείται με την πρώτη 20ετία του τρέχοντας αιώνα. Ο Καραλής σημειώνει ότι οι απώλειες σημαντικών κινηματογραφιστών του προηγούμενου αιώνα έφεραν στην επιφάνεια μια «μηδενιστική αίσθηση στέρησης» στο συλλογικό φαντασιακό της ελληνικής κοινωνίας. Και εξηγεί: «η στέρηση υποδεικνύει την απουσία μιας ολοκληρωμένης αίσθησης εαυτού, μια σχάση που επικαλύπτεται με φαντασιακές ουτοπίες ή μηδενιστικές υπεκφυγές». Διαπιστώνει όμως ότι αυτή η σχάση λειτούργησε προωθητικά με αποτέλεσμα να υπάρξει μια δημιουργική έκρηξη κάτω από συνθήκες περιορισμού και καταναγκασμού. Φέρνει μάλιστα ως παραδείγματα τις ταινίες των Λάνθιμου, Κούτρα, Οικονομίδη, Παπαδημητρόπουλου και άλλων που «αντικατέστησαν» την παλιά φρουρά των σκηνοθετών της κοινωνικής ανθρωπολογίας όπως τους Αγγελόπουλο, Βούλγαρη, Γιάνναρη κ.ά.
Οι νέες ταινίες με κάποιο αναρχικό τρόπο προτίμησαν να αποδομήσουν την κινηματογραφική γλώσσα, να κατεδαφίσουν τις προηγούμενες συλλογικές ιδεολογίες της μεταπολίτευσης, την διακωμώδηση της ελληνικής οικογένειας και της ελληνικής ταυτότητας. Το περίφημο weird wave/ αλλόκοτο σινεμά θα το χαρακτηρίσει αυτοαναφερόμενο και ετερονομούμενο αλλά θα του προσάψει ότι δεν κατάφερε να διατυπώσει ένα δικό του δόγμα όπως π.χ. το δανέζικο Δόγμα 95, κάτι που επιβεβαιώνει την έλλειψη συστηματικού θεωρητικού στοχασμού.
Ο συγγραφέας θεωρεί κομβικές ταινίες της εικοσαετίας την Στρέλλα (2009) του Πάνου Κούτρα και το Suntun (2016) του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου. Από εκεί και πέρα εκτιμά ότι υπήρξαν αξιόλογες προσπάθειες και στις πρωτοποριακές και στις mainstream ταινίες ενώ τίποτα καινούργιο δεν έφεραν οι «μεγαλομανείς» και «οπερατικές» όπως τις χαρακτηρίζει ταινίες του Σμαραγδή (Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι, 2012 και Καζαντζάκης, 2017) και του Παντελή Βούλγαρη (Μικρά Αγγλία, 2012 και Τελευταίο σημείωμα, 2017).
Κατά τη γνώμη του Καραλή ο νέος αιώνας μπήκε με καλές ταινίες, με την απουσία κοινών κωδίκων όσον αφορά την παραστασιμότητα και την ερμηνεία της κινηματογραφικής εικόνας. Η αφηγηματικότητά τους είναι πολύ καλή, εστιάζουν συνήθως σε χαρακτηριολογικούς τύπους χωρίς εσωτερικότατα και ενδόμυχα διλήμματα. Εν κατακλείδι βλέπει τον ελληνικό κινηματογράφο απελευθερωμένος από μυθολογίες(ιδεολογικές, κινηματογραφικές), ικανό να σταθεί δίπλα στο ευρωπαϊκό σινεμά, ευέλικτο να υποδεχτεί τις πολλαπλές προκλήσεις για να καταλήξει πως «το απροσδόκητο και το αστάθμητο υπήρξαν πάντα οι σημαντικότερες σταθερές του ελληνικού σινεμά».
Το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή είναι μια εκτεταμένη ανάπτυξη της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου μέσα σε ένα πεδίο που δημιουργεί συνεχώς θέματα συζήτησης και αφήνει πτυχές για έναν ευρύτερο διάλογο. Πολύ καλή η μεταφραστική δουλειά του Αχιλλέα Ντελλή.
Βρασίδας Καραλής, Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, μτφρ. Αχιλλέας Ντελλής, Δώμα